Σε μια σημαντική γεωστρατηγική θέση, από όπου ελέγχεται το πέρασμα από τη Μαύρη Θάλασσα στην Αζοφική, Έλληνες άποικοι δημιούργησαν κατά την Αρχαιότητα σπουδαίους πολιτισμούς.
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των ελληνικών αποικιών στην χερσόνησο του Ταμάν επισκέφθηκε χτες ο πρωθυπουργός της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η χερσόνησος του Ταμάν βρίσκεται στην ασιατική πλευρά του Κιμμέριου Βοσπόρου. Στα βόρεια ορίζεται από την Αζοφική θάλασσα, νότια από τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ δυτικά από τα στενά του Κερτς.
«Η χερσόνησος του Ταμάν στη βορειοανατολική πλευρά της Μαύρης Θάλασσας μαζί με την Κριμαία στα βόρεια αποτέλεσαν τις βορειότερες ελληνικές εγκαταστάσεις με διάρκεια», εξηγεί στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο ιστορικός, Βλάσης Αγτζίδης.
«Οι αποικίες αυτές αποτέλεσαν μάλιστα διόδο διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού στις τότε βαρβαρικές περιοχές», προσθέτει.
Το ελληνικό στοιχείο εμφανίζεται στη χερσόνησο του Ταμάν με τους μεγάλους αποικισμούς του 6ου αιώνα π.Χ. Ανάμεσα στους οικισμούς που ιδρύθηκαν στην περιοχή συμπεριλαμβάνονται η Φαναγορεία, η Ερμώνασσα, οι Κήποι και η Γοργιππία.
Στα ελληνιστικά χρόνια ιδρύεται το εξαιρετικά σημαντικό βασίλειο του Κιμμέριου Βοσπόρου, «το απώτατο ελληνικό βασίλειο προς το βορρά», όπως επισημαίνει ο κ. Αγτζίδης.
Η ελληνική παρουσία συνεχίζει να υφίσταται ως το 13ο αιώνα, οπότε εγκαθίστανται εκεί τουρκικά και μογγολικά φύλα. Έλληνες επανεμφανίζονται στην περιοχή στα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε συρρέουν στην περιοχή μετανάστες από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου και την Πελοπόννησο.
Η σημαντική Φαναγορεία
Όπως αναφέρει η συγγραφέας, Αγιάτις Μπενάρδου στην Εγκυκλοπαίδεια του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού για τον Εύξεινο Πόντο, η Φαναγορεία ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. από κατοίκους των Αβδήρων και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη σε έκταση ελληνική αποικία στην περιοχή. Παρ’ ότι οι αναφορές στις γραπτές πηγές δεν είναι πολλές, τόσο ο Εκαταίος ο Μιλήσιος όσο και ο Στράβων αναφέρθηκαν στην τοποθεσία και την εμπορική δραστηριότητά της. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. η οικονομική άνθηση της πόλης ήταν μεγάλη, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης αλλά και της ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής της πόλης (σιτηρά και αμπελοκαλλιέργεια). Οι ανασκαφικές έρευνες έχουν φέρει στο φως την «Οικία του Σιτέμπορα», που χρονολογείται τον 5ο αιώνα π.Χ. και όπου βρέθηκε πλήθος αποθηκευτικών πίθων με υπολείμματα σιτηρών.
Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. η Φαναγορεία ενώθηκε με το Παντικάπαιο και άλλες πόλεις των χερσονήσων Κερτς και Ταμάν και σχημάτισαν το βασίλειο του Βοσπόρου. Κατά τον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ. η πόλη παρήκμασε οικονομικά και τελικά έπεσε στα χέρια των Ούνων.
Η θέση της Φαναγορείας εντοπίστηκε τον 18ο αιώνα, μετά την εύρεση βάσεων μαρμάρινων αγαλμάτων αφιερωμένων στη θεά Αφροδίτη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτεταμένη νεκρόπολη, που αναπτύσσεται σε τρεις πλευρές γύρω από τη Φαναγορεία. Μεταξύ άλλων εντοπίστηκε αρχαία βασιλική ταφή, με πέτρινη κλίμακα στην είσοδο, που οδηγεί σε ορθογώνιο πέρασμα. Εκατέρωθεν της εισόδου του τύμβου υπάρχουν μεγάλα πέτρινα κουτιά με τέσσερις ταφές αλόγων συνοδευόμενες από πλούσια κτερίσματα.
