Προίκα: Εικόνες εποχής σε κιτρινισμένα προικοσύμφωνα

Εικόνες και “άρωμα” μιας άλλης εποχής αποπνέουν κιτρινισμένα έγγραφα, βγαλμένα από αρχεία συμβολαιογράφων ή φυλαγμένα ευλαβικά από απογόνους ανθρώπων, που έφυγαν από τη ζωή χρόνια πριν. Χαρτιά πολυκαιρισμένα, που άλλοτε προκαλούν γέλιο και άλλοτε σκεπτικισμό.  Όπως ένα προικοσύμφωνο, που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, με το οποίο “εν ονόματι της Αγίας Τριάδος και της κόρης Κοκόνας προστάτιδος της Νήσου Πόρου” η μελλόνυμφη Κητή προικίζεται- μεταξύ άλλων- με “δύο μεσοφόρια ολόγερα και μπουγαδιασμένα, ενάμισυ ζευγάρι σκάλτσες, έως ότου γίνη ο γάμος έχει καιρόν να πλέξη και την άλλη να γίνουν δυο ζευγάρια, δυο ζευγάρια παπούτσια το ένα μπαλωμένο”, ενώ του γαμπρού του δίνεται “μια σκούφια, να φορά βραδιά παρά βραδιά για να μην τρυπήσει γρήγορα”.

Στην προίκα της Κητής περιλαμβάνονται ακόμη δυο τσουκάλια της προγιαγιάς της, ένα ουροδοχείο “παστρικό και άπιαστο”, αλλά και δυο κότες, ένας πετεινός, ένα κόσκινο κουκιά, σπιτίσια μακαρόνια και δυο οκάδες ελιές!

Ή ένα άλλο προικοσύμφωνο που συντάχθηκε στις 13-2-1898 (το ανακάλυψε στη Βέροια ο μελετητής Γιώργος Χιονίδης και παρουσιάστηκε στο Η΄ Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας), με το οποίο δίνεται προίκα συνολικής αξίας 50.000 γροσιών, στην οποία- μεταξύ άλλων- περιλαμβάνεται ένα σπίτι επιπλωμένο και ένα χωράφι στο σιδηροδρομικό σταθμό, με τον όρο ο γαμπρός και η νύφη να συγκατοικήσουν εφ’ όρου ζωής με τους δύο γονείς της κοπέλας.

Πλούσια νύφη πρέπει να ήταν η Μαργήτσα, κόρη του Θεολόγου Δημητράκη, από τον Πλάτανο της Ανατολικής Θράκης, την οποία ο πατέρας της προίκισε το 1919, όχι μόνο με ρούχα, στρώματα, παπλώματα, σεντόνια, πετσέτες, υφάσματα μεταξωτά, αλλά και με χρυσαφικά και χωράφια.

“Το ενδιαφέρον στο προικοσύμφωνο της γιαγιάς μου της Μαργήτσας είναι ότι και ο γαμπρός, δηλαδή ο παππούς μου, δίνει στη νύφη ένα χρυσό πεντόλιρο, δύο χρυσά δαχτυλίδια, μία χρυσή καρφίτσα, χρυσό ρολόι, και διαμαντένιο σταυρό με χρυσή καδένα”, αναφέρει η Μάρθα Αργιαντοπούλου, στα χέρια της οποία πέρασε το προικοσύμφωνο της γιαγιάς από τη θεία της.

“Ο παππούς μου και η γιαγιά μου, όταν ήρθαν στην Ελλάδα δεν έφεραν μαζί τους περιουσιακά στοιχεία. Ήταν πάμφτωχοι. Φαίνεται, όμως, πως στον Πλάτανο, όπου ζούσαν, ήταν πλούσιοι. Εκείνη την εποχή είχαν καταστραφεί τα αμπέλια των Γάλλων από φυλοξήρα και για να κάνουν κρασί αναγκάστηκαν να αγοράσουν όλη την παραγωγή σταφυλιών από τα Γανοχώρια, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Πλάτανος. Έτσι, μπορεί να εξηγηθεί πώς πλούτισαν οι κάτοικοι του Πλάτανου, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο προπάππους μου”, αναφέρει η κ. Αργιαντοπούλου.

Προικοσύμφωνα σε ηλεκτρονική μορφή

Το περιεχόμενο περισσότερων από 3000 προικοσυμφώνων από κάθε περιοχή της Ελλάδας πήρε ηλεκτρονική μορφή, χάρη στο πρόγραμμα “Γαμήλια συμβόλαια στον ελληνικό χώρο 1500-1830”, που εκπονήθηκε στο διάστημα της δεκαετίας 2000-2010 στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, με επιστημονικά υπεύθυνη την επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αγλαΐα Κάσδαγλη.

