Η μάχη κατά της νόσου Αλτσχάιμερ”, ήταν το θέμα της εκδήλωσης του προγράμματος “Μegaron Plus”, που πραγματοποιήθηκε χθες βράδυ, με τη συμμετοχή διακεκριμένων Ελλήνων και Γάλλων επιστημόνων.Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη γαλλική πρεσβεία και το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, την Ελληνική Εταιρία Νόσου Αλτσχάιμερ και το Πανελλήνιο Ινστιτούτο Νευροεκφυλιστικών Νοσημάτων. Στη Στρογγυλή Τράπεζα έλαβαν μέρος οι Γάλλοι καθηγητές Νευρολογίας Ζαν-Φρανσουά Ντεμονέ, και Φλοράνς Πασκιέ, καθώς και οι: Δρ. Μάγδα Τσολάκη Πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Νόσου Αλτσχάιμερ-Καθηγήτρια ΑΠΘ, Δρ. Παρασκευή Σακκά, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρίας Νόσου Αλτσχάιμερ Αθηνών και Ελισάβετ Καπάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όπως τόνισαν οι ομιλητές, οι ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ και άλλα είδη άνοιας αυξάνονται αλματωδώς σε όλο τον κόσμο και όπως είπε η κ. Σακκά η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί την πιο συχνή μορφή άνοιας και αποτελεί “ερευνητική πρόκληση του αιώνα μας”.
Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η συχνότερη μορφή άνοιας (60 % του συνόλου) από την οποία πάσχουν 160.000 άνθρωποι στην Ελλάδα, 7.300.000 στην Ευρώπη και 35.000.000 σ’ όλο τον κόσμο. Εμφανίζεται στο 5-10%, των ατόμων άνω των 65 ετών. Στην ηλικία των 85 ετών η πιθανότητα εμφάνισης είναι 1 στα 3 άτομα, ενώ είναι πολύ σπάνια σε ηλικίες μικρότερες των 50 ετών. Προκαλεί βαθμιαία εκφύλιση του εγκεφάλου και έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή έκπτωση των νοητικών ικανοτήτων του ατόμου στα προχωρημένα στάδια, της κινητικότητας και της καθημερινής λειτουργικότητας.
Η μεγάλη αύξηση του αριθμού των ανοϊκών ασθενών, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αποτελεί αναπόφευκτο επακόλουθο της γήρανσης του γενικού πληθυσμού, λόγω της αύξησης του μέσου όρου ζωής. Υπολογίζεται ότι το 2050, 100 εκατομμύρια άνθρωποι θα πάσχουν από τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Στις διαταραχές του λόγου που παρατηρούνται στις άνοιες , αναφέρθηκε ο Ζαν-Φρανσουά Ντεμονέ, ενώ στα συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ αναφέρθηκε η κ Φλοράνς Πασκιέ, επισημαίνοντας ότι στα αρχικά στάδια , τα συμπτώματα είναι ιδιαίτερα ελαφρά (διαταραχές της μνήμης: ξεχνά τα πρόσφατα γεγονότα ενώ συνήθως θυμάται με λεπτομέρειες τα παλιά). Πολλές φορές η κατάσταση θεωρείται φυσιολογική γήρανση. Αυτό κάνει δύσκολη την πρώιμη διάγνωση. Καθώς η νόσος Αλτσχάιμερ εξελίσσεται ο ανοϊκός άρρωστος οδηγείται σε πλήρη αποδιοργάνωση της ζωής και της προσωπικότητάς του, γίνεται ανίκανος να φροντίσει τον εαυτό του και καταλήγει να εξαρτάται ολοκληρωτικά από τους συγγενείς του, για τους οποίους αποτελεί τεράστιο πρακτικό και ψυχικό φορτίο. Όπως τόνισαν οι επιστήμονες στη νόσο Αλτσχάιμερ, μαζί με τον ασθενή πάσχει όλη η οικογένεια. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι ανοϊκοί ασθνείς φροντίζονται στο σπίτι από τα μέλη των οικογενειών τους. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι οικογένειες συνήθως συνεχίζουν να φροντίζουν τους ηλικιωμένους συγγενείς τους στο σπίτι. Μόνο το 1% των ατόμων άνω των 65 ετών ζουν σε οίκους ευγηρίας ή άλλα ιδρύματα.
Σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη εφαρμόζουν ή εκπονούν σχέδια δράσης για την άνοια. Η Γαλλία είναι από τις πρωτοπόρες χώρες που ξεκίνησαν εθνικά προγράμματα για τους ασθενείς.
Στην Ελλάδα, είπε η κ. Σακκά , υπάρχει δραματική έλλειψη δομών και υπηρεσιών για τους ανοϊκούς ασθενείς και τους φροντιστές τους.
Οι αναπτυγμένες χώρες ξοδεύουν σημαντικά ποσά για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ολοένα περισσότερων ανοϊκών ασθενών και την υποστήριξη των φροντιστών τους. Η κ. Σακκά είπε ότι σήμερα δαπανώνται 422 δισ. δολάρια , ενώ το κόστος των οικογενειών με ασθενή υπολογίζεται σε 142 εκατ. δολάρια.
Η έγκαιρη διάγνωση είπε η κ. Τσολάκη είναι πολύ σημαντική για την αποτελεσματικότερη διαχείριση της νόσου από τον ίδιο τον ασθενή, τη διασφάλιση της ποιότητας ζωής του, αλλά και προκειμένου οι συγγενείς να είναι καλύτερα ενημερωμένοι και προετοιμασμένοι να χειριστούν τα προβλήματα που προκαλεί η νόσος στον άνθρωπό τους, αλλά και στους ίδιους.
Η νόσος Αλτσχάιμερ, δυστυχώς δεν μπορεί να προβλεφθεί. Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο εξέταση είπαν οι ομιλητές που να μπορεί να προβλέψει εάν ένα άτομο θα προσβληθεί στο μέλλον από νόσο Αλτσχάιμερ. Μπορεί όμως να διαγνωστεί με βεβαιότητα σε ποσοστό έως και 90%.