Κλινικές μελέτες: Πότε η αλήθεια έρχεται δεύτερη – Ο ρόλος του χρηματοδότη

Της Lisa Bero, καθηγήτριας στο University of Sydney

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η χρηματοδότηση των κλινικών μελετών από τη φαρμακοβιομηχανία έχει αυξηθεί σε όλο τον κόσμο ενώ η κυβερνητική και η μη κερδοσκοπική χρηματοδότηση έχουν μειωθεί. Μέχρι το 2011, η χρηματοδότηση της βιομηχανίας, σε σύγκριση με τις δημόσιες πηγές, αντιπροσώπευε τα 2/3 της ιατρικής έρευνας παγκοσμίως.

Η χρηματοδότηση της έρευνας από άλλες βιομηχανίες επίσης αυξάνεται, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων και των ποτών, των χημικών, των μεταλλείων, των υπολογιστών και των εταιρειών αυτοκινήτων. Ως εκ τούτου, η ακαδημαϊκή ελευθερία υποφέρει.

Σύμφωνα με τη σύμβαση χρηματοδότησης, συχνά οι ιατρικοί ερευνητές δεν είναι σε θέση να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης τους χωρίς την έγκριση του σπόνσορα. Τα αποτελέσματα θεωρούνται εμπιστευτικά και η συμφωνία εμποδίζει τη δημοσίευση οποιουδήποτε ευρήματος θεωρείται εμπιστευτικό ή εμπορικό από τον χρηματοδότη.

Ο καθένας καταλαβαίνει ότι τέτοιες συμφωνίες αποκλεισμού υπάρχουν διότι πάντα μπορεί μια μελέτη να καταλήξει σε δυσμενές αποτέλεσμα για τα  προϊόντα του χρηματοδότη. Ενώ το δικαίωμα δημοσίευσης αποτελεί βασικό στοιχείο της ακαδημαϊκής ελευθερίας, τα ερευνητικά συμβόλαια περιλαμβάνουν ρήτρες που δίνουν στον χρηματοδότη τον τελευταίο λόγο για το αν η έρευνα μπορεί να δημοσιευθεί.

Οι νεότεροι ερευνητές, που ακόμα δεν έχουν δημιουργήσει “όνομα”, είναι ευάλωτοι στους περιορισμούς της δημοσίευσης όταν οι εταιρείες χρηματοδοτούν την έρευνά τους. Κι αυτό διότι να να συμμετέχουν σε κλινικές έρευνες υπό οποιονδήποτε όρο είναι ζωτικής σημασίας για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους. Οι ανώτεροι ερευνητές μπορούν επίσης να είναι ευάλωτοι. Στη δεκαετία του 1980, μια φαρμακευτική εταιρεία χρηματοδότησε μια ερευνήτρια για να συγκρίνει ένα πρωτότυπο φάρμακο για τον θυρεοειδή με τα γενόσημά του. Η ερευνήτρια βρήκε ότι τα γενόσημα ήταν τόσο καλά όσο το επώνυμο προϊόν. Ο χρηματοδότης όμως αποφάσισε να αποτρέψει τη δημοσίευση προσφεύγοντας κατά της ερευνήτριας και του πανεπιστημίου της.

Φαίνεται πως υπάρχει ελάχιστη θεσμική εποπτεία μ’ αυτή την κατάσταση. Μια μελέτη του 2018 διαπίστωσε ότι, μεταξύ 127 ακαδημαϊκών ιδρυμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, μόνο το ένα τρίτο απαιτούσε να υποβληθούν οι συμφωνίες συμβουλευτικών υπηρεσιών προς εξέταση από το ίδρυμα. Το 35% των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων δεν θεώρησε απαραίτητο το θεσμικό όργανο να επανεξετάσει τέτοιες συμφωνίες. Όταν εξετάστηκαν οι συμφωνίες διαβούλευσης, μόνο το 23% των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων εξέτασε τα δικαιώματα δημοσίευσης. Και μόνο το 19% έψαχνε ακατάλληλες διατάξεις εμπιστευτικότητας, όπως η απαγόρευση της επικοινωνίας σχετικά με οποιαδήποτε πτυχή της χρηματοδοτούμενης εργασίας.

Τα εσωτερικά έγγραφα της βιομηχανίας που αποκτήθηκαν ύστερα από απαίτηση δικαστηρίων αποκάλυψαν πολλά παραδείγματα βιμομηχανικών χορηγών που επηρέασαν το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή της έρευνας, καθώς και τη μερική δημοσίευση -δημοσιεύθηκαν μόνο ευρήματα ευνοϊκά για τον χρηματοδότη.

Για παράδειγμα, το 1981 μια ιαπωνική μελέτη έδειξε συσχέτιση μεταξύ του παθητικού καπνίσματος και του καρκίνου του πνεύμονα. Συμπέρανε ότι οι σύζυγοι βαρέων καπνιστών είχαν έως και διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του πνεύμονα σε σχέση με συζύγους μη καπνιστών και ότι ο κίνδυνος ήταν ανάλογος με τη δοσολογία. Οι καπνοβιομηχανίες, ως απάντηση, χρηματοδότησαν άλλους ερευνητές για να δημιουργήσουν μια μελέτη που θα αντικρούει τα ευρήματα. Οι εταιρείες καπνού συμμετείχαν σε κάθε βήμα της χρηματοδοτούμενης εργασίας, αλλά η συμμετοχή τους ήταν κρυμμένη για δεκαετίες. Έγραψαν τις ερευνητικές ερωτήσεις, σχεδίασαν τη μελέτη, συγκέντρωσαν και παρείχαν δεδομένα και έγραψαν την τελική δημοσίευση η οποία χρησιμοποιήθηκε ως “απόδειξη” ότι το παθητικό κάπνισμα δεν είναι επιβλαβές. Η καπνοβιομηχανία ανέφερε τη μελέτη της σε κυβερνητικά και κανονιστικά έγγραφα για να αντικρούσει τα ανεξάρτητα δεδομένα σχετικά με τις βλάβες του παθητικού καπνίσματος.

