Ο διαβήτης τύπου 2 μπορεί να αντιστραφεί μετά από ένα πρόγραμμα εντατικής διαχείρισης βάρους, σύμφωνα με μια τυχαιοποιημένη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet, η οποία περιελάμβανε ενήλικες διαβητικούς έως και 6 χρόνια.
Η μελέτη έδειξε ότι μετά από 12 μήνες, οι συμμετέχοντες είχαν χάσει, κατά μέσο όρο, 10 κιλά και οι μισοί είχαν επιστρέψει σε μη διαβητική κατάσταση χωρίς να κάνουν καμία θεραπεία με φάρμακα για την αντιμετώπιση του διαβήτη ή της υπέρτασης. Τα ευρήματα προσφέρουν υποστήριξη στη γενικευμένη χρήση αυτού του τύπου διαιτιτικής παρέμβασης στην καθημερινή φροντίδα του διαβήτη τύπου 2.
“Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι ακόμα και αν είχατε διαβήτη τύπου 2 για έξι χρόνια, είναι εφικτή η αντιστροφή της νόσου”, ανέφερε ο καθηγητής Michael Lean από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, και επικεφαλής της μελέτης. “Σε αντίθεση με άλλες προσεγγίσεις, εστιάσαμε στην ανάγκη μακροχρόνιας διατήρησης της απώλειας βάρους μέσω δίαιτας και άσκησης”.
Σε όλο τον κόσμο, ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη τύπου 2 έχει τετραπλασιαστεί τα τελευταία 35 χρόνια, φτάνοντας από 108 εκατομμύρια το 1980 στα 422 εκατομμύρια το 2014. Ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί στα 642 εκατομμύρια μέχρι το 2040. Η αύξηση αυτή συνδέεται με την αύξηση των επιπέδων παχυσαρκίας και τη συσσώρευση σπλαχνικού λίπους. Ο διαβήτης τύπου 2 πλήττει περίπου 1 στους 10 ενήλικες σε πολλές αναπτυγμένες χώρες.
“Αντί να αντιμετωπίζουν τη βασική αιτία, οι κατευθυντήριες γραμμές διαχείρισης για τον διαβήτη τύπου 2 επικεντρώνονται στη μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα μέσω φαρμάκων. Η αντιμετώπιση του διαβήτη με μείωση θερμίδων σπανίως συζητείται”, είπε ο καθηγητής Roy Taylor από το Newcastle University, ο οποίος έλαβε μέρος στη μελέτη.
Και πρόσθεσε: “Μια σημαντική διαφορά από άλλες μελέτες είναι ότι συνιστούσαμε, για μια χρονική περίοδο, απώλεια βάρους με δίαιτα χωρίς αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, αλλά κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας παρακολούθησης η αυξημένη σωματική δραστηριότητα είναι σημαντική. Η βαριατρική χειρουργική μπορεί να επιτύχει μείωση του διαβήτη περίπου στα τρία τέταρτα των ανθρώπων, αλλά είναι ακριβή, μπορεί να έχει κινδύνους και είναι διαθέσιμη μόνο σε μικρό αριθμό ασθενών”.
Προηγούμενη έρευνα από την ίδια ομάδα επιβεβαίωσε την υπόθεση ότι ο διαβήτης τύπου 2 προκαλείται από την υπερβολική περιεκτικότητα λίπους στο συκώτι και το πάγκρεας και κατέδειξε ότι τα άτομα με τη νόσο μπορούν να επιστρέψουν στα φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης καταναλώνοντας μια δίαιτα με πολύ λίγες θερμίδες. Αλλά αν αυτό το είδος εντατικής διαχείρισης βάρους ήταν εφικτό και μπορούσε να επιτύχει την αντιστροφή του διαβήτη τύπου 2 στη συνήθη πρωτοβάθμια περίθαλψη δεν ήταν γνωστό μέχρι τώρα.
Μείωση κατά 10-15 κιλά αντιστρέφει τον διαβήτη τύπου 2
Η μελέτη DiRECT (Diabetes Remission Clinical Trial) που δημοσιεύθηκε πριν λίγες μέρες, περιελάμβανε 298 ενήλικες ηλικίας 20-65 ετών οι οποίοι είχαν διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 2 τα τελευταία έξι χρόνια από 49 πρακτικές πρωτοβάθμιας περίθαλψης σε όλη τη Σκωτία και την περιοχή Tyneside της Αγγλίας μεταξύ Ιουλίου 2014 και Αυγούστου 2016.
