Αναιμία: Αιτίες, συμπτώματα, διάγνωση και θεραπεία

H αναιμία (anemia) είναι μια κατάσταση που προκύπτει όταν μειωθεί η ποσότητα της αιμοσφαιρίνης στο αίμα ή όταν η αιμοσφαιρίνη έχει υποστεί κάποια αλλοίωση (π.χ. στη δρεπανοκυτταρική αναιμία η αιμοσφαιρίνη έχει ανώμαλο σχήμα, κάτι που οφείλεται σε κληρονομική μετάλλαξη).

Η αιμοσφαιρίνη είναι μια πρωτεΐνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων (λέγονται επίσης ερυθροκύτταρα) η οποία περιέχει σίδηρο. Ο κύριος ρόλος της αιμοσφαιρίνης είναι να δεσμεύει το οξυγόνο από τους πνεύμονες στο αίμα και στη συνέχεια να το απελευθερώνει στους ιστούς. Ο σίδηρος, ως μέρος της αιμοσφαιρίνης, συμβάλλει σημαντικά ώστε να προσδεθεί το οξυγόνο στο μόριο της αιμοσφαιρίνης. Στη συνέχεια, η αιμοσφαιρίνη μεταφέρει το διοξείδιο του άνθρακα (παράγεται ως άχρηστο προϊόν της αναπνοής) στους πνεύμονες για να αποβληθεί με την εκπνοή.

Να σημειωθεί ότι η αναιμία δεν θεωρείται καθαυτό πάθηση αλλά σύμπτωμα διαφόρων παθήσεων και διαταραχών. Η αναιμία εμφανίζεται στο 15-20% των γυναικών πριν από την εμμηνόπαυση και στο 50% των γυναικών κατά την εγκυμοσύνη. Στους μεσήλικες άνδρες δεν είναι συχνή καθώς εμφανίζεται μόνο στο 3%. Είναι όμως συχνή στα παιδιά και στους ηλικιωμένους.

Αιτίες

Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα διατηρείται σταθερή χάρη στην αυστηρή ισορροπία μεταξύ παραγωγής και καταστροφής των ερυθροκυττάρων, στο μυελό των οστών και στον σπλήνα αντίστοιχα. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια παράγονται με μια διαδικασία που διαρκεί περίπου 5 μέρες στο μυελό των οστών από λιγότερο εξειδικευμένα κύτταρα, τα βλαστοκύτταρα, με την επίδραση μιας ορμόνης που λέγεται ερυθροποιητίνη. Εκτός από την  ερυθροποιητίνη, για να παραχθούν τα ερυθρά αιμοσφαίρια χρειάζονται και θρεπτικές ουσίες, κυρίως σίδηρος, βιταμίνη Β12, και φολικό οξύ.

Στη διάρκεια της παραγωγικής περιόδου, τα ερυθροκύτταρα αλλάζουν εμφάνιση και συσσωρεύουν αιμοσφαιρίνη. Στη συνέχεια απελευθερώνονται από το μυελό των οστών στην κυκλοφορία του αίματος και ονομάζονται δικτυοερυθροκύτταρα. Μέσα σε λίγες ημέρες ωριμάζουν σε ώριμα ερυθροκύτταρα, τα οποία κυκλοφορούν στο αίμα για διάστημα περίπου 120 ημερών, ώσπου δηλαδή να γεράσουν και τελικά να παγιδευτούν σε μικρά αιμοφόρα αγγεία (στο σπλήνα) και να καταστραφούν.

Μερικές φορές όμως, η ισορροπία παραγωγής και καταστροφής των ερυθρών αιμοσφαιρίων μπορεί να χαθεί και αυτό να οδηγήσει σε αναιμια. Για παράδειγμα, αν κάποιος δεν παράγει ικανοποιητική ποσότητα ερυθρών αιμοσφαιρίων, τότε δεν έχει αρκετή αιμοσφαιρίνη και μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα αναιμίας. Στην απλαστική αναιμία  (aplastic anemia) δεν υπάρχει επαρκής σχηματισμός και διαίρεση των βλαστοκυττάρων στο μυελό των οστών, κάτι που προκαλεί πτώση του αριθμού των ερυθροκυττάρων (αλλά και των άλλων κυττάρων του αίματος). Στην αιμολυτική αναιμία η ταχύτητα παραγωγής των ερυθροκυττάρων είναι φυσιολογική, αλλά τα ερυθροκύτταρα καταστρέφονται γρηγορότερα από το φυσιολογικό.