Η μεγαλύτερη απειλή για την ακαδημαϊκή ελευθερία μπορεί να είναι η επιρροή που έχουν οι φορείς χρηματοδότησης στην πρώτη φάση της ερευνητικής διαδικασίας: στη θέσπιση προγραμμάτων έρευνας. Αυτό σημαίνει ότι οι βιομηχανικοί χορηγοί έχουν τον έλεγχο των ερωτημάτων που τίθενται από την κλινική μελέτη. Με αυτόν τον τρόπο η βιομηχανική χρηματοδότηση οδηγεί την ιατρική έρευνα προς θέματα που αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση των οφελών και στην ελαχιστοποίηση των επιβλαβών συνεπειών των προϊόντων τους.

Σε ένα άλλο παράδειγμα, τρεις εταιρείες καπνού δημιούργησαν και χρηματοδότησαν το Center for Indoor Air Research, το οποίο θα διεξήγαγε έρευνα για τις βλάβες του παθητικού καπνίσματος. Καθόλη τη δεκαετία του 1990, το κέντρο αυτό χρηματοδότησε δεκάδες μελέτες που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα συστατικά του εσωτερικού αέρα από τα χαλιά ή τα βρώμικα φίλτρα αέρα ήταν πιο επιβλαβή από τον καπνό του τσιγάρου.

Η βιομηχανία ζάχαρης προσπάθησε επίσης να μετατοπίσει το επίκεντρο από στοιχεία που έδειχναν μιας σχέση μεταξύ ζάχαρης και καρδιακών παθήσεων. Αποκαλύφθηκε τα τελευταία χρόνια ότι στη δεκαετία του 1960 η βιομηχανία ζάχαρης πλήρωσε επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για να ελαχιστοποιήσει τη σχέση μεταξύ ζάχαρης και καρδιακών παθήσεων και να μετατοπίσει την ευθύνη προς τα κορεσμένα λιπαρά. Οι συγγραφείς που έκαναν την αποκάλυψη αυτή δήλωσαν ότι πολλές από τις σημερινές διατροφικές συστάσεις μπορεί να έχουν διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από τη βιομηχανία ζάχαρης. Έχει επίσης ειπωθεί ότι μια τέτοια παραπληροφόρηση μπορεί να έχει συμβάλλει στην κρίση της παχυσαρκίας σήμερα.

Η Coca-Cola και η Mars έχουν επίσης χρηματοδοτήσει πανεπιστημιακή έρευνα σχετικά με τη σωματική άσκηση για να απομακρύνουν την προσοχή από τη σύνδεση των προϊόντων τους με την παχυσαρκία.

Σε ένα κλίμα όπου οι σχέσεις μεταξύ πανεπιστημίου και βιομηχανίας ενθαρρύνονται και η χρηματοδότηση της βιομηχανίας για έρευνα συνεχίζει να αυξάνεται, οι ιατρικοί ερευνητές πρέπει να προφυλάξουν την ελευθερία των κλινικών μελετών που υποστηρίζονται χρηματοδοτικά από τη φαρμακοβιομηχανία. Οι ερευνητές πρέπει να αναρωτηθούν εάν η αποδοχή χρηματοδότησης από τη βιομηχανία συμβάλλει στην αποστολή της ανακάλυψης νέων γνώσεων ή σε μια ερευνητική ατζέντα της βιομηχανίας με στόχο την αύξηση των κερδών. Οι κυβερνήσεις ή οι ανεξάρτητες κοινοπραξίες χρηματοδότησης πρέπει να εξασφαλίσουν υποστήριξη για έρευνα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κοινού.

Όταν η έρευνα υποστηρίζεται από τη βιομηχανία, οι χρηματοδότες δεν πρέπει να υπαγορεύουν το σχεδιασμό ή τη δημοσίευση της έρευνας. Πολλά πανεπιστήμια εφαρμόζουν πολιτικές που εμποδίζουν τέτοιους περιορισμούς, αλλά αυτό δεν είναι καθολικό. Οι επιστήμονες δεν πρέπει ποτέ να υπογράψουν ή να αφήσουν το ίδρυμά τους να υπογράψει μια συμφωνία που δίνει τη δύναμη απόκρυψης των ευρημάτων μια κλινικής μελέτης. Τα πανεπιστήμια και τα επιστημονικά περιοδικά πρέπει να προστατεύουν τους νεοεμφανιζόμενους ερευνητές και να υποστηρίζουν όλους τους ακαδημαϊκούς στην αντιμετώπιση της βιομηχανικής επιρροής και της διατήρησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας.

Πηγές: 1. Beyond financial conflicts of interest: Institutional oversight of faculty consulting agreements at schools of medicine and public health. 2. How the tobacco industry responded to an influential study of the health effects of secondhand smoke.

Δείτε επίσης