Τα διαγνωσμένα περιστατικά διαβήτη τύπου 1 αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 3,4% στην Ευρώπη, κατά την τελευταία 25ετία. Αν αυτή η τάση συνεχισθεί, σε 20 χρόνια τα περιστατικά θα έχουν διπλασιασθεί.
Οι συγγραφείς είπαν: «Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός παιδιών που διαγιγνώσκονται με διαβήτη τύπου 1, ο οποίος συνδέεται με καλά τεκμηριωμένες, δια βίου αυξήσεις της νοσηρότητας και της θνησιμότητας, έχει σημαντικές συνέπειες για εκείνους που σχεδιάζουν και παρέχουν υγειονομική περίθαλψη. Είτε οι περιβαλλοντικές αιτίες είτε οι αλληλεπιδράσεις γονιδίων-περιβάλλοντος που θα μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε πρόληψη ασθενειών σημαίνει ότι πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τη βελτίωση της ποιότητας της περίθαλψης για τη μείωση των μακροπρόθεσμων επιπλοκών και των συνδεόμενων με τον διαβήτη θανάτων».
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Chris Patterson του Centre for Public Health, Queen’s University, του Μπέλφαστ, έκαναν τη δημοσίευση στο Diabetologia το περιοδικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη.
Οι επιστήμονες μελέτησαν στοιχεία από 22 ευρωπαϊκές χώρες (η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβανόταν) για περιστατικά σε παιδιά έως 14 ετών σε βάθος 25 ετών. Διαπιστώθηκε μια σχεδόν πανευρωπαϊκή τάση διαχρονικής αύξησης των περιστατικών, με αποκορύφωμα την Πολωνία (6,6% ετησίως).
Τα ποσοστά αύξησης είναι παρόμοια σε αγόρια και κορίτσια έως 4 ετών (3,7% ετησίως και στα δύο φύλα) και σε ηλικίες 5 έως 9 ετών (3,4% και 3,7% αντίστοιχα), αλλά στην ηλικιακή ομάδα 10 έως 14 ετών η ετήσια αύξηση είναι μεγαλύτερη στα αγόρια (3,3%) από ό,τι στα κορίτσια (2,6%).
Οι επιστήμονες τόνισαν την ανάγκη «να υπάρξει βελτίωση στον έλεγχο του σακχάρου του αίματος με πιο εξελιγμένες μεθόδους χορήγησης ινσουλίνης, καθώς και με αυξημένες επενδύσεις στις υπηρεσίες υγείας».
Οι συγγραφείς είπαν: “Το κλειδί είναι η βελτίωση του ελέγχου του σακχάρου στο αίμα που θα επιτευχθεί όχι μόνο με πιο εξελιγμένες μεθόδους χορήγησης ινσουλίνης αλλά και με αυξημένες επενδύσεις σε υπηρεσίες που θα υποστηρίζουν επαρκώς αριθμημένες και καλά εκπαιδευμένες ομάδες φροντίδας για να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες αυτής της ομάδας παιδιών και των οικογενειών τους”.