Μια νέα μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας διαπίστωσε ότι τα βακτήρια του στόματος (στοματικό μικροβίωμα) επηρεάζεται από τον διαβήτη, προκαλώντας παθογένεια.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell Host & Microbe έγινε σε ποντίκια και έδειξε ότι οι αλλαγές σχετίζονται με αυξημένη φλεγμονή και απώλεια οστικής μάζας.
“Μέχρι τώρα, δεν υπήρχε καμία συγκεκριμένη απόδειξη ότι ο διαβήτης επηρεάζει το μικροβίωμα του στόματος”, δήλωσε ο Dana Graves, επικεφαλής της μελέτης και αντιπρόεδρος κοσμήτορας στο Penn’s School of Dental Medicine. Πριν από τέσσερα χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Περιοδοντολογίας και η Αμερικανική Ακαδημία Περιοδοντολογίας εξέδωσαν μια έκθεση που ανέφερε ότι δεν υπάρχουν αναμφισβήτητες ενδείξεις ότι ο διαβήτης συνδέεται άμεσα με αλλαγές στο στοματικό μικροβίωμα.
“Το επιχείρημά μου ήταν ότι οι κατάλληλες μελέτες δεν είχαν γίνει, έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε την κατάλληλη μελέτη”, είπε ο Graves.
Οι ερευνητές ξεκίνησαν χαρακτηρίζοντας το στοματικό μικροβίωμα των διαβητικών ποντικών σε σύγκριση με τους υγιείς ποντικούς. Διαπίστωσαν ότι τα διαβητικά ποντίκια είχαν παρόμοιο μικροβιακό φορτίο στο στόμα τους με τους υγιείς ομολόγους τους πριν αναπτύξουν υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Αλλά, όταν οι διαβητικοί ποντικοί ανέπτυξαν υπεργλυκαιμία, το μικροβίωμά τους έγινε διαφορετικό από τους φυσιολογικούς ποντικούς, με μια λιγότερο ποικιλόμορφη κοινότητα βακτηρίων.
Τα διαβητικά ποντίκια είχαν επίσης περιοδοντίτιδα, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας οστού που στήριζε τα δόντια καθώς και αυξημένα επίπεδα IL-17, ενός σημαντικού μορίου για τη σηματοδότηση της ανοσολογικής απάντησης και της φλεγμονής. Αυξημένα επίπεδα IL-17 στους ανθρώπους συνδέονται με την περιοδοντική νόσο.
“Τα διαβητικά ποντίκια συμπεριφέρθηκαν παρόμοια με τους ανθρώπους που είχαν περιοδοντική οστική απώλεια και αυξημένα επίπεδα IL-17 που προκαλείται από γενετική ασθένεια”, δήλωσε ο Graves.
Τα ευρήματα αυτά υπογράμμισαν μια συσχέτιση μεταξύ αλλαγών στο στοματικό μικροβίωμα και την περιοδοντίτιδα, αλλά δεν απέδειξαν ότι οι μικροβιακές μεταβολές ήταν η αιτία της ασθένειες.
Για να διεισδύσουν στη σύνδεση, οι ερευνητές μεταβίβασαν βακτήρια από τα διαβητικά ποντίκια σε ποντίκια που είχαν αναπτυχθεί χωρίς να εκτίθενται σε κανένα μικρόβιο. Τα ποντίκια που δέχτηκαν το μικροβίωμα ανέπτυξαν επίσης οστική απώλεια. Μια μικρο-αξονική τομογραφία αποκάλυψε ότι είχαν 42% λιγότερο οστό από τα φυσιολογικά ποντίκια. Οι δείκτες της φλεγμονής αυξήθηκαν επίσης.
Σημαντικός ο έλεγχος του σακχάρου και η στοματική υγιεινή
“Ήμασταν σε θέση να προκαλέσουμε ταχεία απώλεια οστού χαρακτηριστική της διαβητικής ομάδας σε μια φυσιολογική ομάδα ζώων απλά μεταφέροντας το στοματικό μικροβίωμα”, δήλωσε ο Graves.
Με το μικροβίωμα να εμπλέκεται στην πρόκληση της περιοδοντίτιδας, ο Graves και οι συνάδελφοί του ήθελαν να μάθουν το πώς. Υποπτευόμενοι ότι οι φλεγμονώδεις κυτοκίνες μπορεί να παίζουν ρόλο και ειδικά η IL-17, οι ερευνητές επανέλαβαν τα πειράματα μεταφοράς του μικροβιώματος, αλλά αυτή τη φορά προέβησαν προηγουμένως σε έγχυση ενός αντι-IL-17 αντισώματος στα διαβητικά ποντίκια. Τα ποντίκια που έλαβαν τα βακτήρια από τους διαβητικούς ποντικούς οι οποίοι είχαν υποστεί αγωγή είχαν λιγότερη απώλεια οστού.
Τα ευρήματα «καταδεικνύουν αδιαμφισβήτητα» ότι οι προκαλούμενες από τον διαβήτη αλλαγές μικροβίων στο στόμα προκαλούν φλεγμονώδεις αλλαγές που αυξάνουν την περιοδοντίτιδα και την απώλεια οστικής μάζας, έγραψαν οι ερευνητές.
Αν και η αγωγή που αφορούσε την IL-17 ήταν αποτελεσματική στην μείωση της οστικής απώλειας στα ποντίκια, είναι απίθανο να είναι μια λογική θεραπευτική στρατηγική στον άνθρωπο λόγω του βασικού ρόλου της στην ανοσοπροστασία. Αλλά ο Graves σημείωσε ότι η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία που έχει για τα άτομα με διαβήτη ο έλεγχος του σακχάρου στο αίμα και η καλή οδοντική υγιεινή. “Ο διαβήτης είναι μία από τις συστηματικές νόσους που συνδέεται με την περιοδοντική νόσο, αλλά ο κίνδυνος βελτιώνεται ουσιαστικά από τον καλό γλυκαιμικό έλεγχο”, δήλωσε. “Και η καλή στοματική υγιεινή μπορεί να μειώσει περαιτέρω τον κίνδυνο”.