Πολλοί έχουν υποθέσει ότι τα βακτήρια και άλλοι «φιλικοί» ζωντανοί μικροοργανισμοί που καταναλώνονται μέσω της διατροφής μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην υγεία.
Η μείωση της διατροφικής κατανάλωσης μικροβίων πιθανότατα συνέβαλε σε μια «πτωχή» μικροχλωρίδα του εντέρου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος και αύξηση των χρόνιων ασθενειών, μεταξύ άλλων αρνητικών αποτελεσμάτων για την υγεία.
Αλλά ένα από τα πρώτα βήματα προς την κατανόηση του ρόλου των διατροφικών μικροβίων στην υγεία είναι να ποσοτικοποιηθεί ο αριθμός των ζωντανών μικροοργανισμών που καταναλώνουμε σήμερα στη διατροφή μας, μέσω τροφών καθώς και προβιοτικών συμπληρωμάτων.
Μια ομάδα επιστημόνων ολοκλήρωσε την πρώτη μεγάλης κλίμακας εκτίμηση για το πόσα ζωντανά μικρόβια καταναλώνουν καθημερινά οι Αμερικανοί. Τα αποτελέσματα δημοσιεύονται στο Journal of Nutrition.
Για να κάνουν την εκτίμηση, οι επιστήμονες στράφηκαν σε μια καθιερωμένη βάση δεδομένων για την υγεία και τη διατροφή των ΗΠΑ, την Εθνική Έρευνα Εξέτασης Υγείας και Διατροφής (NHANES). Ενώ αυτή η βάση δεδομένων περιέχει εκτενείς πληροφορίες για τα τρόφιμα που καταναλώνουν καθημερινά οι Αμερικανοί, δεν διαθέτει πληροφορίες για το πόσα ζωντανά μικρόβια περιέχουν αυτά τα τρόφιμα.
Ως πρώτο βήμα, οι ειδικοί της επιστήμης των τροφίμων και της ζύμωσης ανέθεσαν σε κάθε τρόφιμο στη βάση δεδομένων ένα εκτιμώμενο εύρος ζωντανών μικροβίων ανά γραμμάριο, δημιουργώντας κατηγορίες τροφίμων με χαμηλά, μεσαία και υψηλά επίπεδα ζωντανών μικροβίων. Τα τρόφιμα στην υψηλή κατηγορία, πάνω από 107 μονάδες σχηματισμού αποικιών ανά γραμμάριο (cfu/g) ήταν κυρίως γαλακτοκομικά τρόφιμα που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως γιαούρτι, τουρσιά που έχουν υποστεί ζύμωση ή κίμτσι (kimchi). Τα φρέσκα, φρούτα και λαχανικά είναι επίσης καλές πηγές ζωντανών μικροοργανισμών, που αντιπροσωπεύονται στην μεσαία κατηγορία (104 έως 107 cfu/g).
Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα NHANES από το 2001 έως το 2018 για σχεδόν 75.000 παιδιά και ενήλικες, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι περίπου το 20% των παιδιών και το 26% των ενηλίκων κατανάλωναν τρόφιμα με υψηλά επίπεδα ζωντανών μικροοργανισμών στη διατροφή τους. Τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες αύξησαν την κατανάλωση αυτών των τροφίμων κατά τη διάρκεια της 18χρονης περιόδου μελέτης.
Η δημοσίευση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης παγκόσμιας προσπάθειας μεταξύ των επιστημόνων να καθορίσουν πώς τα ζωντανά διατροφικά μικρόβια μπορούν να συμβάλλουν στην υγεία. Οι μικροοργανισμοί που ποσοτικοποιήθηκαν σε αυτή τη μελέτη δεν είναι απαραίτητα προβιοτικά. Εξ ορισμού, ένα προβιοτικό πρέπει να είναι καλά καθορισμένο και να έχει αποδεδειγμένο όφελος για την υγεία σε μια ποσοτικοποιημένη δόση. Τα ζωντανά μικρόβια που σχετίζονται με τα τρόφιμα ως κατηγορία, γενικά, δεν πληρούν τα κριτήρια ενός προβιοτικού.
Σύμφωνα με τον συν-συγγραφέα καθηγητή Colin Hill, από το University of College Cork, στην Ιρλανδία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μικρόβια που τρώμε επηρεάζουν την υγεία μας. «Όταν σκεφτόμαστε τα μικρόβια στο φαγητό μας, συχνά σκεφτόμαστε είτε τα τροφιμογενή παθογόνα που προκαλούν ασθένειες ή τα προβιοτικά που παρέχουν τεκμηριωμένο όφελος για την υγεία. Αλλά είναι σημαντικό να διερευνήσουμε επίσης διατροφικά μικρόβια που καταναλώνουμε σε τρόφιμα που έχουν υποστεί ζύμωση ή είναι αμαγείρευτα. Είναι πολύ επίκαιρο να εκτιμηθεί η ημερήσια πρόσληψη μικροβίων από τα άτομα στη σύγχρονη κοινωνία ως ένα πρώτο βήμα προς επιστημονική αξιολόγηση της σημασίας των διατροφικών μικροβίων στην ανθρώπινη υγεία και ευημερία».
Πηγές: A Classification System for Defining and Estimating Dietary Intake of Live Microbes in US Adults and Children, The Journal of Nutrition (2022). DOI: 10.1093/jn/nxac074. Should There Be a Recommended Daily Intake of Microbes?, The Journal of Nutrition (2020). DOI: 10.1093/jn/nxaa323.