Κοινά παυσίπονα όπως η ιβουπροφένη μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων όταν λαμβάνονται σε μεγάλες δόσεις και για μακρό διάστημα. Αυτό προειδοποιούν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βέρνης στην Ελβετία έπειτα από ανάλυση 31 προηγούμενων κλινικών δοκιμών που περιελάμβαναν 116.429 ασθενείς. Οι ερευνητές σημειώνουν με δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό «Βritish Μedical Journal» ότι στο πλαίσιο των δοκιμών που αναλύθηκαν είχαν ληφθεί από τους συμμετέχοντες επτά κοινά παυσίπονα.
Εκτός από την ιβουπροφένη η μελέτη αφορούσε τη δικλοφενάκη, τη ναπροξένη, καθώς και τέσσερις ουσίες που ανήκουν στη νεότερη γενεά παυσιπόνων και συγκεκριμένα στην οικογένεια αναστολέων CΟΧ-2 (κοξίμπες): επρόκειτο για τη σελεκοξίμπη, την ετορικοξίμπη, τη λουμιρακοξίμπη, καθώς και τη ροφεκοξίμπη (η τελευταία είναι η δραστική ουσία του φαρμάκου Vioxx που λαμβανόταν από πολλά άτομα με αρθρίτιδα και το οποίο με απόφαση της παρασκευάστριας εταιρείας Μerck αποσύρθηκε από την παγκόσμια αγορά το 2004, αφού φάνηκε να συνδέεται με αυξημένο καρδιακό κίνδυνο).
Οπως προέκυψε, η λήψη ιβουπροφένης για μεγάλο χρονικό διάστημα σχεδόν τριπλασίαζε τον κίνδυνο εγκεφαλικού. Το συγκεκριμένο κοινό παυσίπονο φάνηκε ακόμη να αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες καρδιακού επεισοδίου και θανάτου εξαιτίας καρδιοπάθειας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία, η ιβουπροφένη προκαλούσε ίδιο κίνδυνο εγκεφαλικού και θανάτου από καρδιοπάθεια με τη ρεφεκοξίμπη, η οποία αποσύρθηκε για λόγους ασφαλείας από την αγορά.
Η δικλοφενάκη φάνηκε επίσης από τα στοιχεία να συνδέεται με τριπλάσιες πιθανότητες εγκεφαλικού καθώς και να αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου από καρδιοπάθεια κατά τέσσερις φορές.
Συγχρόνως, σε σύγκριση με λήψη ενός εικονικού φαρμάκου η ροφεκοξίμπη και η λουμιρακοξίμπη συνδέονταν με διπλάσιο κίνδυνο καρδιακού επεισοδίου.
Συνολικά, μετά την ανάλυση των στοιχείων οι ελβετοί ερευνητές ανακάλυψαν ότι η ναπροξένη φαίνεται να αποτελεί την πιο ασφαλή επιλογή για τα άτομα με οστεοαρθρίτιδα, λαμβάνοντας πάντα όμως υπόψη τον κίνδυνο προβλημάτων στο στομάχι που εγκυμονεί. Εναλλακτική λύση θα μπορούσε να αποτελέσει η σελεκοξίμπη, όταν όμως χορηγείται σε δόση 400 mg άπαξ ημερησίως. Σε ό,τι αφορούσε αποκλειστικώς την ιβουπροφένη η μακροπρόθεσμη χρήση της πρέπει να αποφεύγεται, σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης καθηγητή Πίτερ Γιούνι. «Αν εγώ έπασχα από έναν χρόνιο πόνο θα επέλεγα κάποιο άλλο φάρμακο, αφού ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι μεγάλος» είπε ο καθηγητής.
Πάντως, όπως τόνισε ο καθηγητής Γιούνι, ο κίνδυνος καρδιαγγειακών προβλημάτων αφορούσε μόνο τη λήψη υψηλών δόσεων των παυσίπονων φαρμάκων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό μαρτυρεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για άτομα που λαμβάνουν σποραδικά κάποιο παυσίπονο για την ανακούφιση του πόνου.