Μια που δημοσιεύθηκε στο «Journal of the American College of Cardiology», ανεφέρει ότι το οικογενειακό ιστορικό προβλέπει το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους βιολογικούς, ψυχοκοινωνικούς και γενετικούς παράγοντες κινδύνου. Η ανάλυση περισσότερων από 12.000 ατόμων που συμμετέχουν στη μελέτη INTERHEART δείχνει ότι η ύπαρξη ενός ή και των δύο γονέων με καρδιακό έμφραγμα είναι ένας ισχυρός παράγοντας προδιάθεσης μελλοντικού εμφράγματος στους απογόνους τους.
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Μαρκ Μάστερ στο Οντάριο του Kαναδά εξέτασαν ασθενείς σε 52 χώρες και βρήκαν ότι, εάν έχει κάποιος ιστορικό καρδιοπάθειας στην οικογένεια, σχεδόν διπλασιάζει τον κίνδυνό του να εμφανίσει και ο ίδιος καρδιοπάθεια, ανεξάρτητα από την εθνικότητα, την κουλτούρα ή τη χώρα διαμονής του.
Επιπλέον, εάν είστε γυναίκα και η μητέρα σας είχε εμφανίσει ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, διατρέχετε τον κίνδυνο να πάθετε καρδιακό έμφραγμα, εκτός από τον υψηλότερο κίνδυνο που έχετε για εγκεφαλικό, σύμφωνα με μια νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας «Circulation: Cardiovascular Genetics». Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στη Βρετανία, οι οποίοι μελέτησαν 2.200 ασθενείς, βρήκαν ότι οι γυναίκες είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν μητέρες που πέρασαν ένα εγκεφαλικό, παρά πατέρες με το ίδιο πρόβλημα.
Μια άλλη νέα μελέτη, άλλωστε, τονίζει τον ρόλο του οικογενειακού περιβάλλοντος στο καρδιακό μέλλον των νηπίων. Η μελέτη δείχνει ότι το κάπνισμα των γονιών αυξάνει την αρτηριακή πίεση των παιδιών από την προσχολική κιόλας ηλικία, δηλαδή σε ηλικία μικρότερη των 5 ετών!
Ερευνητές στο Παιδιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Βέρνης στην Ελβετία μελέτησαν 4.236 παιδιά και ανακοίνωσαν ηλεκτρονικά τον περασμένο Ιανουάριο στην επιθεώρηση «Circulation» ότι το κάπνισμα των γονιών αυξάνει στα μικρά παιδιά κατά 21% κατά μέσο όρο την πίεση – «τον κορυφαίο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο», όπως τονίζουν.
Σώζει η έγκαιρη θεραπεία της υπέρτασης
Μειωμένη θνησιμότητα παρουσιάζουν μακροπρόθεσμα οι καρδιαγγειακοί ασθενείς που αρχίζουν την αντιυπερτασική θεραπεία περίπου 30 μήνες νωρίτερα από άλλους ασθενείς με αντίστοιχα δεδομένα. Αυτά είναι τα αποτελέσματα μιας μεγάλης πρόσφατης μετανάλυσης, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Hypertension».
«Στη θεραπεία της υπέρτασης έχουμε πάει από το ‘“όσο χαμηλότερα η πίεση τόσο καλύτερα” στο “όσο γρηγορότερα αρχίζει η αντιμετώπιση τόσο καλύτερα», τονίζει ο επίκουρος καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπεύθυνος της Μονάδας Υπέρτασης στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Κωνσταντίνος Τσιούφης.
Τα τελευταία χρόνια υπήρχε η τάση στις διεθνείς επιστημονικές οδηγίες να μειώνονται τα φυσιολογικά όρια της πίεσης. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλοι οι υπερτασικοί πρέπει να έχουν την πίεσή τους κάτω από 140/90 mmHg», λέει ο κ. Τσιούφης.
«Ωστόσο, εκείνο που δεν είναι ξεκάθαρο είναι πόσο χαμηλότερα από αυτές τις τιμές πρέπει να πάμε την πίεσή μας και αν αυτό πρέπει να γίνει σε όλους τους υπερτασικούς. Αποτελέσματα από τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς με υπερτροφία των τοιχωμάτων της αριστεράς κοιλίας ή με ιστορικό στεφανιαίας νόσου δεν υπάρχει επιπλέον όφελος από τη μείωση της πίεσης σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σε αυτούς τους ασθενείς, όταν πετύχουμε τιμή πίεσης περίπου 130/80mmHg, καλό είναι να μην επιδιώκουμε περαιτέρω μείωσή της».
Νεώτερες απόψεις υποστηρίζουν ότι η προσοχή θα πρέπει να εστιαστεί στην έγκαιρη αντιμετώπιση της υπέρτασης (με δίαιτα ή και φάρμακα) πριν να προκληθούν – έστω και υποκλινικές – βλάβες στα όργανα – στόχους.
«Επίσης, στα ηλικιωμένα άτομα ή τους πάσχοντες από στεφανιαία νόσο καλό είναι η διαστολική πίεση να μη μειώνεται κάτω από 60 mmHg, για να γίνεται απρόσκοπτα η αιμάτωση των στεφανιαίων αρτηριών», επισημαίνει ο κ. Τσιούφης.
Η μείωση της πίεσης πάντως στις μεσήλικες γυναίκες μπορεί να μειώσει κατά 36% τις πιθανότητες για καρδιακή νόσο, σε σύγκριση με 24% στους άντρες, σύμφωνα με μια μελέτη σε 11 χώρες, η οποία μόλις δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας «Hypertension».
Μια πρόσφατη τέλος μετανάλυση 19 μελετών, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Journal of the American College of Cardiology », δείχνει ότι η δράση του πιο δημοφιλούς παγκοσμίως αντιυπερτασικού φαρμάκου, της διουρητικής υδροχλωροθειαζίδης, στη συνήθη ημερήσια δόση είναι κατώτερη από αυτήν των υπολοίπων κατηγοριών αντιυπερτασικών φαρμάκων. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο νοσοκομείο St Lukes-Roosevelt στη Νέα Υόρκη και ο επικεφαλής ερευνητής δρ Φρανζ Μεσερλί τόνισε ότι το φάρμακο αυτό δεν πρέπει να χορηγείται πια μόνο του.