Η αύξηση της βιταμίνης D στα 50 nmol/L μειώνει τα καρδιακά συμβάντα

H βιταμίνη D, ουσιαστικά μια ορμόνη, είναι απαραίτητη για το σώμα μας, και ειδικά για τα οστά. Αλλά όταν δεν παίρνετε αρκετή ποσότητα από αυτό το βασικό θρεπτικό συστατικό, δεν είναι μόνο τα οστά σας που θα υποφέρουν, αλλά και η καρδιαγγειακή σας υγεία, σύμφωνα με μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας.

Στην πρώτη μελέτη του είδους της, οι ερευνητές εντόπισαν γενετικά στοιχεία για το ρόλο της ανεπάρκειας βιταμίνης D στην πρόκληση καρδιαγγειακών παθήσεων. Αν και οι περισσότερες υπάρχουσες μελέτες γραμμικής τυχαιοποίησης Μεντελιανού τύπου ανέφεραν μηδενική επίδραση της βιταμίνης D στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια μη γραμμική επίδραση. Στόχος την μελέτης αυτής ήταν να εφαρμόσει τη μη μη γραμμική Μεντελιανή τυχαιοποίηση για τη διερεύνηση της συσχέτισης της 25-υδροξυβιταμίνης D [25(OH)D] στον αίμα με τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο European Heart Journal, δείχνει ότι τα άτομα με ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι πιο πιθανό να υποφέρουν από καρδιακές παθήσεις και υψηλότερη αρτηριακή πίεση, σε σχέση με εκείνα που έχουν φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D. Για τους συμμετέχοντες με τις χαμηλότερες συγκεντρώσεις, ο κίνδυνος για καρδιακή νόσο ήταν υπερδιπλάσιος από αυτόν που παρατηρήθηκε σε άτομα με επαρκείς συγκεντρώσεις στο αίμα τους.

Παγκοσμίως, τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η κύρια αιτία θανάτου, καθώς υπολογίζεται ότι στοιχίζουν 17,9 εκατομμύρια ζωές ετησίως. Στην Αυστραλία, η καρδιαγγειακή νόσος ευθύνεται για έναν στους τέσσερις θανάτους και κοστίζει στην αυστραλιανή οικονομία 5 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο, περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη ασθένεια.

Οι χαμηλές συγκεντρώσεις βιταμίνης D είναι συχνές σε πολλά μέρη του κόσμου, με τα δεδομένα από τη UK Biobank να δείχνουν ότι το 55% των συμμετεχόντων έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D (<50 nmol/L) και το 13% να έχουν σοβαρή ανεπάρκεια (<25 nmol/L).

Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D καταγράφονται στο 23% των ανθρώπων στην Αυστραλία, στο 24% στις ΗΠΑ και στο 37% στον Καναδά.

Η επικεφαλής ερευνήτρια της παρούσας μελέτης, Elina Hyppönen, λέει ότι η εκτίμηση του ρόλου της ανεπάρκειας της βιταμίνης D για την υγεία της καρδιάς θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση του παγκόσμιου φόρτου των καρδιαγγειακών παθήσεων.

“Η σοβαρή ανεπάρκεια είναι σχετικά σπάνια, αλλά σε περιβάλλοντα όπου συμβαίνει πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό αν θέλετε να  αποφύγετε τις αρνητικές επιπτώσεις στην καρδιά. Η ανεπάρκεια μπορεί να είναι πρόβλημα για άτομα που ενδέχεται να έχουν περιορισμένη έκθεση στον ήλιο επειδή π.χ. βρίσκονται στο νοσοκομείο. Μπορούμε επίσης να λάβουμε βιταμίνη D από τα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των λιπαρών ψαριών, των αυγών και των εμπλουτισμένων τροφών και ποτών. Αλλά τα τρόφιμα είναι δυστυχώς μια σχετικά πτωχή πηγή βιταμίνης D, τόσο που ακόμη και μια κατά τα άλλα υγιεινή διατροφή συνήθως δεν περιέχει αρκετή ποσότητα. Αν δεν λαμβάνουμε βιταμίνη D μέσω του ήλιου, χρειάζεται να λαμβάνουμε ένα καθημερινό διατροφικό συμπλήρωμα για να συμβαδίζουμε με τις απαιτήσεις”.

Η κατανόηση της σύνδεσης μεταξύ των χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και καρδιαγγειακής νόσου είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένης της παγκόσμιας επικράτησης αυτής της θανατηφόρας πάθησης.

Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι συναρπαστικά καθώς υποδηλώνουν ότι εάν μπορούμε να αυξήσουμε τα επίπεδα βιταμίνης D εντός των φυσιολογικών ορίων, θα μειωθούν τα ποσοστά της καρδιαγγειακής νόσου. Στον πληθυσμό της μελέτης, αυξάνοντας την πρόσληψη στα άτομα με έλλειψη βιταμίνης D σε επίπεδα τουλάχιστον μέχρι τα 50 nmol/L, θα μπορούσε να αποτρέψει το 4,4% όλων των περιπτώσεων καρδιαγγειακής νόσου.

Αυτή η μεγάλης κλίμακας Μεντελιανή μελέτη χρησιμοποίησε μια νέα γενετική προσέγγιση που επέτρεψε στην ερευνητική ομάδα να αξιολογήσει πώς τα αυξανόμενα επίπεδα της βιταμίνης D μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Η μελέτη χρησιμοποίησε πληροφορίες από 267.980 άτομα που επέτρεψαν στην ερευνητική ομάδα να παράσχει ισχυρά στατιστικά στοιχεία για τη σχέση μεταξύ ανεπάρκειας βιταμίνης D και καρδιαγγειακής νόσου.

Δεν είναι ηθικό να έχουμε άτομα με ανεπάρκεια βιταμίνης D σε μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή και να τα αφήνουμε χωρίς θεραπεία για μεγάλες περιόδους, είπε η Hyppönen. “Ακριβώς αυτός ο τύπος δύσκολης ρύθμισης καταδεικνύει τη δύναμη της γενετικής μας προσέγγισης, δεδομένου ότι μπορούμε να δείξουμε πώς η βελτίωση των συγκεντρώσεων επηρεάζει τον κίνδυνο σε όσους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, χωρίς να εκθέτουν τους συμμετέχοντες σε οποιαδήποτε βλάβη. Μια προσέγγιση σε όλο τον πληθυσμό για την εξάλειψη της ανεπάρκειας της βιταμίνης D θα μπορούσε να μειώσει την παγκόσμια επιβάρυνση των καρδιαγγειακών νοσημάτων”.

Πηγή: Non-linear Mendelian randomization analyses support a role for vitamin D deficiency in cardiovascular disease risk.

Δείτε επίσης