Μία από τις εξελίξεις στην αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού είναι η θυροξίνη σε μορφή soft gel κάψουλας η οποία κυκλοφορεί και στην Ελλάδα από τον Δεκέμβριο του 2014.
H υγρή θυροξίνη κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Αμερική το 2009 και άρα υπάρχει μια εξαετής εμπειρία της μορφής αυτής όσον αφορά τη θεραπεία.
Η καινοτομία την υγρής θυροξίνης πρέπει να δοκιμαστεί σε μεγάλες ομάδες ασθενών – κάτι που δεν έχει συμβεί μέχρι στιγμής – και να υποβληθεί σε συγκριτικές μελέτες προτού εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα για την αξία της.
Ωστόσο είναι φανερό από τώρα ότι η υγρή θυροξίνη παρουσιάζει κάποια πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τη μορφή του χαπιού. Για παράδειγμα, στα χάπια της θυροξίνης το μόριο είναι “κολλημένο” σε ένα έκδοχο (έναν υδατάνθρακα) στο οποίο κάποιοι ασθενείς εμφανίζουν δυσαπορρόφηση, με αποτέλεσμα να μειώνεται η βιοδιαθεσιμότητα του φαρμάκου.
Επίσης, οι ασθενείς που λαμβάνουν αντιόξινα φάρμακα τα οποία αλλάζουν το pH του στομάχου εμφανίζουν μείωση στην απορρόφηση της θυροξίνης σε ποσοστό που φθάνει ως και το 60%.
Ακόμη, οι ασθενείς με ειλεΐτιδα – φλεγμονή του ειλεού, του τελικού τμήματος του λεπτού εντέρου – παρουσιάζουν διαταραχή απορρόφησης της θυροξίνης. Για αυτές τις ομάδες η υγρή θυροξίνη σε μορφή soft gel κάψουλας αποτελεί μια πιο αποτελεσματική θεραπεία.
Τα χάπια θυροξίνης συνδέονται και με άλλους περιορισμούς. Τα άτομα που λαμβάνουν σίδηρο πρέπει να παίρνουν τον σίδηρό τους με διαφορά 6 ωρών από τη λήψη της θυροξίνης διότι ο σίδηρος μειώνει την απορρόφηση της ορμόνης. Τέλος, ακόμη και ο καφές φαίνεται πως ελαττώνει την απορρόφηση της θυροξίνης.
Θυρεοειδής και περιβάλλον
O θυρεοειδής αδένας αποτελεί την «ασπίδα» του οργανισμού (πήρε το όνομά του από το σχήμα του αδένα που μοιάζει με ασπίδα – θυρεός = ασπίς).
Ο θυρεοειδής αδένας βρίσκεται στον πρόσθιο λαιμό, έχει βάρος περίπου 20 γραμμάρια και αποτελείται από δύο λοβούς που συνδέονται μεταξύ τους με τον ισθμό. Ο αδένας παράγει τρεις ορμόνες: τη θυροξίνη ή τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4) και την τριιωδοθυρονίνη (Τ3), οι οποίες ρυθμίζουν τον μεταβολισμό όλων των ιστών, καθώς επίσης και την καλσιτονίνη, που σχετίζεται με τα επίπεδα ασβεστίου του αίματος.
Η σύνθεση και η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών ρυθμίζεται από μια άλλη ορμόνη, τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (ΤSH), η οποία παράγεται στην υπόφυση, έναν αδένα που αποτελεί μέρος του υποθαλάμου του εγκεφάλου. Απαραίτητο για τη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών είναι το ιώδιο που βρίσκεται συγκεντρωμένο στον θυρεοειδή αδένα και λαμβάνεται από τις τροφές. Ο εμπλουτισμός του αλατιού και των τροφών με ιώδιο (στην Ελλάδα έγινε στη δεκαετία του 1970) έσωσε αρκετά άτομα – κυρίως ορεινών περιοχών όπου το έδαφος ήταν πτωχό σε ιώδιο – από παθήσεις του θυρεοειδούς.
Οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα είναι οι πιο συχνές ενδοκρινικές παθήσεις μαζί με τον διαβήτη. Εκτιμάται ότι το 10-12% του παγκόσμιου πληθυσμού θα εμφανίσει κάποια στιγμή στη ζωή του θυρεοειδοπάθεια. Οι “ένοχοι” είναι η γενετική προδιάθεση και το περιβάλλον που την “πυροδοτεί”, κυρίως το πλήθος των ορμονικών διαταρακτών που περιέχονται σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης και στη διατροφή. Η έλλειψη σεληνίου και βιταμίνης D μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνιση φλεγμονής στο έντερο διαταράσσοντας την ισορροπία της μικροβιακής χλωρίδας, με αποτέλεσμα να απορρυθμίζεται το ανοσοποιητικό και σε άτομα με γενετική προδιάθεση να εμφανίζεται θυρεοειδίτιδα.
Η πιο συχνή ενδοκρινική πάθηση σήμερα είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto (Χασιμότο) η οποία ανήκει στον υποθυρεοειδισμό. Πρόκειται για αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, όπου ο οργανισμός παράγει αντισώματα τα οποία επιτίθενται στα θυρεοειδικά κύτταρα και τα καταστρέφουν.
Από την άλλη πλευρά, ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι ο πλέον συχνά εμφανιζόμενος καρκίνος των ενδοκρινών αδένων σε παγκόσμιο επίπεδο.