Η γήρανση του πληθυσμού είναι αδιαμφισβήτητο φαινόμενο. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 2050 τουλάχιστον ένα τέταρτο του πληθυσμού της γης θα έχει ηλικία άνω των 60 ετών. Παράλληλα, η κατανομή αυτού του γηράσκοντος πληθυσμού δεν θα είναι ομοιογενής, καθότι 3 στους 4 άνω των 80 ετών θα ζει στις αναπτυγμένες χώρες. Στην Ελλάδα στο ίδιο χρονικό διάστημα ο πληθυσμός άνω των 65 ετών θα εκτοξευτεί από 15% (στοιχεία του 2000) σε άνω του 30%. Τα δεδομένα αυτά καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για πρόληψη των ασθενειών που συνδέονται με το γήρας.
Το Μάρτιο του 2010 το θέμα της βιταμίνης D συζητήθηκε στο Ευρωπαϊκό Kοινοβούλιο στις Βρυξέλλες, συμπεραίνοντας ότι 50%-70% του ευρωπαϊκού ενήλικου πληθυσμού δεν λαμβάνει επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D. Η σημασία αυτής της διαπίστωσης προέρχεται από το γεγονός ότι η βιταμίνη D φαίνεται πλέον να έχει μέγιστη προληπτική δράση κατά των πτώσεων και των καταγμάτων, προβλημάτων δηλαδή που κυριολεκτικά ταλανίζουν τον μέσο Eυρωπαίο άνω των 65 ετών. Ενδεικτικά, ένα τρίτο των άνω των 65 παρουσιάζουν ετησίως μία πτώση, και οι μισοί τουλάχιστον εξ αυτών πέφτουν κατ’ επανάληψη. Eνα τρίτο των γυναικών άνω των 50 ετών θα παρουσιάσουν στη ζωή τους ένα οστεοπορωτικό κάταγμα. Σε ύψιστο κίνδυνο είναι οι γυναίκες άνω των 65 ετών με χαμηλή οστική μάζα ή ιστορικό κατάγματος. Όντως, 85% του συνόλου των καταγμάτων εμφανίζονται σε ηλικίες άνω των 65 ετών. Την ίδια στιγμή έρευνα ασθενών με πρόσφατο κάταγμα του ισχίου έδειξε ότι μόνο 5% αυτών είχε επίπεδα ορού βιταμίνης D μέσα στα συνιστώμενα όρια.
Η βιταμίνη D είναι ένας απλός και φθηνός τρόπος μείωσης του σημαντικού αυτού κινδύνου. Πρόσφατες έρευνες στην Ελβετία έχουν δείξει ότι 700-1.000 IU (διεθνείς μονάδες) καθημερινής δόσης βιταμίνης D μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο πτώσεων και καταγμάτων κατά 20%. Σε επίπεδο πληθυσμού το κέρδος αυτό είναι τεράστιο.
• Τι είναι αυτό που καθιστά τους άνω των 65 τόσο ευεπίφορους στην έλλειψη αυτής της βιταμίνης;
«Η βιταμίνη D παράγεται πρωτευόντως από την έκθεση του δέρματος στην ακτινοβολία UVB, η οποία προκαλεί τη μετατροπή ενός παραγώγου της χοληστερόλης σε προ-προβιταμίνη D (χοληκαλσιφερόλη). Η χοληκαλσιφερόλη μετατρέπεται με τη σειρά της από το ήπαρ σε προβιταμίνη D (25-υδροξυ-χοληκαλσιφερόλη) και τελικά από τους νεφρούς στην ενεργό μορφή της, την 1,25-διυδροξυ-χοληκαλσιφερόλη.
Η παραγωγή της χοληκαλσιφερόλης (προ-προβιταμίνης D) από τον οργανισμό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τον τύπο του δέρματος (όσο πιο σκούρο τόσο λιγότερη παραγωγή), το γεωγραφικό πλάτος, τη διάρκεια έκθεσης στον ήλιο, την επιφάνεια του εκτιθέμενου δέρματος, την εποχή του χρόνου, τη χρήση αντιηλιακού κ.ά. Η καθημερινή έκθεση των Eυρωπαίων στον ήλιο αφορά κατά μέσο όρο το 5% της επιφάνειας του δέρματός τους, ενώ η ενδογενής παραγωγή της βιταμίνης διακόπτεται σχεδόν πλήρως κατά τους χειμερινούς μήνες. Αυξανόμενης της ηλικίας η έκθεση στον ήλιο σταδιακά μειώνεται, ενώ η ικανότητα παραγωγής της βιταμίνης από το δέρμα είναι 4 φορές μικρότερη απ’ ό,τι στα νέα άτομα. Κι αν πιστεύουμε ότι ο μεγάλος βαθμός ηλιοφάνειας στην Ελλάδα μάς προστατεύει, οι επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι αντίθετα με τις προσδοκίες μας η έλλειψη βιταμίνης D είναι πιο συχνή στη λεκάνη της Μεσογείου απ’Α ό,τι στη Bόρεια Ευρώπη.
