Οι οδηγίες ταξινόμησης του διαβήτη δεν έχουν αλλάξει τα τελευταία 20 χρόνια παρά τις αυξανόμενες ενδείξεις ότι η ασθένεια έχει υψηλή ετερογένεια. Επί του παρόντος, ο διαβήτης ταξινομείται σε δύο κύριες μορφές, τον τύπο 1 και τον τύπο 2. Με βάση αυτά τα κριτήρια, το 75-85% των διαβητικών ταξινομούνται στον τύπο 2.
Ωστόσο, ερευνητές από τη Σουηδία και τη Φινλανδία, με επικεφαλής τον διαβητολόγο και καθηγητή ενδοκρινολογίας Leif Groop του Lund University, δημοσίευσαν μια μελέτη στο περιοδικό The Lancet Diabetes and Endocrinology προτείνοντας μια νέα κατηγοριοποίηση που περιλαμβάνει πέντε ομάδες. Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτό θα προσφέρει καλύτερη αντιμετώπιση της ασθένειας.
Ο τύπος 1 είναι μια αυτοάνοση κατάσταση που συνήθως εμφανίζεται στην παιδική ηλικία αλλά μπορεί να εμφανιστεί και αργότερα. Πρόκειται για μια πάθηση του ανοσοποιητικού συστήματος εξαιτίας της οποίας το σώμα επιτίθεται και καταστρέφει τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη. Η συνέπεια είναι να μην υπάρχει καθόλου ινσουλίνη ή να υπάρχει πολύ λίγη προκειμένου να βοηθήσει το σάκχαρο να εισέλθει στα κύτταρα. Σε πρόσφατες έρευνες έχει επίσης συζητηθεί ο λανθάνων αυτοάνοσος διαβήτης στους ενήλικες (LADA: Latent Autoimmune Diabetes in Adults).
Ο τύπος 2 αναπτύσσεται συνήθως σταδιακά στη ζωή και είναι μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Είναι μια μεταβολική διαταραχή που σχετίζεται με την αντίσταση στην ινσουλίνη, την παχυσαρκία και την φλεγμονή που αυτή προκαλεί, την καθιστική ζωή και την κακή διατροφή. Αρχικά προηγείται η αντίσταση στην ινσουλίνη που σημαίνει ότι η ορμόνη δεν μπορεί να βάλει εύκολα τη γλυκόζη μέσα στα κύτταρα. Έτσι το πάγκρεας, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σώματος, αναγκάζεται να αυξήσει την παραγωγή της ινσουλίνης. Τα διαβητικά άτομα τύπου 2 αρχικά μπορεί να έχουν υψηλή παραγωγή ινσουλίνης αλλά μετά από κάποια χρόνια τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος εξαντλούνται και παρατηρείται μείωση της παραγωγής ινσουλίνης, μια κατάσταση που αρχίζει να έχει ομοιότητες με τον τύπο 1.
Επειδή ο διαβήτης τύπου 2 είναι ιδιαίτερα ετερογενής, μια πιο εκλεπτυσμένη ταξινόμηση θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο για την εξατομίκευση της θεραπείας και την αναγνώριση των ατόμων που έχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών. Η νέα μελέτη βασίστηκε σε 14.775 διαβητικά άτομα και εντόπισε πέντε ομάδες διαβητικών εξετάζοντας δείκτες όπως είναι η τιμή της γλυκόζης στο αίμα, η ηλικία της διάγνωσης, ο Δείκτης Μάζας Σώματος, η παρουσία ορισμένων αντισωμάτων και ο βαθμός αντίστασης στην ινσουλίνη.
Η ανάλυση αποκάλυψε ότι οι πέντε υποομάδες είναι γενετικά διακριτές. “Εντοπίσαμε πέντε ομάδες ασθενών με διαβήτη, οι οποίες είχαν σημαντικά διαφορετικά χαρακτηριστικά ασθενών και κίνδυνο διαβητικών επιπλοκών”, έγραψαν οι ερευνητές.
