Περίπου 56 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως υποφέρουν από διάσειση κάθε χρόνο. Είναι σύνηθες η διάσειση να προκαλεί βραχυπρόθεσμα συμπτώματα όπως πονοκέφαλο, ναυτία, ευαισθησία στο φως και προβλήματα συγκέντρωσης. Αλλά πολλοί άνθρωποι έχουν επίσης μακροχρόνια συμπτώματα, όπως κόπωση, προβλήματα ύπνου και συγκέντρωσης καθώς και συναισθηματική δυσφορία. Οι κλινικοί γιατροί υπολόγιζαν ότι ένας στους 10 ανθρώπους μπορεί να εμφανίσει μακροχρόνια συμπτώματα μετά από διάσειση, αλλά μια πρόσφατη μελέτη εκτίμησε ότι τα συμπτώματα είναι πολύ πιο συχνά.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Brain, βρήκε ότι σχεδόν οι μισοί από τους ανθρώπους που υπέστησαν διάσειση δεν είχαν αναρρώσει πλήρως έξι μήνες μετά τον τραυματισμό τους. Αναλύθηκαν σαρώσεις εγκεφάλου για πάνω από 100 άτομα που είχαν πρόσφατα υποστεί διάσειση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες διεξήχθησαν με μια τεχνική που ονομάζεται λειτουργική μαγνητική τομογραφία σε κατάσταση ηρεμίας (fMRI).
Η fMRI μετρά την εγκεφαλική δραστηριότητα όταν ένα άτομο είναι σε ηρεμία, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατανοηθεί πώς επικοινωνούν οι διάφορες περιοχές του εγκεφάλου μεταξύ τους. Αυτό επιτρέπει στους επιστήμονες να καταλάβουν αν ο εγκέφαλος λειτουργεί όπως θα έπρεπε ή αν υπάρχουν προβλήματα με τη συνδεσιμότητα του εγκεφάλου.
Μια fMRI μπορεί να δείξει περισσότερα από ό,τι μια αξονική ή μαγνητική τομογραφία που συνήθως γίνονται όταν τα άτομα έχουν υποστεί διάσειση και δείχνουν μόνο δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο, όπως π.χ. μια φλεγμονή. Τέτοιες αλλαγές δεν συμβαίνουν συχνά σε περιπτώσεις ήπιας διάσεισης αμέσως μετά το συμβάν, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει τους κλινικούς γιατρούς να πιστεύουν ότι δεν έχει συμβεί κάποια εγκεφαλική βλάβη. Αλλά η fMRI μπορεί να δείξει πιο ανεπαίσθητες αλλαγές στη λειτουργία του εγκεφάλου και έτσι να βοηθήσει σε καλύτερη πρόβλεψη για το ποιος είναι πιο πιθανό να αναπτύξει μακροπρόθεσμα συμπτώματα.
Ο ρόλος του θαλάμου
Οι ερευνητές της μελέτης αναζήτησαν αλλαγές σε μια περιοχή στο κέντρο του εγκεφάλου που ονομάζεται θάλαμος. Αυτή η περιοχή είναι σημαντική για την ενσωμάτωση των αισθητηριακών πληροφοριών και τη μετάδοσή τους σε ολόκληρο τον εγκέφαλο. Ο θάλαμος πιστεύεται ότι είναι πολύ ευάλωτος στην εξωτερική δύναμη που οδηγεί σε διάσειση (όπως πτώση ή χτύπημα στο κεφάλι). Η μελέτη βρήκε ότι η διάσειση συσχετίστηκε με αυξημένη λειτουργική συνδεσιμότητα μεταξύ του θαλάμου και του υπόλοιπου εγκεφάλου αμέσως μετά τον τραυματισμό, συγκριτικά με άλλα 76 άτομα που δεν είχαν υποστεί διάσειση.