Η αναιμία μπορεί να προκύψει όχι μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει αρκετή ποσότητας αιμοσφαιρίνης αλλά και όταν η ποιότητα της αιμοσφαρίνης είναι ελαττωματική.  Στη δρεπανοκυτταρική αναιμία, (sickle cell anemia) εξαιτίας μιας μετάλλαξης, η αιμοσφαιρινη δεν είναι φυσιολογική και παίρνει ένα ανώμαλο σχήμα (μοιάζει με δρεπάνι) που οδηγεί σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και βλάβη στους ιστούς.

Άλλη αιτία της αναιμίας μπορεί να είναι η έλλειψη σε φολικό οξύ (βιταμίνη Β9) ή η έλλειψη σε βιταμίνη Β12 (κοβαλαμίνη). Πρόκειται για δύο βιταμίνες που περιέχονται σε πολλά τρόφιμα και παίζουν καθοριστικό ρόλο στο σχηματισμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων με φυσιολογικά χαρακτηριστικά. Αν μία από αυτές τις βιταμίνες λείπει, τότε τα ερυθρά αιμοσφαίρια αναπαράγονται σε μικρότερο αριθμό από το φυσιολογικό, γίνονται υπερβολικά μεγάλα, είναι φτωχά σε αιμοσφαιρίνη. Η μορφή αναιμίας που οφείλεται στην έλλειψη φολικού οξέος, παρουσιάζεται συχνά σε περιπτώσεις κατάχρησης αλκοόλ το οποιο εμποδίζει την απορρόφηση του φολικού οξέος από τον οργανισμό. Η έλλειψη βιταμίνης Β12 οφείλεται πολύ συχνά στην κακή απορρόφησης της από το λεπτό έντερο. Κινδυνεύουν περισσότερο όσοι ακολουθούν, μια αυστηρή χορτοφαγική διατροφή, από την οποία έχουν αποκλειστεί όλες οι πρωτεΐνες ζωικής προέλευσης (γάλα, αυγά και τυρί).

Ωστόσο, η συνηθέστερη αιτία αναιμίας είναι η έλλειψη σιδήρου στη διατροφή ή όταν το λεπτό έντερο δεν κατορθώνει να απορροφήσει αρκετό σίδηρο. Η έλλειψη σιδήρου εμποδίζει το σχηματισμό επαρκούς αιμοσφαιρίνης στο μυελό των οστών για τα ερυθρά αιμοσφαίρια. Αυτό έχει ως συνέπεια τα ερυθροκύτταρα που παράγονται να είναι μικρά και να έχουν ελαττωμένη ικανότητα (χωρητικότητα) μεταφοράς οξυγόνου. Η περίπτωση αυτή ονομάζεται σιδηροπενική αναιμία.

Η σιδηροπενική αναιμία μπορεί να προκύψει όχι μόνο όταν υπάρχει έλλειψη σιδήρου στη διατροφή αλλά και όταν υπάρχει απώλεια αίματος. Η οξεία απώλεια αίματος από εσωτερική αιμορραγία (όπως από ένα αιμορραγικό έλκος) ή εξωτερική αιμορραγία (από το τραύμα) μπορεί να προκαλέσει αναιμία σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα.

Αυτό συμβαίνει όταν υπάρχουν επαναλαμβανόμενες μικρές αιμορραγίες (έλκη στομάχου, αιμορροΐδες κλπ). Μια συχνή αιτία απώλειας αίματος παγκοσμίως είναι εκείνη που οφείλεται σε λοίμωξη με νηματοσκώληκες.

Οι νεαρές γυναίκες είναι πιθανότερο να έχουν χαμηλού βαθμού αναιμία ανεπάρκειας σιδήρου, λόγω της απώλειας αίματος κάθε μήνα μέσω κανονική έμμηνο ρύση. Αυτή η αναιμία είναι γενικά χωρίς σημαντικά συμπτώματα καθώς η απώλεια αίματος είναι σχετικώς μικρή και προσωρινή.

Μια άλλη αιτία της αναιμίας μπορεί να είναι τα φάρμακα και η κατάχρησή τους. Η ασπιρίνη, η ιβουπροφένη και άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν γαστρεντερική αιμορραγία και ως εκ τούτου αναιμία. Εκτός από την ξαφνική γαστρορραγία που μπορεί να προκαλέσουν τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα, είναι πιθανό να δημιουργήσουν και μικρές αφανείς αιμορραγίες στο πεπτικό σύστημα, που τελικά γίνονται αντιληπτές από τη σημαντική αναιμία που θα εμφανιστεί κάποια στιγμή. Γι’ αυτό τα εν λόγω φάρμακα πρέπει να λαμβάνονται μόνο όταν είναι απαραίτητο και κατά κανόνα μετά το φαγητό ή με τη συνοδεία κάποιου γαστροπροστατευτικού φαρμάκου.

