Μια σημαντική ανακάλυψη που έγινε από Βρετανούς ερευνητές μπορεί να αλλάξει το τοπίο στις δίαιτες και τη διαιτολογία. Ενώ μέχρι πριν από λίγα χρόνια μόνο οι λιπαρές τροφές κατηγορούνταν για την παχυσαρκία, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει αποδεκτό ότι και οι υδατάνθρακες παχαίνουν. Κι’ αυτό διότι παρότι στις αναπτυγμένες χώρες (π.χ. ΗΠΑ) το ποσοστό του λίπους στη διατροφή έχει μειωθεί και έχει αυξηθεί αυτό των υδατανθράκων, τα επίπεδα της παχυσαρκίας συνεχίζουν να είναι ανοδικά. Τώρα μια μελέτη εξηγεί γιατί οι υδατάνθρακες μπορεί να έχουν παχυντική επίδραση σε ορισμένους ανθρώπους.
Η νέα έρευνα δείχνει ότι η παχυσαρκία στο γενικό πληθυσμό μπορεί να είναι γενετικά συνδεδεμένη με το τρόπου που σώμα διασπά τους υδατάνθρακες. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Genetics και διερεύνησε τη σχέση μεταξύ του σωματικού βάρους και ενός γονιδίου που ονομάζεται AMY1, το οποίο είναι υπεύθυνο για ένα ένζυμο που βρίσκεται στο σάλιο μας, την αμυλάση. Αυτό το ένζυμο είναι το πρώτο που συναντά το άμυλο των υδατανθράκων που καταναλώνουμε. Στο στόμα γίνεται η αρχή της διαδικασίας της πέψης του αμύλου η οποία συνεχίζεται στο στομάχι και το λεπτό έντερο.
Το άμυλο είναι μια μορφή σύνθετου υδατάνθρακα που υπάρχει στις πατάτες, τα φασόλια, τα μπιζέλια και γενικά στους σπόρους των φυτών (πρόκειται για μόρια γλυκόζης ενωμένα μεταξύ τους). Το γονίδιο ΑΜΥ1 ρυθμίζει τα επίπεδα της αμυλάσης στο σάλιο και άρα την επεξεργασία των αμυλούχων υδατανθράκων.
Συνήθως έχουμε δύο αντίγραφα κάθε γονιδίου, αλλά σε ορισμένες περιοχές του DNA μας μπορεί να υπάρχει μεταβλητότητα του αριθμού των αντιγράφων που φέρει ένα άτομο. Έτσι, ο αριθμός των αντιγράφων του AMY1 μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των ανθρώπων. Πιστεύεται ότι ο υψηλότερος αριθμός των αντιγράφων του γονιδίου ΑΜΥ1 έχει προκύψει στον πληθυσμό ως ένας τρόπος αντιμετώπισης της διατροφής που περιέχει περισσότερες αμυλούχες τροφές. Οι αμυλούχες τροφές εισήλθαν στη διατροφή του ανθρώπου με την ανάπτυξη της γεωργίας, περίπου πριν από 10.000 χρόνια. Ως τότε οι βασικές τροφές (παλαιολιθική διατροφή) ήταν το κρέας, τα λαχανικά και τα φρούμα, μια διατροφή που δεν περιέχει πολύ άμυλο.
Αμυλούχοι υδατάνθρακες και εξατομικευμένη δίαιτα
Οι ερευνητές από το Imperial College του Λονδίνου, σε συνεργασία με άλλους διεθνείς οργανισμούς, εξέτασαν τον αριθμό των αντιγράφων του γονιδίου AMY1 που υπάρχει στο DNA 6.000 ανθρώπων από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Σουηδία και τη Σιγκαπούρη συμπεριλαμβανομένων 972 διδύμων. Οι ερευνητές ανέλυσαν το γενετικό υλικό αυτών των ανθρώπων αναζητώντας αντίγραφα του γονιδίου AMY1 και στη συνέχεια συνέκριναν τον αριθμό των αντιγράφων με το σωματικό τους βάρος.
Διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που φέρουν ένα μικρό αριθμό αντιγράφων του γονιδίου της αμυλάσης που βρίσκεται στο σάλιο διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο για παχυσαρκία. Τα άτομα με λιγότερα αντίγραφα του γονιδίου AMY1 έχουν χαμηλότερα επίπεδα αυτού του ενζύμου και έτσι έχουν μεγαλύτερη δυσκολία στην πέψη των υδατανθράκων από αυτούς με περισσότερα αντίγραφα. Η πιθανότητα να είναι παχύσαρκα τα άτομα με λιγότερο από τέσσερα αντίγραφα του γονιδίου AMY1 ήταν περίπου 8 φορές μεγαλύτερη από ό,τι στα άτομα που έχουν περισσότερα από εννέα αντίγραφα του γονιδίου. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι με κάθε επιπλέον αντίγραφο του γονιδίου της αμυλάσης της σιέλου μειωνόταν περίπου 20% οι πιθανότητες για παχυσαρκία.
Ο καθηγητής Philippe Froguel, πρόεδρος στην Ιατρικής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας στο Imperial College του Λονδίνου και ένας από τους συντάκτες της μελέτης, δήλωσε: “Νομίζω ότι αυτή είναι μια σημαντική ανακάλυψη, διότι δείχνει ότι το πώς θα αφομοιωθεί το άμυλο είναι ένας σημαντικός παράγοντας παχυσαρκίας. Η μελλοντική έρευνα είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε αν αλλάζοντας την πέψη των αμυλούχων τροφίμων θα μπορούσε να αποτραπεί η παχυσαρκία”.
Ο καθηγητής Tim Spector, επικεφαλής του τμήματος έρευνας διδύμων και της γενετικής επιδημιολογίας έθεσε την προοπτική μιας προσαρμοσμένης διατροφής ανάλογα με τα γονίδια ενός ανθρώπου. «Στο μέλλον, μια εξέταση αίματος ή σάλιου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση των επιπέδων των βασικών ενζύμων, όπως η αμυλάση στο σώμα και ως εκ τούτου να διαμορφώνεται η δίαιτα για τα υπέρβαρα και τα αδύνατα άτομα», είπε. “Η θεραπεία είναι ακόμα μακριά, αλλά η μελέτη αυτή είναι ένα σημαντικό βήμα για μια πιο εξατομικευμένη δίαιτα».
«Η επίδραση αυτού του γονιδίου στην παχυσαρκία είναι η ισχυρότερη που έχουμε δει μέχρι σήμερα σε οποιοδήποτε γονίδιο που συσχετίζεται με αυτήν», συμπλήρωσε ο Σπέκτορ.