Εντερικό μικροβίωμα: Διαταραχές στα παιδιά σηματοδοτούν πρόβλημα ψυχικής υγείας

Οι επιστήμονες συνδέουν τη διαταραχή του εντερικού μικροβιώματος ενός μικρού παιδιού που προκαλείται από διάφορες ψυχολογικές καταστάσεις -όπως η απώλεια των γονέων- με δραστηριότητες σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη συναισθηματική υγεία. Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Development and Psychopathology.

Μια μελέτη του Columbia University διαπίστωσε ότι οι αντιξοότητες νωρίς στη ζωή συνδέονται με αυξημένα γαστρεντερικά συμπτώματα στα παιδιά που μπορεί να έχουν αντίκτυπο στον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά καθώς μεγαλώνουν μέχρι την ωριμότητά τους.

«Ένας κοινός λόγος που εμφανίζονται τα παιδιά στα ιατρεία είναι οι εντερικές διαταραχές», δήλωσε η Nim Tottenham, καθηγήτρια ψυχολογίας και εκ των συγγραφέων της μελέτης. «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα γαστρεντερικά συμπτώματα στα μικρά παιδιά θα μπορούσαν να είναι μια προειδοποίηση για τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας περίθαλψης για μελλοντικά συναισθηματικά προβλήματα υγείας».

Οι επιστήμονες έχουν εδώ και καιρό εντοπίσει τη στενή σχέση μεταξύ του εντέρου και του εγκεφάλου. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι τα τραυματικά γεγονότα στους ενήλικες ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS) είναι δύο φορές υψηλότερα σε σχέση με άλλους ασθενείς που δεν έχουν IBS.

“Ο ρόλος του τραύματος στην αυξανόμενη ευαισθησία τόσο στα γαστρεντερικά όσο και στα συμπτώματα ψυχικής υγείας είναι καλά εδραιωμένος στους ενήλικες αλλά σπάνια έχει μελετηθεί στην παιδική ηλικία”, δήλωσε η Bridget Callaghan, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα ψυχολογίας του Columbia University.

Επιπρόσθετα, μελέτες σε ζώα έδειξαν ότι οι αλλαγές που προκαλούνται από αντιξοότητες στο εντερικό μικροβίωμα επηρεάζει την νευρολογική ανάπτυξη, αλλά δεν έχουν γίνει μελέτες σε ανθρώπους.

«Η μελέτη μας είναι από τις πρώτες που συνδέουν τη διαταραχή του γαστρεντερικού μικροβιακού συστήματος ενός παιδιού που προκαλείται από τις πρώιμες βιωματικές αντιξοότητες με την εγκεφαλική δραστηριότητα σε περιοχές που σχετίζονται με τη συναισθηματική υγεία», δήλωσε η Callaghan.

Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στην ανάπτυξη των παιδιών που αντιμετώπιζαν ακραία ψυχοκοινωνική στέρηση λόγω έλλειψης φροντίδας πριν από την υιοθεσία τους. Ο διαχωρισμός ενός παιδιού από τους γονείς είναι γνωστό ότι είναι ένας ισχυρός προγνωστικός παράγοντας για θέματα ψυχικής υγείας στους ανθρώπους. Αυτή η εμπειρία, όταν διαμορφώνεται σε τρωκτικά, προκαλεί φόβο και άγχος, εμποδίζει την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος και μεταβάλλει τις μικροβιακές κοινότητες καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 115 παιδιά που υιοθετήθηκαν από ορφανοτροφεία ή αναδόχους πριν γίνουν 2 ετών καθώς και δεδομένα από 229 παιδιά που ανατράφηκαν από τους βιολογικούς γονείς από τη γέννησή τους. Τα παιδιά στα οποία υπήρξε διαταραχή φροντίδας στο παρελθόν εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα συμπτωμάτων που περιελάμβαναν πόνους στο στομάχι, δυσκοιλιότητα, έμετο και ναυτία.

Οι ερευνητές επέλεξαν έπειτα οκτώ παιδιά ηλικίας 7 έως 13 ετών από την ομάδα που αντιμετώπισε αντιξοότητες και άλλα οκτώ από την ομάδα ανατράφηκαν με βιολογικούς γονείς. Οι Tottenham και Callaghan συνέλεξαν πληροφορίες συμπεριφοράς, δείγματα κοπράνων και εικόνες του εγκεφάλου από όλα τα παιδιά. Χρησιμοποίησαν αλληλουχία γονιδίων για να αναγνωρίσουν τα μικρόβια που υπάρχουν στα δείγματα κοπράνων και εξέτασαν την αφθονία και την ποικιλομορφία των βακτηρίων.

Τα παιδιά με ιστορικό πρώιμων διαταραχών φροντίδας είχαν σαφώς διαφορετικό εντερικό μικροβίωμα από εκείνα που ανατράφηκαν με τους βιολογικούς γονείς τους. Οι εξετάσεις εγκεφάλου όλων των παιδιών έδειξαν επίσης ότι τα πρότυπα της εγκεφαλικής δραστηριότητας σχετίζονταν με ορισμένα βακτήρια. Για παράδειγμα, τα παιδιά που ανατράφηκαν με βιολογικούς γονείς είχαν αυξημένη μικροβιακή διαφοροποίηση του εντέρου, η οποία συνδέεται με τον προμετωπιαίο φλοιό, μια περιοχή του εγκεφάλου που είναι γνωστή για τη ρύθμιση των συναισθημάτων.

«Είναι πολύ νωρίς για να πούμε κάτι πειστικά, αλλά η μελέτη μας δείχνει πως οι αλλαγές που σχετίζονται με τις αντιξοότητες στο εντερικό μικροβίωμα σχετίζονται με τη λειτουργία του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που σχετίζονται με τη συναισθηματική επεξεργασία», είπε η Tottenham.

«Μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι οι διαιτητικές παρεμβάσεις και τα προβιοτικά μπορούν να χειριστούν το εντερικό μικροβίωμα και να βελτιώσουν τις επιπτώσεις των αντιδράσεων στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ειδικά τα πρώτα χρόνια της ζωής, όταν ο αναπτυσσόμενος εγκέφαλος και το μικροβίωμα είναι πιο πλαστικά», είπε η Callaghan. «Είναι πιθανό αυτό το είδος έρευνας να μας βοηθήσει να μάθουμε εάν, πώς και πότε να παρέμβουμε καλύτερα στους ανθρώπους».

Δείτε επίσης