Σύμφωνα με τη μελέτη άτομα με χαμηλά επίπεδα ΗDL αντιμετώπιζαν αυξημένο κατά 60% κίνδυνο να εμφανίσουν Αλτσχάιμερ μετά την ηλικία των 65 ετών σε σύγκριση με όσα παρουσίαζαν υψηλά επίπεδα «καλής» χοληστερόλης.
Τα αποτελέσματα προέκυψαν έπειτα από 11ετή παρακολούθηση 1.130 ατόμων. Σε τακτά χρονικά διαστήματα διεξάγονταν εξετάσεις που αφορούσαν μέτρηση της ΗDL χοληστερόλης καθώς και νοητικών λειτουργιών όπως η μνήμη, η επεξεργασία της γλώσσας και ο προσανατολισμός. Κατά τη διάρκεια της μελέτης κατεγράφησαν 101 περιπτώσεις Αλτσχάιμερ (ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών ήταν 83 έτη). Οπως ανέφερε η δρ Κριστιάνε Ράιτς, επίκουρη καθηγήτρια Νευρολογίας που ήταν η κύρια συγγραφέας της μελέτης, «τα ευρήματα μαρτυρούν ότι η υψηλή ΗDL χοληστερόλη συνδέεται με μικρότερο κίνδυνο για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Ο καθένας μπορεί να επιτύχει αύξηση της ΗDL μέσω απλών παρεμβάσεων, όπως η απώλεια βάρους, η αεροβική άσκηση και η υγιεινή διατροφή».
Η μείωση της κατανάλωσης τροφών που περιέχουν πολλά υδρογονωμένα λίπη (κυρίως έτοιμες, επεξεργασμένες τροφές) και η αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων με μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (όπως το ελαιόλαδο, το αβοκάντο και οι ξηροί καρποί) μπορούν να βοηθήσουν στην αύξηση των επιπέδων της «καλής» χοληστερόλης, κρατώντας παράλληλα χαμηλά τα επίπεδα της «κακής» LDL χοληστερόλης.
Συγχρόνως, σύμφωνα με τη δρα Ράιτς, και η κατανάλωση αλκοόλ με μέτρο βοηθά στην αύξηση των επιπέδων της «καλής» χοληστερόλης.
Αλλά και κάποια σκευάσματα, όπως οι στατίνες και η νιασίνη (βιταμίνη του συμπλέγματος Β), που λαμβάνονται για τη μείωση της LDL χοληστερόλης, μπορούν να βοηθήσουν στην αύξηση της «καλής» ΗDL, κατέληξε η ειδικός.