Μια ομάδα ερευνητών από το University of British Columbia Okanagan, στον Καναδά, βρήκε ότι ο τύπος των λιπών που καταναλώνει μια μητέρα ενώ θηλάζει μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία του εντέρου του βρέφους της.
Η Δρ. Deanna Gibson, ερευνήτρια βιοχημείας, μαζί με τον Δρ. Sanjoy Ghosh, ο οποίος μελετά τις βιοχημικές πτυχές των διαιτητικών λιπών, και άλλους ερευνητές, εξέτασαν το ρόλο του διατροφικού λίπους σε κυοφορούν τρωκτικά για να προσδιορίσουν τις γενετικές επιδράσεις της έκθεσης του διατροφικού λίπους στους απογόνους.
“Ο στόχος ήταν να διερευνηθεί πώς οι διατροφικές συνήθειες της μητέρας μπορούν να επηρεάσουν τις μικροβιακές κοινότητες του εντέρου ενός απογόνου και τα συσχετιζόμενα μοριακά μοτίβα σακχάρων που μπορούν να είναι σημαντικά στις ανοσολογικές αντιδράσεις σε μολυσματικές ασθένειες”, είπε ο Gibson, ο οποίος μελετά την υγεία του εντέρου, την ανοσία καθώς και τις αιτίες των οξέων ή χρόνιων παθήσεων όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου.
Η μελέτη δείχνει ότι ο τύπος λίπους που καταναλώνει η μητέρα κατά τη διάρκεια του θηλασμού μπορεί να επηρεάσει διαφορετικά τις εντερικές μικροβιακές κοινότητες ενός βρέφους, την ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος και τον κίνδυνο ασθένειας.
Οι τρεις κύριες κατηγορίες λιπαρών οξέων περιλαμβάνουν τα κορεσμένα (SFA), που βρίσκονται κυρίως σε κρέατα και γαλακτοκομικά προϊόντα, τα μονοακόρεστα (MUFA), που βρίσκονται κυρίως σε ορισμένα φυτικά έλαια όπως είναι το ελαιόλαφο και τα πολυακόρεστα (PUFA) που βρίσκονται σε ξηρούς καρπούς, ψάρια και φυτικά έλαια. Τα PUFA διακρίνονται περαιτέρω σε ω-3 και ω-6 λιπαρά, με βάση η θέση του πρώτου διπλού άνθρακα στην αλυσίδα του μορίου μετρώντας από το τέλος του.
Προηγούμενη έρευνα διαπίστωσε ότι τόσο τα ω-3 λιπαρά όσο και τα ω-6 λιπαρά μπορούν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο σε εντερικές λοιμώξεις, όπως οι εντεροπαθογόνοι E.coli, το Clostridium difficile, η σαλμονέλα και οι γαστρεντερικές ασθένειες λόγω κατανάλωσης χαλασμένων τροφών ή μολυσμένου νερού. Αντίθετα, δίαιτες πλούσιες σε μονοακόρεστα και κορεσμένα έχουν αποδειχθεί ότι είναι σε μεγάλο βαθμό προστατευτικές έναντι αυτών των λοιμώξεων.
Η τελευταία έρευνα του Gibson αναφέρει τις ευεργετικές ιδιότητες του λίπους του γάλακτος και των κορεσμένων λιπών. Πριν και μετά τον τοκετό, μπορούν τα κορεσμένα λίπη να βελτιώσουν την προστασία από λοιμώδη εντερική νόσο κατά την ενηλικίωση -ιδίως όταν τα ω-3 λιπαρά συνδυάζονται με κορεσμένα λίπη.
“Τα ευρήματά μας αμφισβητούν τις τρέχουσες διατροφικές συστάσεις και αποκαλύπτουν ότι η μητρική πρόσληψη λίπους έχει διαγενετικές επιπτώσεις στην ευαισθησία των απογόνων σε εντερική λοίμωξη, πιθανώς ενεργοποιημένη μέσω αλληλεπιδράσεων με το μικροβίωμα”, είπε ο Gibson.
Η παγκόσμια κατανάλωση ακόρεστων λιπαρών οξέων έχει αυξηθεί σημαντικά μεταξύ 1990 και 2010, ενώ οι γυναίκες καταναλώνουν χαμηλότερες ποσότητες κορεσμένων λιπών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους λόγω των συστάσεων για μείωση της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών.
