O σίδηρος αίμης αυξάνει τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου

Η “υπόθεση του σιδήρου”, εισήχθη για πρώτη φορά από τον παθολόγο Jerome Sullivan σε μια δημοσίευση του 1981 -ο Sullivan πέθανε το 2013, στα 68 του, από επιπλοκές του διαβήτη. Η ιδέα του ήταν ότι ο υψηλότερος κίνδυνος στεφανιαίας νόσου στους άνδρες και τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οφείλεται στα περισσότερα αποθέματα σιδήρου στο σώμα -ο βασικός δείκτης των αποθεμάτων σιδήρου στο σώμα είναι η φερριτίνη ορού (αίματος).

Ως νεαρός γιατρός, ο Sullivan ήθελε να μάθει γιατί οι άνδρες αρχίζουν να πεθαίνουν από καρδιακές προσβολές μετά τα 30 τους ενώ η γυναίκες πολύ αργότερα, μετά την εμμηνόπαυση, παρότι τα επίπεδα χοληστερόλης είναι παρόμοια. Η πιο συνηθισμένη εικασία ήταν τα επίπεδα των οιστρογόνων αλλά ο νεαρός γιατρός θεωρούσε ότι ο πραγματικός ένοχος ήταν ο σίδηρος. Οι νεαροί άνδρες αρχίζουν να αποθηκεύουν μεγαλύτερες ποσότητες  σιδήρου στο αίμα τους μόλις σταματήσουν να αναπτύσσονται, συνήθως γύρω στα 18 τους αλλά οι νέες γυναίκες δεν παρουσιάζουν παρόμοια αύξηση επειδή μειώνουν το σίδηρο μέσω της περιόδου τους. Ο Sullivan θεωρούσε ότι οι άνδρες και οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο καρδιακών προσβολών μέσω δωρεών αίματος.

Σίδηρος αίμης

Υπάρχουν διάφοροι προτεινόμενοι μηχανισμοί για να εξηγηθεί η αρνητική επίδραση του υπερβολικού σιδήρου στην υγεία: αυξημένο οξειδωτικό στρες εξαιτίας του ρόλου του ως καταλύτη στο σχηματισμό ριζών υδροξυλίου και στη δημιουργία οξειδωμένης LDL χοληστερόλης, μεταβολές στην ενδοθηλιακή λειτουργία, μειωμένη αγγειακή αντιδραστικότητα και μυοκαρδιακή βλάβη επαναιμάτωσης.

Ωστόσο υπάρχουν δύο “τύποι” σιδήρου στη διατροφή, αυτός που υπάρχει στο κρέας και αυτός που υπάρχει στα φυτά, και το ερώτημα είναι ποιος “τύπος” μπορεί να έχει την αρνητική επίδραση.

Όταν αναφερόμαστε στον σίδηρο της διατροφής, η συνολική πρόσληψη υποδιαιρείται στον σίδηρο αίμης και στον μην αιμικό σίδηρο λόγω των διαφορών στην απορρόφηση μεταξύ αυτών των δύο “τύπων” (βιοδιαθεσιμότητα). Ο σίδηρος αίμης απορροφάται σε ποσοστό 35-40% ενώ ο μη αιμικός σίδηρος σε ποσοστά 3-7%, αν και οι διάφορες μελέτες μπορεί να δίνουν διαφορετικές βιοδιαθεσιμότητες, κάτι που επηρεάζεται από τις τροφές ή τα ποτά που καταναλώνονται μαζί.

Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2014 βρήκε ότι η κατανάλωση σιδήρου αίμης αύξησε τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου κατά 57%. Δεν διαπιστώθηκε συσχέτιση μεταξύ του μη αιμικού σιδήρου, ο οποίος βρίσκεται σε φυτικές και άλλες ζωικές πηγές εκτός του κρέατος (π.χ. αυγά και γάλα).

Η συνολική πρόσληψη σιδήρου φάνηκε πως έχει αρνητική συσχέτιση με τις καρδιακές παθήσεις. Αυτό, όπως ανέφεραν οι ερευνητές, είναι δύσκολο να κατανοηθεί, καθώς η συνολική πρόσληψη περιλαμβάνει τον σίδηρο αίμης. Το εύρημα μπορεί να ήταν τυχαίο και να παρήχθη από δύο μελέτες που περιελήφθησαν στη μετα-ανάλυση.