Ένα τμήμα της αρχαίας πόλης βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, εξαιτίας της αύξησης της στάθμης του νερού και ανασκάπτεται με υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες. Από τις έρευνες αυτές έχουν έρθει στο φως μεταξύ άλλων θραύσματα αρχιτεκτονικών κατασκευών, ίχνη πέτρινων πεζοδρομίων, που χρονολογούνται κατά τον 4ο-30 αιώνα π.Χ., πλήθος κεραμικών της ύστερης Αρχαιότητας και της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου, καθώς και νομίσματα του 3ου και 4ου αιώνα μ.Χ.
Άλλοι σημαντικοί οικισμοί
Στα νότια του κόλπου του Ταμάν βρίσκεται η Ερμώνασσα, που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. και υπήρξε η μοναδική αιολική αποικία της βόρειας Μαύρης θάλασσας. Η πόλη είχε μακρότατη ιστορία, από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως και το 17ο μ.Χ.. Παρά τις συστηματικές ανασκαφές, δεν στάθηκε εφικτό να αποκαλυφθούν όλα τα στρώματα της πόλης, ενώ το βόρειο τμήμα της έχει βυθιστεί λόγω γεωλογικών αλλαγών. Η ακριβής τοποθεσία της Ερμώνασσας είναι δύσκολο να καθοριστεί, όχι μόνο λόγω των γεωμορφολογικών αλλαγών της περιοχής αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν έχει βρεθεί καμία
επιγραφή με το όνομα της πόλης στην ευρύτερη χερσόνησο.
Η αγροτική ανάπτυξη της πόλης ακολούθησε αυτή της γειτονικής Φαναγορείας και ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. αλλά και μέσα στον 5ο η Ερμώνασσα επεκτάθηκε στην καλλιέργεια της γύρω χώρας. Η εμπορική δραστηριότητα της Ερμώνασσας διαφαίνεται από τα ευρήματα του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., στα οποία περιλαμβάνεται εκτενής κορινθιακή κεραμική αλλά και χιώτικοι αμφορείς που μετέφεραν κρασί, ενώ οι επαφές και οι σχέσεις της πόλης με τις Κυκλάδες και το βόρειο Αιγαίο είναι καταφανείς από τον 5ο αιώνα π.Χ. και εξής.
Σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη Φαναγορεία βρίσκονται οι Κήποι, που ιδρύθηκαν από τους Μιλήσιους τον 6ο αιώνα π.Χ. και καταλαμβάνουν την κορυφή και τους πρόποδες ενός λόφου. Οι Κήποι ανασκάφτηκαν σε δύο φάσεις, από το 1957 ως το 1972 και από το 1984 ως το 1989. Οι ανασκαφές, παρά τα εκτεταμένα στρωματογραφικά προβλήματα, απέδειξαν ότι η πόλη υπήρχε από τον 6ο αιώνα π.Χ. ως τον 4ο μ.Χ. Από τα σημαντικότερα και σπανιότερα ευρήματα είναι ο ναός της Αφροδίτης (2ος-1ος αιώνας π.Χ.), καθώς και το υπόγειο μιας οικίας του 4ου αιώνα π.Χ.
Η Γοργιππία ιδρύθηκε από τον Γόργιππο τον 6ο αιώνα π.Χ., στη θέση πρωιμότερων οικισμών. Η ανασκαφή της πόλης ξεκίνησε το 1982 και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών στην περιοχή το 1989-91. Η πόλη αποτελούσε λιμένα με εμπορική και αγροτική δραστηριότητα. Η ίδρυσή της αποσκοπούσε στην ανάπτυξη της αγροτικής καλλιέργειας και την ενίσχυση της εμπορικής δραστηριότητας με την πόλη των Αθηνών. Η πόλη ήταν οχυρωμένη ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., πιθανότατα για να αντισταθεί στην εξάπλωση του Παντικαπαίου των καιρό των Σπαρτοκιδών. Η οχύρωση της πόλης πιθανώς αντανακλά την οικονομική επάρκεια και ανεξαρτησία της λόγω της αγροτικής καλλιέργειας. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν τις εμπορικές σχέσεις της πόλης με την ενδοχώρα και τους γύρω οικισμούς.