Τα σχολεία δεν φαίνονται να λειτουργούν ως εστίες υπερμετάδοσης του κορωνοϊού και εξάπλωσης της νόσου Covid-19, δείχνουν τα έως τώρα στοιχεία στις ΗΠΑ.
Τον Αύγουστο τα πρώτα παιδιά επέστρεψαν στο σχολείο σε αρκετές αμερικανικές πολιτείες εν μέσω πανδημίας και μάλιστα σε περιοχές με αρκετά κρούσματα, όπως Τζόρτζια, Ιντιάνα, Φλόριντα κ.ά. Γονείς, εκπαιδευτικοί και επιστήμονες φοβούνταν τα χειρότερα, δηλαδή γρήγορη εμφάνιση κρουσμάτων μέσα στα σχολεία και στη συνέχεια «εξαγωγή» του Covid-19 στην ευρύτερη κοινότητα, κάτι που όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι στιγμής.
Τα κοινωνικά δίκτυα κατακλύστηκαν από ανησυχίες για τα ανοιχτά σχολεία και οι φοβίες επιβράδυναν ή έβαλαν «φρένο» στο άνοιγμα των σχολείων σε ορισμένες άλλες πολιτείες ή μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ (Σικάγο, Λος Άντζελες, Χιούστον κ.ά.), οι οποίες προτίμησαν να βασιστούν αποκλειστικά στην τηλεκπαίδευση, ακόμα και όταν είχαν σχετικά λίγα κρούσματα.
Όμως, όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα στο αμερικανικό περιοδικό Atlantic, η εικόνα εν μέσω Οκτωβρίου, με βάση τα έως τώρα πραγματικά στοιχεία, δείχνει ένα πράγμα: ότι τα σχολεία δεν συμβάλλουν σημαντικά στην εξάπλωση του Covid-19.
Τα δειγματοληπτικά στοιχεία μέσω τεστ σε σχεδόν 200.000 παιδιά και εκπαιδευτικούς σε 47 πολιτείες αποκαλύπτουν ένα μέσο ποσοστό λοιμώξεων Covid-19 μόνο 0,13% μεταξύ των μαθητών και 0,24% μεταξύ των εκπαιδευτικών. Ακόμη και σε περιοχές με πολλά κρούσματα, οι λοιμώξεις των μαθητών στα σχολεία είναι αρκετά κάτω από 0,5%. Για παράδειγμα, η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτεία των ΗΠΑ, το Τέξας, ανέφερε στο τέλος Σεπτεμβρίου ποσοστό λοιμώξεων 0,14% στους μαθητές και μόλις 0,1% στους εκπαιδευτικούς.
Όπως αναφέρει η ερευνήτρια Έμιλι Όστερ του Πανεπιστημίου Μπράουν, «αυτοί οι αριθμοί δεν είναι μηδέν. Όμως το μηδέν δεν ήταν ποτέ μια ρεαλιστική προσδοκία. Γνωρίζουμε ότι τα παιδιά μπορεί να κολλήσουν Covid-19, ακόμη κι αν τείνουν να έχουν λιγότερο σοβαρά περιστατικά. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε καθόλου εξάπλωση μέσα στα σχολεία, πάλι θα βλέπαμε μερικά κρούσματα, επειδή οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί μπορούν να κολλήσουν τη νόσο εκτός σχολείου. Όμως οι αριθμοί είναι μικροί, μικρότεροι από ό,τι πολλοί είχαν προβλέψει».
Υπερβολικές φαίνεται να είναι, σύμφωνα με την Όστερ, και οι προβλέψεις ότι το άνοιγμα των σχολείων θα έκανε κακό στην ευρύτερη κοινότητα. Τα έως τώρα στοιχεία από πολιτείες όπως η Φλόριντα δεν δείχνουν κάποια αξιοσημείωτη αύξηση των κρουσμάτων μετά το άνοιγμα των σχολείων, ενώ μάλιστα σε άλλες όπως η Τζόρτζια ο αριθμός των κρουσμάτων συνεχίζει να μειώνεται, παρόλο που άνοιξαν στο μεταξύ τα σχολεία. Έχουν αναφερθεί συρροές κρουσμάτων σε ορισμένα αμερικανικά πανεπιστήμια, όμως δεν έχει υπάρξει ανάλογο φαινόμενο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση της χώρας.
Μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι τα σχολεία θα έπρεπε να είναι τελείως ασφαλή και, αφού αυτό δεν γίνεται, πρέπει να παραμείνουν κλειστά. Όμως, όπως αναφέρει η Όστερ, «αυτή η προσέγγιση αγνοεί τα τεράστια κόστη για τα παιδιά από τα κλειστά σχολεία». Μεταξύ άλλων, τα παιδιά που πλήττονται δυσανάλογα περισσότερο από το κλείσιμο των σχολείων, είναι οι μαθητές από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, μειονοτικές κ.ά. «Στα σχολεία υπάρχει ήδη ανισότητα. Το κλείσιμό τους την ενισχύει ακόμα πιο πολύ», όπως τονίζει.
Από την άλλη, όπως αναφέρει, αν και υπάρχει η επιλογή της τηλεκπαίδευσης, τα ποσοστά συμμετοχής των μαθητών δεν είναι τα αναμενόμενα, ενώ και οι παιδίατροι έχουν συνδέσει την εξ αποστάσεως μάθηση με περισσότερο στρες. Επιπλέον η παραμονή των παιδιών στο σπίτι επιβαρύνει πολλούς γονείς, οι οποίοι δεν μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο δουλειάς τους για να επιβλέπουν τα παιδιά τους.