Μετά την έλλειψη σιδήρου, η πιο συχνή αιτία της αναιμίας είναι οι χρόνιες παθήσεις. Υπάρχουν διάφορα χρόνια νοσήματα, όπως καρκινώματα, φλεγμονές, και λευχαιμίες που προκαλούν βλάβη στο μυελό των οστών και έχουν ως αποτέλεσμα την αναιμία. Η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια προκαλεί μείωση της παραγωγής της ερυθροποιητίνης. Ασθένειες που εμποδίζουν τον μυελό των οστών να εφοδιαστεί με ωφέλιμες ουσίες ή προκαλούν αυξημένη καταστροφή ερυθρών αιμοσφαιρίων (κληρονομικές θαλασσαιμίες και δρεπανοκυτταρικά σύνδρομα) οδηγούν σε αναιμία. Η ασφαλής διερεύνηση ορισμένων περιπτώσεων αναιμίας μπορεί να απαιτήσει πολύπλοκο εργαστηριακό έλεγχο ή και εισαγωγή στο νοσοκομείο.

Συμπτώματα

Οι φυσιολογικές συγκεντρώσεις της αιμοσφαιρίνης στο αίμα κυμαίνονται μεταξύ 14-16 γραμμάρια ανά 100 ml στους άνδρες και 12-14 γραμμάρια ανά 100 ml στις γυναίκες. Με συγκεντρώσεις κάτω των 10 γραμμάρια ανά 100 ml είναι δυνατό να προκληθούν κεφαλαλγίες, καταβολή των δυνάμεων και λήθαργος, και με συγκεντρώσεις κάτω των 8 γραμμάρια ανά 100 ml αναπνευστική δυσχέρεια κατά τη σωματική προσπάθεια, ζάλη λόγω ελάττωσης του οξυγόνου που φθάνει στον εγκέφαλο, στηθάγχη λόγω ελάττωσης της οξυγόνωσης του μυοκαρδίου και αίσθημα παλμών, διότι η καρδιά εργάζεται σκληρότερα για να αντιρροπήσει την έλλειψη αιμοσφαιρίνης. Η αναιμία αναγνωρίζεται από το ωχρό χρώμα του δέρματος και των επιπεφυκότων του ματιού (ωστόσο η ωχρότητα δεν σημαίνει υποχρεωτικά και ύπαρξη αναιμίας).

Πιο αναλυτικά, τα συμπτώματα με τα οποία μπορεί να εμφανιστεί η αναιμία είναι:

  • Εύκολη κόπωση
  • Δύσπνοια, ειδικά σε άτομα με αναπνευστική ανεπάρκεια ή καπνιστές
  • Ταχυκαρδία
  • Πονοκέφαλος (ιδιαίτερα στη μετωπιαία χώρα)
  • Εμβοές στα αυτιά
  • Ανορεξία και εντερικές διαταραχές
  • Το δέρμα αποκτά μια ωχρότητα (κιτρινίζει)
  • Ζαλάδα η οποία μπορεί να φτάσει έως την λιποθυμία

Άλλα συμπτώματα είναι δυνατό να παρατηρηθούν σε συγκεκριμένες μορφές αναιμίας. Για παράδειγμα, στην αιμολυτική αναιμία παρατηρείται κάποιου βαθμού ίκτερος, διότι η μεγάλη ταχύτητα καταστροφής των ερυθροκυττάρων συνεπάγεται αυξημένη χολερυθρίνη στο αίμα.

Τα συμπτώματα εξαρτώνται από την ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται η αναιμία. Όταν η αναιμία αναπτύσσεται σιγά-σιγά, γίνεται καλά ανεκτή από το σώμα ως τα προχωρημένα στάδιά της, ενώ η απότομη ανάπτυξη αναιμίας προκαλεί άμεσα συμπτώματα.

Στα παιδιά και τους εφήβους η αναιμία είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση. Μπορεί να έχει συμπτώματα όπως υπνηλία, ευερεθιστότητα, αδυναμία συγκέντρωσης και εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Αν δεν υπάρξει άμεση θεραπεία στα παιδιά, είναι πιθανή η μειωμένη σωματική ανάπτυξη και ενδέχεται, σε βαρύτερες περιπτώσεις, να εκδηλωθεί καρδιακή ανεπάρκεια.

Διάγνωση

Η διάγνωση της αναιμίας βασίζεται στα συμπτώματα του ασθενούς και στις αιματολογικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις αίματος αφορούν την αιμοσφαιρίνη, τον αιματοκρίτη, και τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ανά κυβικό εκατοστό ή χιλιστό αίματος). Επίσης μπορεί να διαπιστωθεί η κατάσταση των αποθηκών σιδήρου στον οργανισμό με τη μέτρηση της φεριτίνης (ferritin). Με αυτές τις αιματολογικές εξετάσεις μπορεί να καθοριστεί αν υπάρχει ή όχι αναιμία, η βαρύτητα της και η θεραπεία της.

Επίσης, μικρή αναλογία δικτυοερυθροκυττάρων στις εξετάσεις αίματος υποδηλώνει ότι η αιτία της αναιμίας είναι η ελάττωση της παραγωγής ερυθροκυττάρων, ενώ η μεγάλη αναλογία τους είναι ένδειξη μεγάλης ταχύτητας καταστροφής των ερυθροκυττάρων. Το μέγεθος των ερυθροκυττάρων – μικρό, κανονικό ή μεγάλο – παρέχει επιπλέον διαγνωστικά στοιχεία, όπως και το σχήμα τους διότι σε μερικές μορφές, (δρεπανοκυτταρική αναιμία) τα μερικά ερυθροκύτταρα έχουν παθολογικό σχήμα. Άλλες εξετάσεις που είναι δυνατό να βοηθήσουν στη διάγνωση είναι η εξέταση των κυττάρων του μυελού των οστών με βιοψία και η μέτρηση των συγκεντρώσεων ορισμένων ουσιών στο αίμα, π.χ. φολλικό οξύ, της χολερυθρίνη και βιταμίνη Β12.

Αιμοσφαιρίνη. Οι φυσιολογικές τιμές της αιμοσφαιρίνης στο αίμα εξαρτώνται από την ηλικία και το φύλο.  Οι τιμές κυμαίνεται από 12 μέχρι 16 γραμμάρια ανά 100 ml αίματος στις γυναίκες, από 14 μέχρι 18 γραμμάρια ανά 100 ml αίματος στους άνδρες και κατά κάτι λιγότερο στα παιδιά. Τιμές αιμοσφαιρίνης κάτω από 12 g/dl για τις γυναίκες και κάτω από το 14 g/dl (1 dl = 100 ml) για τους άντρες αποτελούν ένδειξη αναιμίας.  Να σημειωθεί ότι τα άτομα που ζουν σε υψόμετρο έχουν και υψηλές τιμές αιμοσφαιρίνης. Μεγάλη πρόσληψη υγρών μπορεί να προκαλέσει μειωμένες τιμές της αιμοσφαιρίνης ενώ η αφυδάτωση αυξημένες τιμές. Μερικά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν αύξηση της αιμοσφαιρίνης (π.χ. γενταμυκίνη και μεθυλντόπια) ή μείωση. Κατά την εγκυμοσύνη η τιμές της αιμοσφαιρίνης είναι πιο χαμηλές στις γυναίκες. Τα βρέφη έχουν ψηλότερη τιμή αιμοσφαιρίνης από τους ενήλικες.

Αιματοκρίτης. Η αναιμία συνήθως προκαλεί πτώση του αιματοκρίτη. Ο αιματοκρίτης αναφέρεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Μετράει την αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο συνολικό όγκο του αίματος. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο αιματοκρίτης δείχνει «πόσο πυκνό είναι το αίμα». Οι φυσιολογικές τιμές του αιματοκρίτη είναι για τους άντρες, 42-52% και για τις γυναίκες 36-48%. Αιματοκρίτης κάτω από 30 υποδηλώνει μέτρια έως σοβαρή αναιμία.

Ο αιματοκρίτης δεν είναι  αξιόπιστος δείκτης αν το δείγμα αίματoς ληφθεί αμέσως μετά από απώλεια αίματος ή μετάγγιση. Σε περίπτωση αφυδάτωσης παρουσιάζεται μια ψευδής άνοδος του αιματοκρίτη. Μετά τα 60 οι άντρες και οι γυναίκες έχουν συνήθως ελαφρά χαμηλότερες τιμές αιματοκρίτη κάτι που αντανακλά τον χαμηλότερο αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αυτήν την ηλικία. Να σημειωθεί ότι υπάρχουν φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν αύξηση του αιματοκρίτη.

Φεριτίνη. Ένας ενήλικας 70 κιλών έχει περίπου 4 γραμμάρια σιδήρου στο σώμα του. Από αυτά, τα 2/3 περίπου χρησιμοποιούνται ως λειτουργικός σίδηρος με την μορφή κυρίως της αιμοσφαιρίνης (και σε ένα μικρότερο βαθμό της μυοσφαιρίνης) ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται αποθηκευμένα κυρίως με την μορφή της φεριτίνης μιας πρωτεϊνης που περιέχει το αποθηκευμένο σίδηρο (στο συκώτι). Αν η φεριτίνη έχει χαμηλή τιμή (οι φυσιολογικές τιμές είναι 21 – 450 ng/ml) σημαίνει ότι υπάρχουν λίγα αποθέματα σιδήρου στο σώμα και πιθανή αναιμία.

Αντιμετώπιση 

Η θεραπεία της αναιμίας εξαρτάται από την αιτία της. Για παράδειγμα, η θεραπεία για την δρεπανοκυτταρική αναιμία είναι διαφορετική από τη θεραπεία της αναιμίας που προκαλείται από το χαμηλό σίδηρο ή την πρόσληψη φολλικού οξέος. Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει αλλαγές στα τρόφιμα που τρώμε, λαμβάνοντας διατροφικά συμπληρώματα (βιταμίνες ή χάπια σιδήρου), αλλάζοντας τα φάρμακα, ή σε πιο σοβαρές μορφές της αναιμίας, ιατρικές διαδικασίες, όπως η μετάγγιση αίματος ή χειρουργική επέμβαση. Να σημειωθεί ότι η αναιμία που οφείλεται σε χρόνια πάθηση βελτιώνεται μόνο με τη θεραπεία της υποκείμενης νόσου και δεν ανταποκρίνεται στη σιδηροθεραπεία.

Αφού αντιμετωπιστεί η αιτία που προκαλεί την αναιμία (σε περίπτωση που δεν είναι μόνο διατροφική διαταραχή) συστήνεται αυξημένη πρόσληψη σε σίδηρο μέσω της τροφής ή και με τη χρήση κάποιου φαρμακευτικού σκευάσματος. Τροφές πλούσιες σε σίδηρο είναι το κόκκινο κρέας και κυρίως το συκώτι καθώς και τα όσπρια. Η απορρόφηση του σιδήρου από τις ζωικές τροφές είναι 25%, ενώ από τις φυτικές τροφές μόλις 6% (εξαίρεση αποτελούν τα σατυρανθή λαχανικά (μπρόκολο, κουνουπίδι, λαχανάκια Βρυξελλών απ’ όπου η απορρόφηση του σιδήρου μπορεί να φτάνει το 25%). Η απορρόφηση του φυτικού σιδήρου μειώνεται όταν συνδυάζεται με καφέ, τσάι, αναψυκτικά τύπου κόλα, σοκολάτα, κόκκινο κρασί, γάλα, τυρί, γιαούρτι, συμπληρώματα ασβεστίου, σιτηρά ολικής άλεσης (λόγω των φυτικών ινών). Αντίθετα, η βιταμίνη C βοηθά να απορροφηθεί ο σιδηρος. Η βιταμίνη C έχει μεγάλη σημασία αφού ένας φυσικός χυμός πορτοκάλι μπορεί να διπλασιάσει ή ακόμα και να τριπλασιάσει την απορρόφηση του σιδηρου.

Αν η διατροφή δεν είναι αρκετή, χρησιμοποιείται η χορήγηση χαπιών που περιέχουν άλατα σιδήρου (θειικός σίδηρος ή φουμαρικός). Σ’ αυτήν την περίπτωση είναι δυνατόν να εμφανιστούν κάποιες παρενέργειες όπως πόνος στην κοιλιά, δυσκοιλιότητα ή διάρροια και μαύρο χρώμα στα κόπρανα. Η απορρόφηση του σιδήρου είναι καλύτερη αν ληφθεί με άδειο στομάχι, εφόσον ο ασθενής μπορεί να το ανεχτεί. Οι παρενέργειες μπορούν να βελτιωθούν με τη μείωση της δόσης και την αντικατάσταση του αρχικού σκευάσματος με ένα σκεύασμα το οποίο περιέχει λιγότερο διαθέσιμο σίδηρο σε κάθε δισκίο (π.χ. γλυκονικός σίδηρος). Η θεραπεία μπορεί να γίνει και με ενδομυϊκές ενέσεις που περιέχουν σίδηρο.

Δείτε επίσης