Δευτερευόντως, η βιταμίνη D λαμβάνεται από την κατανάλωση λιπαρών ψαριών (σολομός, σκουμπρί), τα οποία όμως παρέχουν τέτοιες ποσότητες βιταμίνης D ώστε να απαιτείται η καθημερινή κατανάλωση τουλάχιστον δύο μερίδων για να καλυφθούν οι ημερήσιες ανάγκες.
Oσο για την περιεκτικότητα των αυγών σε βιταμίνη D, οι ημερήσιες ανάγκες θα καλύπτονταν κατόπιν καθημερινής κατανάλωσης 20 αυγών (!).
Από τα ανωτέρω είναι πρόδηλο ότι ο ήλιος δεν είναι σίγουρη (και ίσως όπως θα προσέθεταν οι συνάδελφοι δερματολόγοι ούτε ακίνδυνη) πηγή, η διατροφή δε δεν αποτελεί επαρκή εναλλακτική λύση. Μένουν συνεπώς τα συμπληρώματα».
• Πώς θα καταλάβω εάν πρέπει να ξεκινήσω συμπληρώματα βιταμίνης D;
«Η βιταμίνη D στον οργανισμό μας μετράται εύκολα με μία απλή λήψη αίματος και η μέτρησή της μπορεί να ενταχθεί στους περιοδικούς βιοχημικούς ελέγχους των ατόμων άνω των 65 ετών. Η πρώτη δειγματοληψία μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή, έχοντας όμως υπόψη ότι οι μέγιστες τιμές μετρώνται τον Σεπτέμβριο. Σε περίπτωση που το άτομο λαμβάνει ήδη υποκατάστατα της βιταμίνης D, η αντίστοιχη λήψη αίματος μπορεί να γίνει κατά το τέλος του χειμώνα ή αρχή της άνοιξης (καθώς ακριβώς αυτή την περίοδο τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα είναι τα χαμηλότερα), για να διαπιστωθεί αν οι συμπληρωματικές δόσεις ήταν επαρκείς. Ανάλογα με τις μετρήσεις και τις συνήθειες του εκάστοτε ασθενούς (κυρίως αναφορικά με την έκθεσή του στον ήλιο), ο ιατρός θ’αποφασίσει εάν η ποσολογία του συμπληρώματος χρήζει μεταβολής ή ακόμα και προσωρινής διακοπής κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Με την έναρξη όμως του χειμώνα τα συμπληρώματα βιταμίνης D πρέπει να ξαναχορηγηθούν.
• Ποια είναι τα συνιστώμενα επίπεδα αίματος της βιταμίνης D;
«Oπως είπαμε ανωτέρω, η βιταμίνη D ακολουθεί μια σειρά μετατροπών (από χοληκαλσιφερόλη σε 25-υδροξυ-χοληκαλσιφερόλη) πριν καταλήξει στην ενεργό μορφή της, την 1,25-διυδροξυ-χοληκαλσιφερόλη. Στη συντριπτική πλειονότητα των ερευνών μετρώνται τα επίπεδα ορού της προβιταμίνης D, δηλαδή της 25-υδροξυ-χοληκαλσιφερόλης (ή καλσιδιόλης). Η δράση της βιταμίνης D στον άνθρωπο έχει προσδιοριστεί ως επί το πλείστον αναφορικά με τα επίπεδα της 25-υδροξυ-χοληκαλσιφερόλης, και συνεπώς αυτή είναι η μορφή που πρέπει να ζητάμε να μετρηθεί σε μια λήψη αίματος. Αναφορικά με τα επίπεδα ορού, η διεθνής βιβλιογραφία είναι κατηγορηματική στ’ ότι τα βέλτιστα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα (25-υδροξυ-χοληκαλσιφερόλης) είναι άνω των 75 nmol/l (30 ng/ml). Πάνω απο αυτή την τιμή η δράση της βιταμίνης στα οστά και τους μυς είναι η μέγιστη. Επίπεδα χαμηλότερα απ’ αυτά είναι δυνατόν να προκαλέσουν τη σταδιακή έκκριση της παραθορμόνης, μιας ορμόνης με καταβολική δράση στα οστά, και ως εκ τούτου μείωση του ασβεστίου των οστών και οστεοπόρωση. Σε μυϊκό επίπεδο παρατηρείται αδυναμία των εγγύς μυών κυρίως των κάτω άκρων, μυαλγίες και κίνδυνος πτώσεων. Η μυοπάθεια αυτή αρχίζει να αναστρέφεται ήδη στην πρώτη εβδομάδα υποκατάστασης, με μέγιστη δράση πάνω στην ισορροπία, τη μυϊκή δύναμη και τον κίνδυνο πτώσης μετά από 2-5 μήνες. Η προστατευτική δράση της βιταμίνης D στις πτώσεις και τα κατάγματα ξεκινάει ήδη από τα 50 nmol/l (20 ng/ml), αλλά μεγιστοποιείται σε επίπεδα άνω των 75 nmol/l (30 ng/ml)».