Οι πέντε ομάδες
Οι ομάδες αυτές είναι:
Ομάδα 1: Ο σοβαρός αυτοάνοσος διαβήτης. Αυτός περιλαμβάνει τον τύπο 1 που εμφανίζεται στα νεαρά άτομα και τον αυτοάνοσο διαβήτη που εκδηλώνονται σε μεγαλύτερη ηλικία. Συχνά τα άτομα αυτά είναι κανονικού βάρους. Εντοπίζεται στο 6-15% των ασθενών.
Ομάδα 2: Ο σοβαρός διαβήτης που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια ινσουλίνης. Μοιάζει κάπως με την ομάδα 1 διότι πλήττει συχνά νέες ηλικίες αλλά δεν πρόκειται για αυτοάνοση πάθηση. Οι ασθενείς της ομάδας 2 μπορεί να έχουν διαβήτη από την παιδική ηλικία. Η διαβητική ασθένεια των ματιών ήταν πιο συχνή σε αυτή την ομάδα. Ενώ ομάδα 2 είχε το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών θεραπείας με μετφορμίνη, ο Groop είπε ότι αυτό δεν είναι από μόνο του η βέλτιστη θεραπεία. “Τα άτομα αυτά χρειάζονται σαφώς πολύ σύντομα ινσουλίνη, σχεδόν όσο και τα άτομα τύπου 1”, είπε ο Groop. Η συχνότητα της ομάδας 2 εντοπίζεται στο 9-20% των ασθενών.
Ομάδα 3: Ο σοβαρός διαβήτης που χαρακτηρίζεται από αντίσταση στην ινσουλίνη και εμφανίζεται σε παχύσαρκα άτομα, των οποίων ο οργανισμός παράγει μεν την ορμόνη αλλά το σώμα τους δεν ανταποκρίνεται σε αυτήν. Αυτοί οι ασθενείς παρουσιάζουν υψηλότερη πιθανότητα εμφάνισης ηπατικής νόσου, χρόνιας νεφρικής νόσου και διαβητικού νεφρού. Έχουν έχουν μικρή αναλογία χορήγησης μετφορμίνης, αλλά στην πραγματικότητα θα μπορούσαν κατ’ εξοχήν να επωφεληθούν από αυτό το φάρμακο, σύμφωνα με τους Σουηδούς γιατρούς. Η συχνότητα της ομάδας 3 εντοπίζεται στο 11-17% των ασθενών.
Ομάδα 4: Ο ήπιος διαβήτης που είναι σχετικός με την παχυσαρκία. Μεταβολικά είναι πολύ πιο κοντά στο φυσιολογικό παρά στην ομάδα 3. Η συχνότητα εντοπίζεται στο 18-23% των ασθενών.
Ομάδα 5: Ο ήπιος διαβήτης που σχετίζεται με την ηλικία και εκδηλώνεται σε ηλικιωμένους ανθρώπους. Εδώ η νόσος να είναι πιο ελαφριά από τις προηγούμενες ομάδες. Η συχνότητα αυτής της ομάδας εντοπίζεται στο 39-47% των ασθενών.
Οι παραπάνω διαφορές εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί δεν ανταποκρίνονται όλοι οι ασθενείς με τον ίδιο τρόπο σε μία θεραπεία. Οι ερευνητές είπαν ότι οι τρεις πρώτες σοβαρές ομάδες ασθενών θα πρέπει να θεραπεύονται με πιο επιθετικό τρόπος. Οι ασθενείς των δύο ήπιων ομάδων 4 και 5 μπορούν να αντιμετωπισθούν κυρίως με μετφορμίνη και αλλαγές στον τρόπο ζωής.
Στη μελέτη τονίστηκε ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν περισσότεροι τύποι διαβητικών ασθενών, ανάλογα με τα διαφορετικά γενετικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά τους, συνεπώς, στο μέλλον δεν αποκλείεται μια κατηγοριοποίηση να περιλάβει περισσότερες ομάδες. Να σημειωθεί ότι 2014 υπήρχαν 422 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως με διαβήτη, από 108 εκατομμύρια το 1980, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.