Όπως δείχνει μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet το 2016, ζούμε σε έναν κόσμο ακραίων καταστάσεων, όσον αφορά το ανθρώπινο βάρος. Πολλοί άνθρωποι είναι ελλιποβαρείς σε ορισμένες χώρες ως αποτέλεσμα έλλειψης τροφής και πολλοί άλλοι είναι παχύσαρκοι σε άλλες χώρες ως αποτέλεσμα μεγάλης διαθεσιμότητας τροφής.
Και τα δύο είναι σημαντικά προβλήματα. Η ύπαρξη χαμηλού σωματικού βάρους σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο μολυσματικών ασθενειών και δυσμενών αποτελεσμάτων της εγκυμοσύνης. Το υπερβολικό βάρος σχετίζεται με την αύξηση του κινδύνου για διαβήτη, καρδιακές παθήσεις και καρκίνο.
Για κάθε δεκαετία, τα τελευταία 40 χρόνια, ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει γίνει κατά 1,5 κιλά βαρύτερος. Το ύψος έχει επίσης αυξηθεί αλλά το σωματικό βάρος αυξήθηκε αναλογικά περισσότερο με αποτέλεσμα αυτό να έχει οδηγήσει σε μια επιδημία παχυσαρκίας. Τελικά, υπάρχουν σήμερα περίπου 640 εκατομμύρια παχύσαρκα άτομα σε όλο τον κόσμο.
Η μελέτη εξέτασε τις τάσεις στον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) στους ενήλικες -ο δείκτης λαμβάνει υπόψη το βάρος ενός ατόμου και το ύψος του- σε 200 χώρες μεταξύ των ετών 1975 και 2014. Διαπιστώθηκε μια δραματική αύξηση της παχυσαρκίας.
Τι δείχνει ο ΔΜΣ:
- Τιμές κάτω από 18,5 υποδηλώνουν ότι το άτομο είναι ελλιποβαρές.
- Τιμές μεταξύ 18,5 και 24,9 υποδηλώνουν κανονικό βάρος.
- Τιμές μεταξύ 25 και 29,9 υποδηλώνουν ότι το άτομο είναι υπέρβαρο.
- Τιμές πάνω από 30 υποδηλώνουν παχυσαρκία.
Με βάση τον ΔΜΣ, το ποσοστό των παχύσαρκων ανδρών τριπλασιάστηκε παγκοσμίως (από το 3,2% στο 10,8%) και το ποσοστό των παχύσαρκων γυναικών υπερδιπλασιάστηκε (από το 6,4% στο 14,9%). Ταυτόχρονα, τα ποσοστά των ελλιποβαρών ατόμων έπεσαν κατά περίπου 30% στους άνδρες (από το 13,8% στο 8,8%) και στις γυναίκες (από το 14,6% στο 9,7%).
Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, ο παγκόσμιος μέσος ΔΜΣ αυξήθηκε από 21,7 kg/m² σε 24,2 kg/m² στους άνδρες και από 22,1 kg/m² σε 24,4 kg/m² στις γυναίκες.
Αν το ποσοστό της παχυσαρκίας συνεχίσει με αυτόν τον ρυθμό, το 2025 το 18% των ανδρών και το 21% των γυναικών θα είναι παχύσαρκοι.
Μεταξύ των αγγλόφωνων χωρών με υψηλό εισόδημα, οι ΗΠΑ έχουν τον υψηλότερο ΔΜΣ τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες (πάνω από 28 kg/m²). Επίσης, στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε μια δραματική αύξηση του ενήλικου πληθυσμού με νοσηρή παχυσαρκία από το 1,6% σε 13,3% του πληθυσμού, ενώ το ποσοστό των ελλιποβαρών ατόμων μειώθηκε από το 7% στο 2,5%.
Οι άνδρες στην Κύπρο, την Ιρλανδία και τη Μάλτα (27,8 kg/m²) και οι γυναίκες στη Μολδαβία (27,3 kg/m²) έχουν τον υψηλότερο μέσο όρο ΔΜΣ στην Ευρώπη.
Οι άνδρες της Βοσνίας και της Ολλανδίας (περίπου 25,9 kg/m²) και οι γυναίκες στην Ελβετία (23,7 kg/m²) έχουν τον χαμηλότερο μέσο όρο ΔΜΣ στην Ευρώπη.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει τον τρίτο υψηλότερο μέσο όρο ΔΜΣ στην Ευρώπη για τις γυναίκες και την ίδια κατάταξη έχει η Ιρλανδία και η Ρωσία (περίπου 27,0 kg/m²).
Οι γυναίκες στη Σιγκαπούρη, την Ιαπωνία και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Τσεχίας, του Βελγίου, της Γαλλίας και της Ελβετίας, δεν παρουσίασαν σχεδόν καμία αύξηση του μέσου ΔΜΣ (λιγότερο από 0,2 kg/m² ανά δεκαετία) για 40 χρόνια.
Τα νησιωτικά έθνη στην Πολυνησία και τη Μικρονησία έχουν τον υψηλότερο μέσο όρο ΔΜΣ στον κόσμο φτάνοντας το 34,8 kg/m² για τις γυναίκες και το 32,2 kg/m² για τους άνδρες στην Αμερικανική Σαμόα. Στην Πολυνησία και τη Μικρονησία πάνω από το 38% των ανδρών και πάνω από το 50% των γυναικών ανήκουν στην κατηγορία της παχυσαρκίας.
Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, τα ποσοστά παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους έχουν επίσης αυξηθεί και συνεχίζουν να αυξάνονται σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα. Σε χώρες υψηλότερου εισοδήματος, τα επίπεδα παχυσαρκίας παραμένουν απαράδεκτα υψηλά.