• Ποιες είναι οι συνιστώμενες και ποιες οι ασφαλείς δόσεις υποκατάστασης;
«Η μέχρι τούδε βιβλιογραφία είναι σαφής και σχεδόν ομόφωνη στο ότι η ημερήσια δόση βιταμίνης D πρέπει να ξεπερνάει τις 800 IU ιδιαίτερα στον πληθυσμό άνω των 60 ετών. Η απορρόφηση είναι μέγιστη όταν χορηγείται συγχρόνως με τα γεύματα. Ειδικότερα, για ασθενείς με ιστορικό κατάγματος ισχίου η δόση αυτή μπορεί να αυξηθεί στις 2.000 IU την ημέρα.
Χάρη στη λιποδιαλυτή της φύση και στον μεγάλο χρόνο ημισείας ζωής (3 με 6 εβδομάδες) η υποκατάσταση της βιταμίνης μπορεί να χορηγείται ανα μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, π.χ. εβδομαδιαία (περίπου 5.600 IU), μηνιαία (25.000 IU), τετραμηνιαία (100.000 IU), ακόμα και ετήσια (300.000 IU).
Τέλος, όσον αφορά τη μέγιστη ασφαλή ημερήσια δόση, αν και επισήμως είναι καθορισμένη στις 2.000 IU, πρόσφατες μελέτες προτείνουν νέο όριο στις 10.000 IU (το οποίο αντιστοιχεί περίπου στην ενδογενή παραγωγή του σώματος ύστερα από έκθεση της συνολικής του επιφάνειας στο μεσημερινό ήλιο του καλοκαιριού για 20 λεπτά)».
• Εκτός απο τη δράση της στα οστά και τους μυς η βιταμίνη D επιφέρει άλλα πλεονεκτήματα στη γενικότερη υγεία;
«Σημαντικός αριθμός παρατηρητικών μελετών δείχνουν πιθανά οφέλη της βιταμίνης D σε πολλές χρόνιες παθολογίες του γήρατος. Πετυχαίνοντας επίπεδα στο αίμα άνω των 75 nmol/l (30 ng/ml) η εμφάνιση νέων καρκίνων παρουσιάζει μείωση κατά 17%, η δε θνησιμότητα από καρκίνο μείωση σχεδόν κατά 30%. Ομοίως, η πιθανότητα εμφράγματος μειώνεται στο μισό, της υπέρτασης στο ένα τρίτο στις γυναίκες και στο ένα έκτο στους άνδρες. Τέλος, η ολική θνησιμότητα μειώνεται επίσης στο μισό, ενώ η θνητότητα από καρδιαγγειακά αίτια στο ένα πέμπτο.
Εν κατακλείδι, η ανεπάρκεια σε βιταμίνη D στον πληθυσμό είναι συχνή και αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας. Τα οφέλη της στο μυοσκελετικό σύστημα είναι αποδεδειγμένα, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις προστατευτικής δράσης αυτής σε πολλές παθολογίες σχετιζόμενες με το γήρας. Τα δεδομένα αυτά καθιστούν την υποκατάστασή της απαραίτητη στις ηλικίες άνω των 60-65 ετών στον γενικό πληθυσμό. Σε ειδικές περιπτώσεις (οστεοπενία, οστεοπόρωση, οστεομαλάκυνση) η χορήγηση της βιταμίνης επιβάλλεται ακόμα και σε νεαρότερες ηλικίες».