Η νόσος ή σύνδρομο Αδαμαντιάδη-Behget είναι χρόνια πολυσυστηματική αγγειίτιδα, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από υποτροπιάζουσες αφθώδεις εξελκώσεις του στόματος (άφθες) και των έξω γεννητικών οργάνων, δερματικά εξανθήματα (εξελκώσεις, θυλακίτιδα, οζώδες ερύθημα) και φλεγμονή των ματιών (ιρίτιδα, ιριδοκυκλίτιδα).
Άλλες εκδηλώσεις της νόσου μπορεί να είναι η αρθρίτιδα, η προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος ή ΚΝΣ (παραλύσεις κρανιακών νεύρων, επιληπτικοί σπασμοί, εγκεφαλίτιδα), η θρόμβωση των φλεβών και η Αγγειίτιδα ζωτικών οργάνων.
Η νόσος προσβάλλει άτομα και των δύο φύλων όλων των ηλικιών, κυρίως μεταξύ 20-40 ετών. Βαρύτερη μορφή και πιο ενεργή νόσο εμφανίζουν, συνήθως, τα νέα άτομα και ιδιαίτερα οι άνδρες. Η νόσος περιγράφτηκε για πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη, στη συνέχεια το 1930 από τον Έλληνα οφθαλμίατρο Β. Αδαμαντιάδη και το 1937 από τον Τούρκο δερματολόγο Η. Behget.
Αιτίες
Η αιτία της νόσου είναι άγνωστη. Όμως, γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες φαίνεται ότι συμβάλλουν στην εμφάνιση της νόσου.
Ενοχοποιούνται:
- α) λοιμώδεις παράγοντες όπως βακτήρια (π.χ. ο στρεπτόκοκκος του στόματος) ή ιοί (π.χ. ο ιός του απλού έρπητα),
- β) ανοσολογικοί μηχανισμοί με δυσλειτουργία που επάγεται από λοιμώδη αίτια,
- γ) γενετικοί παράγοντες, όπως το γονίδιο HLA-B51, που καθιστούν τα άτομα επιρρεπή στην εμφάνιση της νόσου και
- δ) ενδοθηλιακές και αγγειακές δυσλειτουργίες (αυξημένα αντιενδοθηλιακά αντισώματα).
Σημαντικό ρόλο στην παθογένεια πιστεύεται ότι έχει, επίσης, η υπερδραστηριότητα των ουδετεροφίλων πολυμορφοπύρηνων κυττάρων, όπως αυτή εκφράζεται με το pathergy test.
Η νόσος δεν είναι κληρονομική και μάλλον ούτε και αυτοάνοση, αν και στο 50% περίπου των ασθενών έχουν βρεθεί αυτοαντισώματα που στρέφονται κατά του βλεννογόνου του στόματος.
Η κύρια παθολογοανατομική βλάβη είναι η αγγειίτιδα αρτηριών και φλεβών με τάση για σχηματισμό φλεβικών θρόμβων.
Διάγνωση και επιπλοκές
Δεν υπάρχουν παθογνωμονικά κλινικά ή εργαστηριακά διαγνωστικά ευρήματα. Η διάγνωση μπορεί να καθυστερεί επειδή οι κλινικές εκδηλώσεις δεν εμφανίζονται ταυτόχρονα και γι’ αυτό βασίζεται στα κριτήρια της διεθνούς ομάδας για τη νόσο Behget, που θεσπίστηκαν το 1990 και τα οποία είναι:
Υποτροπιάζουσες εξελκώσεις του στόματος (αφθώδη ή ερπητοειδή) τουλάχιστον 3 σε περίοδο 12 μηνών και 2 από τα ακόλουθα:
- Υποτροπιάζουσες εξελκώσεις των έξω γεννητικών οργάνων
- Οφθαλμικές βλάβες
- Δερματικές βλάβες
- Θετικό pathergy test (2 mm ερυθηματώδης βλατίδα ή φλύκταινα, 48 ώρες μετά από λοξή νύξη του δέρματος σε βάθος 5 mm με βελόνα διαμέτρου 20-22 mm).
Το φάσμα των κλινικών εκδηλώσεων, οι οποίες έχουν την τάση να υποτροπιάζουν, είναι ευρύ. Σήμερα η νόσος αναγνωρίζεται ως πολυσυστηματική αγγειίτιδα, η οποία προσβάλλει όλους τους τύπους (φλέβες, αρτηρίες) και τα μεγέθη των αγγείων (μικρά έως και μεγάλα), τις αρθρώσεις, τους πνεύμονες, το ΚΝΣ και το γαστρεντερικό σύστημα. Οι βλεννογονοδερματικές αλλοιώσεις συνιστούν τα κύρια διαγνωστικά σημεία.
Η νόσος Αδαμαντιάδη-Behget, μπορεί να μοιάζει με άλλες παθήσεις όπως είναι: η νόσος του Crohn, η Ελκώδης Κολίτιδα και ο οικογενής Μεσογειακός πυρετός έχουν μερικές κοινές κλινικές εκδηλώσεις.
Στη διαφορική διάγνωση, ανάλογα με την εκδήλωση, θα πρέπει κυρίως να περιλαμβάνονται: η αντιδραστική αρθρίτιδα και το σύνδρομο Reiter, ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (νόσος του Crohn, Ελκώδης Κολίτιδα), η Σκλήρυνση κατά Πλάκας, η Σαρκοείδωση, οι Συστηματικές Αγγειίτιδες, το σύνδρομο Stevens-Johnson, τα Αφροδίσια νοσήματα, ο απλός έρπης και διάφορα δερματικά νοσήματα (λειχήνας, πέμφιγα, πεμφιγοειδές).