“Αν και είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες ότι οι δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά μπορούν να αλλάξουν άμεσα τις φλεγμονώδεις αντιδράσεις, πρόσφατες μελέτες μόλις άρχισαν να εκτιμούν πώς οι διάφοροι τύποι λιπαρών οξέων μπορεί να έχουν διακριτές επιδράσεις στη φλεγμονή και μπορούν να αλλάξουν τις αποκρίσεις του ξενιστή σε μια λοίμωξη”, είπε ο Gibson.
Τα λιπαρά οξέα της διατροφής μπορούν να επηρεάσουν τις φλεγμονώδεις διεργασίες, συμπεριλαμβανομένων των αμυντικών φλεγμονωδών αποκρίσεων μετά από εντερική λοίμωξη. Αυτό μπορεί να επηρεάσει τη σοβαρότητα της νόσου, καθιστώντας τα λιπαρά οξέα σημαντικής σημασίας για την πρόβλεψη του κινδύνου μιας ασθένειας.
Κορεσμένα και μονοακόρεστα λίπη
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι είναι ένας συνδυασμός διατροφικών αλληλεπιδράσεων λιπαρών-ξενιστή με το εντερικό μικροβίωμα που μπορεί να καθορίσει τη σοβαρότητα αυτών των λοιμώξεων. Τα εντερικά βακτήρια, εξηγεί ο Gibson, αναπτύσσονται κατά τη βρεφική ηλικία και διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην ωρίμανση του ανοσοποιητικού συστήματος και στην παροχή φραγμού στον αποικισμό με παθογόνα.
Η Ghosh σημειώνει ότι αυτή η έρευνα προτείνει πως οι τρέχουσες οδηγίες για την υγεία πρέπει να επανεκτιμηθούν. “Επί του παρόντος, οι καναδικές διατροφικές οδηγίες συνιστούν οι θηλάζουσες μητέρες να αντικαθιστούν τροφές πλούσιες σε κορεσμένα με πολυακόρεστα, τόσο ω-3 όσο και ω-6”, είπε η Ghosh. “Δεδομένου ότι τα πολύακόρεστα επιδείνωσαν τα αποτελέσματα των νόσων σε μελέτες μετά τη γέννηση, κατά την άποψή μας, αυτές οι συστάσεις πρέπει να επανεξεταστούν”.
Ενώ οι συγκεντρώσεις πρωτεΐνης και υδατανθράκων στο μητρικό γάλα παραμένουν σχετικά αδρανείς, η περιεκτικότητα σε λιπαρά οξέα ποικίλλει σημαντικά και επηρεάζεται από την πρόσληψη του διατροφικού λίπους της μητέρας. Σημειώνεται ότι οι σημερινές συστάσεις είναι κατά των κορεσμένων λιπών διότι ανεβάζουν τη χοληστερόλη του αίματος -εκτός από το στεατικό οξύ.
“Συνολικά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η μητρική κατανάλωση διαφόρων τύπων διατροφικών λιπαρών αλλοιώνει την καθιέρωση του μικροβιώματος του απογόνου και μπορεί να έχει μόνιμες συνέπειες στην ικανότητά του να ανταποκρίνονται στη μόλυνση κατά την ενηλικίωση”, είπε ο Gibson. “Ταυτόχρονα, δείχνουμε ότι οι μητρικές δίαιτες που είναι πλούσιες σε κορεσμένα λιπαρά, παρέχουν μια σχέση ξενιστή-μικροβιώματος στους απογόνους που προστατεύει από ασθένειες”.
Το εντερικό μικροβίωμα δημιουργείται κατά τη βρεφική ηλικία και παίζει κρίσιμο ρόλο στην ωρίμανση του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για πιθανά για παθογόνα. Ένα υγιές μικροβίωμα εξαρτάται από τη διατροφή της πρώιμης ζωής. Ορισμένες μόρια ζάχαρης συνδέονται με σημαντικές πρωτεΐνες στο έντερο. Τα μοτίβα τους μεταβάλλονται στους απογόνους λόγω των διατροφικών επιλογών της μητέρας κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας. Η αλλαγή στα πρότυπα αυτά σχετίζεται με αλλαγές στην ικανότητα του βρέφους να καταπολεμά μολυσματικές ασθένειες.