“Η προίκα υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο. Αν και υπάρχουν αναφορές σε προικοσύμφωνα σε διάφορες πηγές, τα πρώτα ελληνικά προικοσύμφωνα που σώζονται χρονολογούνται γύρω στο 1500. Μέσα από τα προικοσύμφωνα βλέπει κανείς πώς γινόταν η μεταβίβαση της περιουσίας από τη μια γενιά στην άλλη και συχνά προικοσύμφωνα και διαθήκες αλληλοσυμπληρώνονταν.

Την προίκα την έδινε ο γονιός, ο θείος ή κάποιος άλλος συγγενής για να εξασφαλιστεί η νέα γενιά, αλλά και για να εξασφαλιστεί ο ίδιος ο προικοδότης στα γηρατειά του. Δηλαδή, έτσι εξασφαλιζόταν η συνέχεια μέσα στην οικογένεια.

Συνήθως. η προίκα αποτελούνταν από ρούχα και οικοσκευή, αλλά οι πιο πλούσιοι έδιναν κοσμήματα, χωράφια και σπίτια. Βλέπει κανείς σε προικοσύμφωνα να δίνονται ρούχα φορεμένα , το χρησιμοποιημένο τηγάνι της γιαγιάς ή δυο ρίζες ελιές σε ένα χωράφι ξένο κ.λπ.”, αναφέρει στο η κ. Κάσδαγλη.

Παράλληλα, τονίζει ότι “το προικί της γυναίκας ήταν σιδεροκέφαλο”, δηλαδή μπορεί να διαχειριζόταν την προίκα ο άντρας, αλλά δεν μπορούσε να την εκποιήσει, διότι η κυριότητα ανήκε στη γυναίκα. Σε περίπτωση διαζυγίου, την έπαιρναν τα παιδιά ή αν δεν υπήρχαν παιδιά την έπαιρνε πίσω η γυναίκα.

Σύμφωνα με την κ. Κάσδαγλη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιοχή των Κυκλάδων, όπου προίκα δεν έδινε μόνο η νύφη, αλλά και ο γαμπρός.

Μάλιστα, το σπίτι της γυναίκας το έπαιρνε ως προίκα η πρώτη κόρη, η οποία είχε την υποχρέωση να δώσει το όνομα της μητέρας της στο κορίτσι που θα γεννούσε και στην κυριότητα του οποίου θα περνούσε η προίκα της μάνας.

Αντιθέτως, το σπίτι του άντρα περνούσε στην κυριότητα του γιού του, ο οποίος έπρεπε να πάρει το όνομα του παππού από την πλευρά του πατέρα.

Ο θεσμός της προίκας

Η προίκα είχε κατά καιρούς διαφορετική λειτουργία, εξηγεί η καθηγήτρια στο τομέα Αστικού Δικαίου του ΑΠΘ Θεοφανώ Παπαζήση. Στους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους, στους λαούς γύρω από τη Μεσόγειο η προίκα προερχόταν από τον άνδρα, ο οποίος έδινε δύο παροχές. Μία στον πατέρα της γυναίκας και αποτελούσε μορφή αποζημίωσης για τη δαπάνη της “διατροφής” της γυναίκας και μία ακόμη στην ίδια τη γυναίκα, ως εξασφάλιση για τον μετά τη λύση του γάμου βίο της.

Η προίκα δινόταν στους γάμους, που τελούνταν συμφωνία. Στους γάμους με αρπαγή, δεν δινόταν προίκα.

“Το προικοσύμφωνο είναι μεταγενέστερο και ανάγεται στα ιστορικά χρόνια. Είχε σκοπό την απόδειξη των όρων της συμφωνίας και κυρίως την εξασφάλιση της γυναίκας σε περίπτωση λύσης του γάμου. Τα προικοσύμφωνα υπήρξαν θεσμός του ελληνορωμαϊκού δικαίου, του ιουδαϊκού (κετουμπά) και του μουσουλμανικού. Στο βυζαντινό δίκαιο, γάμος χωρίς προίκα υπέρ της γυναίκας ήταν άκυρος. Αυτό είχε ως συνέπεια την απορία της γυναίκας, σε περίπτωση θανάτου του άνδρα, αφού δεν είχε τίποτα να λάβει από την περιουσία του. Όταν είχε συσταθεί προίκα, η γυναίκα με τη λύση του γάμου αναλάμβανε την προίκα της. Το έλλειμμα αυτό ήρθε να καλύψει ο Ιουστινιανός με τη ‘Νεαρά 117’, που αναγνώρισε στην άπορη και άπροικη χήρα κληρονομικό δικαίωμα στην κληρονομιά του συζύγου της”, αναφέρει η κ. Παπαζήση.

Η προίκα σε χριστιανούς, εβραίους και μουσουλμάνους

Η προίκα στα νεώτερα χρόνια ήταν περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δίνονταν υπέρ της γυναίκας είτε στην ίδια κατά κυριότητα, επικαρπία ή διοίκηση, είτε στον άνδρα να τα διαχειρίζεται για λογαριασμό της γυναίκας.