Οι ερευνητές είπαν ότι ο θάλαμος προσπαθούσε να επικοινωνήσει περισσότερο με τα άλλα τμήματα του εγκεφάλου ως αποτέλεσμα του τραυματισμού του. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι η μαγνητική και η αξονική τομογραφία ρουτίνας δεν έδειξαν δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο. Ενώ πολλοί από εμάς υποθέτουμε ότι μια μεγαλύτερη συνδεσιμότητα του εγκεφάλου είναι κάτι καλό, η έρευνα που έχει εξετάσει πιο σοβαρούς τραυματισμούς στο κεφάλι δείχνει ότι η μεγαλύτερη συνδεσιμότητα μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ένα σημάδι ότι ο εγκέφαλος προσπαθεί να αντισταθμίσει μια βλάβη του.

Ο θάλαμος είναι ευαίσθητος στις δυνάμεις που προκαλούν διάσειση.
Η μελέτη βρήκε ότι σχεδόν τα μισά άτομα με διάσειση δεν είχαν αναρρώσει πλήρως έξι μήνες μετά τον τραυματισμό τους. Οι συμμετέχοντες που είχαν σημάδια μεγαλύτερης συνδεσιμότητας του θαλάμου με άλλες περιοχές στον εγκέφαλό τους αμέσως μετά τον τραυματισμό είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν συμπτώματα, όπως κόπωση και κακή συγκέντρωση.
Η μελέτη αυτή έκανε ένα σημαντικό βήμα στην κατανόηση της διάσεισης, δείχνοντας ότι ακόμη και ένας μόνο εγκεφαλικός τραυματισμός μπορεί να έχει συνέπειες σε μερικούς ανθρώπους. Η βλάβη μπορεί να μην εμφανίζεται στους συνήθεις τύπους σαρώσεων που γίνονται σε ασθενείς με διάσειση, υποδηλώνοντας ότι είναι καιρός να επεκταθούν οι τύποι απεικόνισης που χρησιμοποιούνται.
Βλάβη μετά από 12 μήνες
Σε άτομα που παρουσίασαν μακροχρόνια συμπτώματα, εξακολουθούσε να υπάρχει βλάβη στον εγκέφαλο 12 μήνες μετά τον τραυματισμό. Αυτό βρέθηκε σε άτομα που επέστρεψαν για σάρωση ένα χρόνο μετά τον τραυματισμό τους αλλά δεν παρατηρήθηκε σε ασθενείς χωρίς μακροχρόνια συμπτώματα. Η διάσειση θεωρείται συνήθως ένα βραχυπρόθεσμο συμβάν, αλλά τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν ότι μπορεί να είναι μια μακροχρόνια κατάσταση για ορισμένους ανθρώπους που μπορεί να χρειαστούν χρόνο για να αναρρώσουν.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι τα μακροχρόνια συμπτώματα που βιώνει ένα άτομο μπορεί να σχετίζονται με διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου. Οι άνθρωποι που παρουσίασαν μακροχρόνια γνωστικά συμπτώματα (όπως προβλήματα συγκέντρωσης και μνήμης) είχαν αυξημένη συνδεσιμότητα μεταξύ του θαλάμου και των περιοχών που συνδέονται με τη νοραδρεναλίνη, έναν χημικό αγγελιοφόρο στον εγκέφαλο. Ενώ αυτοί που αντιμετώπισαν μακροχρόνια συναισθηματικά προβλήματα (όπως κατάθλιψη ή ευερεθιστότητα) είχαν μεγαλύτερη συνδεσιμότητα με περιοχές που παρήγαγαν έναν διαφορετικό χημικό αγγελιοφόρο, τη σεροτονίνη.
Ενώ η διάσειση θεωρείται «ήπια» τραυματική εγκεφαλική βλάβη, τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά είναι έτσι. Υπάρχουν ακόμα πολλά που δεν είναι γνωστά, όπως οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η επαναλαμβανόμενη διάσειση στον εγκέφαλο. Συνεπώς, αυτή η κατάσταση πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά στα αθλήματα που περιλαμβάνουν συγκρούσεις και τραυματισμούς στο κεφάλι.