Από την άλλη μεριά, διαπιστώθηκε μια μικρή θετική συσχέτιση μεταξύ των αποθεμάτων σιδήρου (φερριτίνης ορού) και της επίπτωσης στη στεφανιαία νόσο. Αν και ο υποκείμενος μηχανισμός δεν είναι σαφής, η υπερβολική αποθήκευση σιδήρου στο αίμα μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή ελεύθερων ριζών που βοηθούν στην οξείδωση της LDL χοληστερόλης.

Φερριτίνη ορού και κίνδυνος καρδιακών προσβολών

Να σημειωθεί ότι ο σίδηρος αίμης, λόγω της μεγαλύτερης απορρόφησής του, ανεβάζει τις τιμές της φερριτίνης στο αίμα. Απαιτούνται περισσότερες μελέτες για την περαιτέρω αποσαφήνιση της σχέσης μεταξύ φερριτίνης ορού και κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων. Επίσης, έχει βρεθεί ότι η φλεγμονή στο σώμα ανεβάζει τα επίπεδα της φερριτίνης στο αίμα.

Η μετα-ανάλυση, που έγινε από ερευνητές του University School of Public Health-Bloomington, στην Ιντιάνα και δημοσιεύθηκε στο Journal of Nutrition, ενισχύει τη σύνδεση μεταξύ κατανάλωσης κόκκινου κρέατος και καρδιακών παθήσεων. Η ενίσχυση προέρχεται από τη διαπίστωση ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του σιδήρου αίμης, που απαντάται μόνο στο κρέας, και της στεφανιαία νόσου.

Ο πρώτος συγγραφέας Jacob Hunnicutt είπε ότι η σύνδεση μεταξύ της πρόσληψης σιδήρου, των αποθεμάτων σιδήρου στο σώμα και της στεφανιαίας νόσου συζητείται εδώ και τρεις δεκαετίες από τους ερευνητές, με επιδημιολογικές μελέτες που παρέχουν ασυνεπή ευρήματα. Η μετα-ανάλυση εξέτασε 21 μελέτες και δεδομένα που αφορούσαν 292.454 συμμετέχοντες οι οποίοι παρακολουθήθηκαν, κατά μέσο όρο, 10,2 έτη.

“Η παρατηρούμενη θετική συσχέτιση μεταξύ του σιδήρου και του κινδύνου καρδιακής νόσου μπορεί να εξηγηθεί από την υψηλή βιοδιαθεσιμότητα του σιδήρου αίμης και από το ρόλο του ως κύριας πηγής σιδήρου σε αρκετούς ανθρώπους”, ανέφεραν οι ερευνητές στο άρθρο τους. “Ο σίδηρος αίμης απορροφάται σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό σε σύγκριση με τον μη αιμικό σίδηρο (37% έναντι 5%). Μόλις απορροφηθεί, μπορεί να συμβάλλει ως καταλύτης στην οξείδωση της LDL χοληστερόλης, προκαλώντας φλεγμονή των ιστών, κάτι που προάγει τη στεφανιαία νόσο”.

Τα αποθέματα σιδήρου στο σώμα αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου στους άνδρες αλλά και στις γυναίκες όταν αυτές μπαίνουν στην εμμηνόπαυση. Ο μόνος τρόπος να μειωθεί ο σίδηρος στο σώμα είναι η αιμορραγία, η δωρεά αίματος και η εμμηνόρροια.

Ορισμένες διαιτητικές επιλογές, όπως ο καφές και το τσάι, μπορούν να εμποδίσουν την απορρόφηση του σιδήρου. Άλλα διατροφικά συστατικά, κυρίως τα φυτικά οξέα, οι ταννίνες και οι πολυφαινόλες, μπορούν επίσης να δεσμεύσουν τον μη αιμικό σίδηρο και να εμποδίσουν την απορρόφησή του. Αντιθέτως, ορισμένα μικρά οργανικά οξέα όπως το κιτρικό οξύ και το ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C) συμβάλλουν στη διατήρηση του μη αιμικού σε διαλυτή μορφή και ενισχύουν σημαντικά την απορρόφησή του.

Πηγή: J. Hunnicutt, K. He, P. Xun. Dietary Iron Intake and Body Iron Stores Are Associated with Risk of Coronary Heart Disease in a Meta-Analysis of Prospective Cohort Studies. Journal of Nutrition, 2014; 144 (3): 359 DOI: 10.3945/jn.113.185124

Δείτε επίσης