Tο σύνδρομο χρόνιας κόπωσης μαστίζει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για μια περίπλοκη νόσο της σύγχρονης εποχής, η οποία σχετίζεται τόσο με οργανικούς όσο και ψυχολογικούς παράγοντες, αλλά οι αιτίες που το προκαλούν παραμένουν ασαφείς. Χαρακτηρίζεται από επιμένουσα κόπωση, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια συγκεκριμένη αιτία, δεν υποχωρεί σημαντικά με την ανάπαυση, έχει συγκεκριμένη πρόσφατη έναρξη (όχι στη διάρκεια όλης της ζωής) και προκαλεί σημαντική ελάττωση της δραστηριότητας συγκριτικά με τα προηγούμενα επίπεδα. Αυτό μπορεί να συνοδευτεί από μια σειρά από εκδηλώσεις όπως: προσβολή της μνήμης ή της ικανότητας συγκέντρωσης της σκέψης, υπερβολική και παρατεταμένη εξάντληση ύστερα από φυσική προσπάθεια, καθώς και έξαρση των υπόλοιπων συμπτωμάτων με τη φυσική ή διανοητική προσπάθεια, ύπνο που δεν αναζωογονεί, μυϊκό πόνο, πολυαρθραλγίες, χωρίς οίδημα ή ερυθρότητα των επώδυνων αρθρώσεων, επεισόδια κεφαλαλγίας νέου τύπου ή σοβαρότητας, συχνό ή υποτροπιάζοντα πόνο στο φάρυγγα ή ευαισθησία στους τραχηλικούς ή μασχαλιαίους λεμφαδένες.
«Προσβάλλει και τα δύο φύλα με προτίμηση στις γυναίκες, κυρίως της ηλικιακής ομάδας των 40-60 ετών. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας το ποσοστό των ατόμων με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης εκτιμάται στο 3-20% των προσερχόμενων ασθενών. Στο γενικό πληθυσμό η επίπτωση του συνδρόμου εκτιμάται στο 0,2-2,54%, ανάλογα με τη σύσταση των μελετηθεισών πληθυσμιακών ομάδων και τη μεθοδολογία της έρευνας. Το σύνδρομο σχετίστηκε με ψυχιατρικές εκδηλώσεις, όπως άγχος, δυσθυμία ή κατάθλιψη, με το σύνδρομο ινομυαλγίας καθώς και το σύνδρομο χαλαρών αρθρώσεων», τόνισε ο διευθυντής ρευματολογίας στο νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης Νικόλαος Γαλανόπουλος, μιλώντας στο 21ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ρευματολογίας, που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
Η αντιμετώπιση των ασθενών με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι ιδιαίτερα σύνθετη και δύσκολη. Απαιτεί συνεργασία του θεράποντα γιατρού με άλλους επαγγελματίες υγείας (γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, ψυχολόγο, φυσικοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, νοσηλευτή, διαιτολόγο κ.ά), καθώς και με σημαντικά για τον ασθενή πρόσωπα, όπως την οικογένειά του, φίλους, συγγενείς, πρόσωπα που τον φροντίζουν, πρόσωπα του χώρου εργασίας ή ψυχαγωγίας, κ.ά. Όπως ανέφερε ο κ Γαλανόπουλος, πρωταρχικής σημασίας είναι να αναλυθεί η φύση του συνδρόμου, η κλινική του έκφραση και πορεία, καθώς και το ότι η νοσολογική αυτή οντότητα παρά το γεγονός ότι δεν συνοδεύεται από χαρακτηριστικά εργαστηριακά ευρήματα είναι υπεύθυνη για τα συμπτώματά του, όπως πόνο, κόπωση, κ.ά., οδηγώντας σε περιορισμό της λειτουργικής του ικανότητας και διαταραχή της ψυχολογικής του κατάστασης. Αναγκαίο είναι επίσης να τονιστεί η ευνοϊκή επίδραση της άσκησης και η αποφυγή αποχής από φυσική δραστηριότητα (με αποφυγή βέβαια των δραστηριοτήτων που συνοδεύονται από έξαρση των συμπτωμάτων).
Για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της λειτουργικής κατάστασης των ασθενών συστήνονται μια σειρά θεραπευτικές παρεμβάσεις όπως:
1. Φάρμακα συνήθως αντικαταθλιπτικά, όπως φλουοξετίνη φενελζίνη, βενλαφαξίνης και μοκλοβεμίδη
2. Κατάλληλο πρόγραμμα αποκατάστασης το οποίο πρέπει: να εκτιμά την κατάσταση του ασθενούς από την άποψη της έντασης των συμπτωμάτων και της επιβάρυνσης της ψυχολογικής του κατάστασης, να προσαρμόζεται διαρκώς στην εξέλιξη των συμπτωμάτων και της ψυχολογικής κατάστασης του ασθενούς, να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις καθημερινές δραστηριότητες, τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του ασθενούς, να χρησιμοποιεί όλα τα φυσικά μέσα που ενδείκνυνται, όπως θερμά ή ψυχρά επιθέματα, διαθερμίες, υδροθεραπεία, υδροκινησιοθεραπεία, κατάλληλο πρόγραμμα ασκήσεων κ.ά, να συνδυάζεται η εφαρμογή του προγράμματος αυτού με την εφαρμογή ψυχοθεραπείας.
3. Ψυχοθεραπεία καθότι έχουν αναφερθεί ευνοϊκά αποτελέσματα στη βελτίωση των συμπτωμάτων του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης σε μια σειρά μελετών εφαρμογής προγράμματος γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας.