Ο βήχας είναι ένα σύμπτωμα που φανερώνει διαταραχή στην περιοχή των αναπνευστικών οδών. Μερικές φορές διαρκεί ακόμα και τρεις εβδομάδες αλλά αυτό δεν χρειάζεται να σας τρομοκρατήσει. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ένα φυσιολογικό σύμπτωμα, γι’ αυτό και ο πάσχων πρέπει να απευθύνεται στο γιατρό ή στο φαρμακοποιό του.
Συγχρόνως ο βήχας είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που βοηθάει στην απομάκρυνση των βλεννωδών εκκρίσεων από το αναπνευστικό σύστημα ή εμποδίζει την είσοδο στον πνεύμονα ερεθιστικών αερίων ή υγρών.
Διακρίνεται σε δύο είδη: Τον ξηρό (χωρίς φλέγματα) και τον υγρό ή παραγωγικό (με φλέγματα). Η αντιμετώπιση εξαρτάται από την αιτία του και πραγματοποιείται με αντιβηχικά, βλεννολυτικά και αντιβιοτικά φάρμακα.
Όταν έχουμε ελάχιστο σχηματισμό βλέννας, ο βήχας ακούγεται ξηρός. Ο ξηρός βήχας χαρακτηρίζεται από συνεχή ενόχληση στον τράχηλο, χωρίς να συνοδεύεται από φλέγματα. Στον υγρό βήχα, σχηματίζεται βλέννα στο λαιμό.
Ο ξηρός
Ο ξηρός βήχας οφείλεται σε διάφορα αίτια όπως, αλλεργίες, άσθμα, βρογχόσπασμο, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, φάρμακα, μετά από έκθεση σε ένα ερεθιστικό παράγοντα, όπως η σκόνη ή ο καπνός, χημικές ουσίες κ.ά.
Ο ξηρός βήχας αντιμετωπίζεται με αντιβηχικά φάρμακα. Δρουν κεντρικά (στον εγκέφαλο) ή περιφερικά. Τα αντιβηχικά αντιμετωπίζουν το σύμπτωμα του ξηρού βήχα και ο πάσχων ανακουφίζεται προσωρινά, χωρίς όμως να αντιμετωπίζεται η αιτία.
Να σημειωθεί ότι τα αντιβηχικά φάρμακα πρέπει να λαμβάνονται με μεγάλη επιφύλαξη και μόνο όταν πρόκειται για ξηρό βήχα καθώς αντενδείκνυνται στον υγρό βήχα (καταστέλλουν το βήχα, εγκλωβίζουν τα φλέγματα και δεν επιτρέπουν την απόχρεμψη με κίνδυνο την εξέλιξη της ίωσης. Ταυτόχρονα, τα αντιβηχικά καλό είναι να αποφεύγονται καθώς λόγω του τρόπου δράσης τους, δυνητικά μπορούν να καλύψουν σοβαρότερα αίτια που προκαλούν βήχα.
Στο μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων ο ξηρός βήχας μετατρέπεται σε υγρό, περίπτωση στην οποία ενδείκνυται τα βλεννολυτικά – αποχρεπτικά φάρμακα.
Ο υγρός
Ο υγρός βήχας είναι αυτός που συνοδεύεται από την παραγωγή φλεγμάτων και συνήθως αποτελεί σύμπτωμα κοινών λοιμώξεων, χρόνιων παθήσεων των πνευμόνων, ρινικής καταρροής κ.α. Εμφανίζεται συχνότερα στους καπνιστές, οι οποίοι αναπτύσσουν χρόνια βρογχίτιδα (πτύελα), που θεωρείται το πρώτο στάδιο της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ).
Η αντιμετώπιση του υγρού βήχα γίνεται με τα βλεννολυτικά φάρμακα τα οποία ρευστοποιούν τις εκκρίσεις (φλέγματα). Η καλή ενυδάτωση του οργανισμού είναι αναγκαία για την αποτελεσματή δράση των βλεννολυτικών φαρμάκων.
Τα βλεννολυτικά φάρμακα, όπως η αμβροξόλη, αντιμετωπίζουν την αιτία του προβλήματος του υγρού βήχα και όχι το σύμπτωμα. Έτσι, ο πάσχων ανακουφίζεται μόνιμα από τον υγρό βήχα καθώς τα βλεννολυτικά συμβάλλουν στην ρευστοποίηση των εκκρίσεων (φλέγματα), ενώ ταυτόχρονα βελτιώνουν τη λειτουργία του κροσσωτού επιθηλίου ώστε να πραγματοποιηθεί η απόχρεμψη πιο εύκολα και γρήγορα.
Η αμβροξόλη που είναι το βλεννολυτικό φάρμακο με τις περισσότερες κλινικές μελέτες, έχει εκτός από βλεννολυτική και αποχρεμπτική, βλεννορυθμιστική και τοπική αναλγητική δράση. Κυκλοφορεί σε διάφορες μορφές: σιρόπι για τους ενήλικες και τα παιδιά, κάψουλες (μια την ημέρα) και παστίλιες.
Τα αντιβιοτικά
Τα αντιβιοτικά δίνονται μόνο σε περίπτωση μικροβιακής λοίμωξης και πάντοτε ύστερα από σύσταση του γιατρού. Υπολογίζεται ότι στο τουλάχιστον το 50% των ασθενών που απευθύνονται στους γιατρούς με βήχα, χορηγείται αντιβίωση, παρότι οι ιώσεις οφείλονται σε ιούς (τα αντιβιοτικά καταπολεμούν βακτήρια και όχι ιούς).
Πρέπει να ξέρετε ότι η μέση διάρκεια ενός βήχα από απλή λοίμωξη του αναπνευστικού, όπως το κρυολόγημα ή η γρίπη, είναι πολύ μεγαλύτερη από μια εβδομάδα. Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι η μέση διάρκεια του βήχα εξαιτίας εποχικής ίωσης είναι σχεδόν 18 ημέρες.
Γι’ αυτό οι ασθενείς δεν θα πρέπει να τρομοκρατούνται όταν ο βήχας δεν φεύγει γρήγορα και να καταφεύγουν στα αντιβιοτικά.