Τα βιολογικά προϊόντα μειώνουν τον κίνδυνο για καρκίνο

Η τακτική κατανάλωση βιολογικών προϊόντων μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για μερικά είδη καρκίνου, σύμφωνα με γαλλική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Internal Medicine.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επιδημιολόγο Τζούλια Μπόντρι του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας και Ιατρικής Έρευνας (INSERM) της Γαλλίας, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 69.000 ανθρώπους σε βάθος πενταετίας. Διαπιστώθηκε ότι όσοι έτρωγαν τα περισσότερα βιολογικά προϊόντα είχαν κατά μέσο όρο 25% μικρότερο κίνδυνο διάγνωσης καρκίνου, σε σχέση με όσους έτρωγαν τα λιγότερα βιολογικά προϊόντα ή καθόλου.

Ο κίνδυνος ήταν μειωμένος κατά 34% όσον αφορά στον καρκίνο του μαστού στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, κατά 76% για κάθε είδους λέμφωμα (καρκίνο του λεμφικού συστήματος) και κατά 86% ειδικότερα για το λέμφωμα μη-Hodgkin.

«Η κατανάλωση βιολογικών τροφών μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη του καρκίνου» δήλωσε η Μπόντρι. Διευκρίνισε όμως ότι η νέα μελέτη βρήκε μόνο μια συσχέτιση και δεν μπορεί να αποδείξει ότι όντως η κατανάλωση των βιολογικών προϊόντων είναι αυτή που προκαλεί τη μείωση του κινδύνου για καρκίνο. Να σημειωθεί ότι οι άνθρωποι που καταναλώνουν βιολογικά προϊόντα ενδιαφέρονται περισσότερο για την υγεία τους και λαμβάνουν και άλλα μέτρα πρόληψης όπως π.χ. η άσκηση. Όσοι τρώνε βιολογικά προϊόντα είναι συχνότερα παντρεμένοι, έχουν μεγαλύτερα εισοδήματα, υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, καταναλώνουν λιγότερα επεξεργασμένα κρέατα και πίνουν λιγότερο αλκοόλ.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι καταναλωτές πρέπει να τρώνε συμβατικά φρούτα και λαχανικά, αν δεν μπορούν να αγοράσουν βιολογικά προϊόντα. Η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, είτε είναι βιολογικά είχε όχι, συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο για χρόνιες παθήσεις και καρκίνο.

Τα βιολογικά προϊόντα αναπτύσσονται χωρίς -ή έστω με όσο γίνεται λιγότερα- παρασιτοκτόνα, συνθετικά λιπάσματα, λοιπά χημικά, αντιβιοτικά (για τα ζώα) και γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς. Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι τα παρασιτοκτόνα / εντομοκτόνα μπορούν να αυξήσουν τις βλάβες του DNA, άρα και τον κίνδυνο καρκίνου, καθώς και για διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος.

Δείτε επίσης