Οι επιπλοκές της νόσου είναι: Η ραγοειδίτιδα (φλεγμονή των ματιών) που μπορεί να καταλήξει σε τύφλωση, η μηνιγγοεγκε-φαλίτιδα και η προσβολή των μεγάλων αγγείων (απόφραξη άνω κοίλης φλέβας), η Αγγειίτιδα της πνευμονικής αρτηρίας (δύσπνοια, πυρετός, αιμόπτυση, θωρακικό άλγος) θεωρούνται ως οι σοβαρότερες εκδηλώσεις ή και επιπλοκές.
Πρόγνωση
Η κλινική πορεία της νόσου μπορεί να είναι χρόνια και χαρακτηρίζεται από υφέσεις και εξάρσεις.
Οι εξάρσεις της νόσου συνήθως αραιώνουν καθώς αυξάνει η ηλικία του ασθενούς. Οι κυριότερες αιτίες νοσηρότητας, οι οποίες μπορεί να αποβούν και θανατηφόρες, είναι η προσβολή του ΚΝΣ, η αγγειακή νόσος (ρήξεις ανευρυσμάτων), η πνευμονική προσβολή (αιμόπτυση), η προσβολή του εντέρου (διάτρηση), η θρόμβωση των ηπατικών φλεβών, η βαριάς μορφής καρδιακή νόσος και η αμυλοείδωση. Οι υποτροπές και οι επιπλοκές της χρόνιας οφθαλμικής προσβολής (ραγοειδίτιδα) μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια της όρασης εντός της πενταετίας. Ο κίνδυνος της οφθαλμικής προσβολής είναι υψηλότερος στους νέους άνδρες απ’ ό,τι στις γυναίκες με μεταγενέστερη έναρξη της νόσου. Η θνησιμότητα μπορεί να φθάνει έως και 15% εντός της πενταετίας.
Θεραπεία
Η θεραπεία της νόσου είναι συμπτωματική και εμπειρική. Εξαρτάται κυρίως από τη βαρύτητα της νόσου, τις εκδηλώσεις και το προσβαλλόμενο όργανο. Στη φαρμακευτική φαρέτρα του γιατρού περιλαμβάνονται σήμερα πολλά φάρμακα.
Οι βλάβες των βλεννογόνων θεραπεύονται συνήθως τοπικά με κρέμες ή αλοιφές που περιέχουν κορτικοστεροειδή.
Η ασπιρίνη, σε δόση 325 mg ημερησίως, χορηγείται για τη θρομβοφλεβίτιδα.
Η αζαθειοπρίνη, η κυκλοσπορίνη Α, η ιντερφερόνη α και τα κορτικοστεροειδή είναι οι κύριοι θεραπευτικοί παράγοντες.
Η κολχικίνη, σε δόση 0,5 mg, 2-3 φορές ημερησίως, είναι αποτελεσματική για την αρθρίτιδα, το οζώδες ερύθημα και τις βλάβες των έξω γεννητικών οργάνων των γυναικών.
Η θαλιδομίδη, σε δόση 100 mg ημερησίως, είναι, πιθανώς η πιο αποτελεσματική για τις εξελκώσεις του στόματος και των γεννητικών οργάνων, όμως μπορεί να προκαλέσει έξαρση του οζώδους ερυθήματος. Οι υποτροπές είναι ο κανόνας μετά τη διακοπή του φαρμάκου, η δε νευροτοξικότητα και τερατογένεση έχουν ως συνέπεια την περιορισμένη χρησιμοποίηση του.
Η αζαθειοπρίνη, σε δόση 2,5 mg/Kg/ημερησίως, είναι αποτελεσματική για την αποφυγή της τύφλωσης. Η πρώιμη χορήγηση αζαθειοπρίνης, εκτός από τη δράση που έχει στην αναστολή της εξέλιξης της νόσου και των βαριών οφθαλμικών επιπλοκών, γενικά είναι δυνατό να επιδράσει ευνοϊκά στη μακροχρόνια πρόγνωση.
Η κυκλοσπορίνη α, σε δόση 5 mg/Kg/ημερησίως, δρα αποτελεσματικά και γρήγορα σε οφθαλμική προσβολή.
Τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποιούνται στην οξεία φάση της νόσου για την καταστολή της φλεγμονής, ο ρόλος τους όμως είναι περιορισμένος όταν χορηγούνται μακροχρόνια, για επιπλοκές του ΚΝΣ ή του οφθαλμού.
Η χλωραμβουκίλη είναι το φάρμακο εκλογής για οφθαλμική νόσο ή νόσο του ΚΝΣ.
Η κυκλοφωσφαμίδη και τα κορτικοστεροειδή συνιστώνται για τα ανευρύσματα της πνευμονικής αρτηρίας, αλλά και εμπειρικά για παρεγχυματική προσβολή του ΚΝΣ και για εκδηλώσεις Συστηματικής Αγγειίτιδας.
Η ιντερφερόνη-α συνιστάται ειδικά για την οφθαλμική νόσο, όπως και οι βιολογικοί παράγοντες anti-TNF α.
Συνδυασμοί των φαρμάκων αυτών με κορτικοστεροειδή ή αζαθειοπρίνη και κυκλοσπορίνη μπορεί να δοκιμαστούν σε περιπτώσεις ανθεκτικές σε ένα μόνο φάρμακο.
Υπάρχουν πρόσφατες μελέτες που δείχνουν ότι ο αναστολέας του παράγοντα νέκρωσης των όγκων (Infliximab) είναι αποτελεσματικός σε ραγοειδίτιδα, βαριά οφθαλμική προσβολή που προκαλείται από τη νόσο.