Πιο νωρίς η εμμηνόπαυση αν υπάρχουν αραιές ερωτικές επαφές

Οι γυναίκες που έχουν σεξουαλική δραστηριότητα εβδομαδιαία έχουν μικρότερο κίνδυνο να μπουν στην εμμηνόπαυση νωρίς σε σχέση με εκείνες που αναφέρουν ότι έχουν κάποια μορφή σεξ λιγότερο συχνά, σύμφωνα με νέα μελέτη του University College London.

Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι γυναίκες, οι οποίες ανέφεραν εβδομαδιαία συμμετοχή σε σεξουαλική δραστηριότητα, ήταν 28% λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν εμμηνόπαυση σε οποιαδήποτε ηλικία παρά οι γυναίκες με σεξουαλική δραστηριότητα λιγότερο από μια φορά το μήνα. Η σεξουαλική δραστηριότητα περιλαμβάνει τη σεξουαλική επαφή, το στοματικό σεξ ή τον αυτοερεθισμό.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Royal Society Open Science και βασίστηκε στην αμερικανική Study of Women’s Health Across the Nation (SWAN). Αυτή είναι η μεγαλύτερη, πιο ποικίλη και αντιπροσωπευτική πληθυσμιακή μελέτη για τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση.

Η πρώτη  συγγραφέας της μελέτης, Megan Arnot, δήλωσε: “Τα ευρήματα δείχνουν ότι εάν μια γυναίκα δεν έχει σεξουαλική επαφή και δεν υπάρχει πιθανότητα εγκυμοσύνης τότε το σώμα επιλέγει να μην επενδύσει στην ωορρηξία. Μπορεί να υπάρξει ένα βιολογικό ενεργειακό ‘πάρε-δώσε’ μεταξύ της επένδυσης ενέργειας στην ωορρηξία και της επένδυσης αλλού, όπως στη φροντίδα των παιδιών που ήδη υπάρχουν ή των εγγονών”.

Η ιδέα ότι οι γυναίκες σταματούν τη γονιμότητα προκειμένου να επενδύσουν περισσότερο χρόνο στην ευρύτερη οικογένειά τους είναι γνωστή ως “η υπόθεση της γιαγιάς”, η οποία προβλέπει ότι η εμμηνόπαυση αρχικά εξελίχθηκε στους ανθρώπους για να μειώσει τις αναπαραγωγικές συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων γενεών των γυναικών και να οδηγήσει σε αλλαγή συμπεριφορά τους ώστε να επενδύσουν στα εγγόνια τους.

Κατά τη διάρκεια της ωορρηξίας, η ανοσοποιητική λειτουργία της γυναίκας είναι μειωμένη, καθιστώντας το σώμα πιο ευάλωτο σε ασθένειες. Δεδομένου ότι η εγκυμοσύνη είναι απίθανη λόγω έλλειψης σεξουαλικής δραστηριότητας, τότε δεν θα ήταν ωφέλιμη η διάθεση ενέργειας σε μια δαπανηρή διαδικασία, ειδικά αν υπάρχει η επιλογή της επένδυσης πόρων σε υπάρχοντες συγγενείς.

Η έρευνα βασίζεται σε δεδομένα που συλλέχθηκαν από 2.936 γυναίκες, που προσλήφθηκαν ως η βασική ομάδα της SWAN το 1996/1997. Η μέση ηλικία κατά την πρώτη συνέντευξη ήταν 45 ετών. Η πλειονότητα των γυναικών ήταν ανώτερης εκπαίδευσης. Κατά μέσο όρο, είχαν δύο παιδιά, ήταν κυρίως έγγαμες ή σε σχέση (78%) και ζούσαν με τον σύντροφό τους (68%).

Οι γυναίκες κλήθηκαν να απαντήσουν σε αρκετές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων αν είχαν ασχοληθεί με το σύντροφό τους το τελευταίο εξάμηνο, τη συχνότητα του σεξ, το στοματικό σεξ, το χάιδεμα και εάν είχαν εμπλακεί σε αυτουποκίνηση. Το συχνότερο πρότυπο σεξουαλικής δραστηριότητας ήταν εβδομαδιαίο (64%).

Καμία από τις γυναίκες δεν είχε ακόμη εισέλθει στην εμμηνόπαυση, αλλά το 46% ήταν σε διαδικασία πρώιμης εμμηνόπαυσης (αρχίζοντας να εμφανίζει συμπτώματα, όπως αλλαγές στον κύκλο περιόδου και εξάψεις) ενώ το 54% είχε κανονικούς κύκλους χωρίς συμπτώματα.

Οι συνεντεύξεις διεξήχθησαν σε μια δεκαετή περίοδο παρακολούθησης, κατά τη διάρκεια της οποίας 1.324 (45%) από τις 2.936 γυναίκες παρουσίασαν φυσική εμμηνόπαυση σε μέση ηλικία 52 ετών. Με τη μοντελοποίηση της σχέσης μεταξύ της σεξουαλικής συχνότητας και της ηλικίας της φυσικής εμμηνόπαυσης, οι γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας που είχαν σεξουαλική επαφή εβδομαδιαία ήταν 28% λιγότερο πιθανό να βιώσουν την εμμηνόπαυση σε σύγκριση με εκείνες που είχαν σεξουαλικές επαφές λιγότερο από μηνιαία. Ομοίως, εκείνες που έκαναν σεξ μηνιαία ήταν 19% λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν εμμηνόπαυση σε οποιαδήποτε ηλικία σε σύγκριση με εκείνες που είχαν επαφές λιγότερο από κάθε μήνα.

Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη το επίπεδο των οιστρογόνων, την εκπαίδευση, τον ΔΜΣ (Δείκτη Μάζας Σώματος), τη φυλή, τις συνήθειες του καπνίσματος, την ηλικία της πρώτης εμμήνου ρύσεως και τη γενική υγεία.

Η μελέτη εξέτασε επίσης εάν η διαβίωση με έναν άνδρα επηρέαζε την εμμηνόπαυση ως ένας δείκτης για να ελέγξει εάν η έκθεση σε αρσενικές φερομόνες παίζει ρόλο. Οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν τέτοια συσχέτιση.

Ο καθηγήτρια Ruth Mace που συμμετείχε στη μελέτη πρόσθεσε: “Η εμμηνόπαυση είναι φυσικά αναπόφευκτη για τις γυναίκες και δεν υπάρχει συμπεριφορά η οποία θα την αποτρέψει, παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα είναι μια αρχική ένδειξη ότι ο χρόνος της εμμηνόπαυσης μπορεί να είναι προσαρμοστικός ως απάντηση στην πιθανότητα να μείνει μια γυναίκα έγκυος”.

Δείτε επίσης