Στον χριστιανικό πληθυσμό της Ελλάδας, η έγγραφη συμφωνία σχετικά με την παροχή της προίκας (προικοσύμφωνο) αποτελούσε ένα απλό έγγραφο, στα νεώτερα χρόνια όμως και οριστικά μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το 1946, συντασσόταν με συμβολαιογραφικό έγγραφο και για λόγους φορολογικούς.

Στους εβραίους, το προικοσύμφωνο (κετουμπά), που συντάσσεται ακόμη και σήμερα, αποτελούσε μέχρι πρόσφατα στοιχείο του γάμου. Το έγγραφο αυτό είχε μορφή αξιογράφου, αφού αν η σύζυγος το παρέδιδε στον άνδρα της στη διάρκεια του γάμου τους, έχανε την αξίωσή της στην προίκα. Έτσι, εθιμικά το προικοσύμφωνο το κρατούσε η μητέρα της νύφης.

Στους μουσουλμανικούς γάμους, ο ιμάμης συντάσσει επίσης έγγραφο για τη σύσταση του γάμου, το οποίο περιέχει οικονομικές συμφωνίες και γαμήλιες παροχές από τον γαμπρό προς τη νύφη.

Τι ισχύει στην Ελλάδα

Στην αρχική ρύθμιση του Αστικού Κώδικα, το 1946, η προίκα δινόταν υπέρ της γυναίκας στον άνδρα, είτε κατά κυριότητα είτε κατ’ επικαρπία. Όταν την έπαιρνε κατά κυριότητα, δεν είχε καμιά υποχρέωση επιστροφής και η γυναίκα δεν είχε καμιά υποχρέωση αναζήτησης μετά τη λύση του γάμου. Στον Αστικό Κώδικα ρυθμιζόταν μόνον η προίκα που δινόταν στον άνδρα κατ’ επικαρπία και διοίκηση, ενώ η γυναίκα είχε την ψιλή κυριότητα.

Σε περίπτωση θανάτου του συζύγου ή κυρίως λύσης του γάμου, η γυναίκα ανακτούσε την πλήρη κυριότητα των προικώων. Τα προικώα, επειδή είχαν ως στόχο την ελάφρυνση του άνδρα στα βάρη του γάμου, αλλά και την εξασφάλιση της γυναίκας σε περίπτωση λύσης του γάμου, δεν επιτρεπόταν να εκποιηθούν, παρά μόνον με άδεια του δικαστηρίου, το οποίο όριζε και την τοποθέτηση του προϊόντος της πώλησης.

“Χαρακτηριστικό είναι ότι η προίκα, της οποίας τη διοίκηση και επικαρπία είχε ο άνδρας, φορολογείτο με το μισό φόρο της δωρεάς, ενώ η γονική παροχή, της οποίας την πλήρη κυριότητα είχε η γυναίκα, φορολογείτο ως δωρεά. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο θεσμός της γονικής παροχής να μην χρησιμοποιείται και να είναι σχεδόν άγνωστος. Γαμικά σύμφωνα προβλέπονταν, επίσης, αλλά δεν χρησιμοποιούνταν”, εξηγεί η κ. Παπαζήση.

Όλα αυτά ίσχυαν μέχρι την εφαρμογή του νόμου 1329/1983, ο οποίος κατήργησε την προίκα ως θεσμό, απαγόρευσε τη σύσταση προίκας και οι προίκες που είχαν μέχρι τότε συσταθεί ανέκαμψαν στις γυναίκες κατά πλήρη κυριότητα.

“Συμφωνία για προίκα σήμερα είναι άκυρη. Κάθε σύζυγος έχει την κυριότητα, επικαρπία και διοίκηση της περιουσίας του και μετά τη λύση του γάμου, αν ο ένας από τους δύο έχει γίνει πλουσιότερος κατά τη διάρκεια του γάμου από αιτία που δεν ήταν χαριστική προς αυτόν (δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία, γονική παροχή), ο άλλος σύζυγος έχει αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα αυτά, εφόσον αποδείξει τη συμβολή του. Ο νόμος προβλέπει γαμικό σύμφωνο, το σύμφωνο κοινοκτημοσύνης. Αυτό είναι συμβολαιογραφική σύμβαση, που καταρτίζεται πριν από την τέλεση ή και τη διάρκεια του γάμου. Οι σύζυγοι μπορούν να συμφωνήσουν πως ό,τι αποκτηθεί στη διάρκεια του γάμου από μη χαριστική αιτία θα είναι κοινό των δύο. Η συμφωνία αυτή διαφέρει από την από κοινού αγορά πραγμάτων, π.χ. ακινήτου, διότι κανείς σύζυγος δεν μπορεί να εκποιήσει το μερίδιό του χωρίς τη βούληση του άλλου συζύγου, όπως στην απλή συγκυριότητα. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούν την κοινοκτημοσύνη”, καταλήγει η κ. Παπαζήση.

Δείτε επίσης