Το πρόγραμμα διαχείρισης βάρους άρχισε με μια φάση αντικατάστασης της προηγούμενης διατροφής από μια δίαιτα χαμηλών θερμίδων (825-853 θερμίδες την ημέρα για 3 έως 5 μήνες), ακολουθούμενη από μια σταδιακή επανεισαγωγή τροφής (για 2-8 εβδομάδες) και συνεχόμενη υποστήριξη για απώλεια βάρους και συντήρηση βάρους συμπεριλαμβανομένης της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας και αύξησης της φυσικής δραστηριότητας. Τα αντιδιαβητικά φάρμακα και τα φάρμακα μείωσης της αρτηριακής πίεσης σταμάτησαν κατά την έναρξη του προγράμματος.
Τα πρωταρχικά αποτελέσματα έδειξαν ότι η απώλεια βάρους 15 κιλών ή περισσότερο ήταν επαρκής για να επιτευχθεί η ύφεση του διαβήτη στις περισσότερες περιπτώσεις. Ως απαλλαγή από το διαβήτη ορίστηκε η επίτευξη μιας τιμής της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης A1c (HbA1c) μικρότερης από 6,5% στους 12 μήνες.
Το πρόγραμμα απώλειας βάρους έγινε αποδεκτό από τους περισσότερους συμμετέχοντες, με ποσοστό εγκατάλειψης 21%. Τελικά 149 άτομα συμμετείχαν στην ομάδα παρακολούθησης και αξιολόγησης 12 μηνών και 128 άτομα συμμετείχαν στην ομάδα ελέγχου. Οι συμμετέχοντες είχαν Δείκτη Μάζας Σώματος 27–45 kg/m2, και δεν λάμβαναν ινσουλίνη.
Σχεδόν το ένα τέταρτο (36/149) των ατόμων στην ομάδα διαχείρισης βάρους πέτυχε απώλεια βάρους 15 κιλών ή περισσότερων σε 12 μήνες. Κατά μέσο όρο, οι συμμετέχοντες στην ομάδα διαχείρισης βάρους έχασαν 10 κιλά σε σύγκριση με 1 κιλό στην ομάδα ελέγχου.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ύφεση του διαβήτη ήταν στενά συνδεδεμένη με το βαθμό απώλειας βάρους και εμφανίστηκε σε περίπου 9 στους 10 ανθρώπους που έχασαν 15 κιλά ή περισσότερα και στα τρία τέταρτα αυτών που έχασαν 10 κιλά ή περισσότερο.
Οι ερευνητές κατέγραψαν επίσης βελτίωση στις μέσες συγκεντρώσεις τριγλυκεριδίων του αίματος στην ομάδα διαχείρισης βάρους. Επιπλέον, η ομάδα διαχείρισης βάρους ανέφερε σημαντικά βελτιωμένη ποιότητα ζωής σε 12 μήνες.
Μόνο ένα άτομο είχε σοβαρές παρενέργειες που πιθανώς σχετίζονταν με τη διατροφική θεραπεία (χοληφόρος κολικός και κοιλιακό άλγος) αλλά συνέχισε στη μελέτη. Ορισμένοι συμμετέχοντες εμφάνισαν δυσκοιλιότητα, πονοκέφαλο και ζαλάδες.
Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων ήταν λευκοί και Βρετανοί, γεγονός που σημαίνει ότι τα ευρήματα μπορεί να μην ισχύουν για άλλες εθνοτικές και φυλετικές ομάδες όπως οι νότιοι Ασιάτες, οι οποίοι τείνουν να αναπτύξουν διαβήτη με μικρότερο περιττό βάρος.
Ο καθηγητής Taylor ανέφερε: “Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι οι πολύ μεγάλες απώλειες βάρους που επιδιώκονται με τη βαριατρική χειρουργική δεν είναι απαραίτητες για την αντιστροφή των υποκείμενων διαδικασιών που προκαλούν διαβήτη τύπου 2. Οι στόχοι απώλειας βάρους που παρέχονται από αυτό το πρόγραμμα είναι εφικτοί για πολλούς. Είναι η μακροπρόθεσμη αποφυγή του υπερβολικού βάρους. Η παρακολούθηση στην DiRECT θα συνεχιστεί για 4 χρόνια και θα αποκαλύψει εάν η απώλεια βάρους και η ύφεση του διαβήτη είναι εφικτή σε μακροπρόθεσμη βάση”.
Ο καθηγητής Matti Uusitupa από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Φινλανδίας αναρωτήθηκε αν αυτά τα ευρήματα θα πρέπει να αλλάξουν τις επιλογές θεραπείας για το διαβήτη τύπου 2.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από τον οργανισμό Diabetes UK.