Ινομυώματα εμφανίζει μία στις δυο Ελληνίδες που φτάνει μέχρι την ηλικία των 35χρόνων. Παρά το γεγονός ότι αρκετές γυναίκες έχουν ινομυώματα, λίγες γνωρίζουν τι ακριβώς είναι και τι προβλήματα μπορούν να προκαλέσουν. Τα ινομυώματα είναι στην πλειονότητά τους ακίνδυνα, και συνήθως υποχωρούν κατά την περίοδο της εμμηνόπαυσης. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Παρ’ όλα αυτά, εάν διαπιστώσετε την ύπαρξή τους, θα πρέπει να τα παρακολουθείτε. Η χειρουργική τους αφαίρεση επιβάλλεται μόνο όταν είναι μεγάλα και δημιουργούν προβλήματα (π.χ. υπογονιμότητα) ή για προληπτικούς λόγους (π.χ. για να μη δυσκολεύσουν κάποια μελλοντική εγκυμοσύνη).
Τα ινομυώματα είναι οι πιο συχνοί καλοήθεις όγκοι που εμφανίζονται στη μήτρα. Πρόκειται για αθροίσεις κυττάρων (μυϊκές ίνες και ινώδης ιστός) που το μέγεθός τους ξεκινά από 1 εκατοστό και μπορεί κάποιες φορές να ξεπεράσει ακόμη και τα 15 εκατοστά. Η συχνότητα εμφάνισης ινομυωμάτων υπολογίζεται σε 20-40% στο γενικό πληθυσμό, 2,7% στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, 12,6% σε ασθενείς που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση και 25% σε γυναίκες που επιζητούν δωρεά ωαρίων.
Oι πιθανότητες να εξελιχθούν σε κακοήθεια είναι πολύ μικρές (0,1-0,5%). Πιθανολογείται ότι εμφανίζονται όταν υπάρχει κληρονομική προδιάθεση ή εξαιτίας ορμονικών αιτιών. Το σίγουρο είναι ότι η ανάπτυξή τους συνδέεται με τις γυναικείες ορμόνες (οιστρογόνα). Εμφανίζονται κυρίως σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (25-45 ετών) και ιδιαίτερα σε όσες δεν έχουν κάνει παιδιά. Συνήθως κατά την περίοδο της εμμηνόπαυσης, που σταματάει η παραγωγή οιστρογόνων, το μέγεθός τους μικραίνει (συρρικνώνονται) και περιορίζονται τα συμπτώματα. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζονται κυρίως σε γυναίκες των οποίων η μητέρα ή η αδελφή έχει ήδη παρουσιάσει ινομυώματα.
Oρισμένες γυναίκες, παρά το γεγονός ότι έχουν ινομυώματα, είναι ασυμπτωματικές. Ωστόσο, οι περισσότερες παρουσιάζουν συμπτώματα, τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με το μέγεθος, τον αριθμό των ινομυωμάτων και το σημείο της μήτρας στο οποίο εντοπίζονται. Τα πιο συνήθη είναι:
1. Πόνος, αίσθηση βάρους και «φούσκωμα» (διόγκωση) στην περιοχή της κοιλιάς, ανάλογα με τη θέση και το μέγεθος των ινομυωμάτων.
2. Μεγάλη απώλεια αίματος κατά την περίοδο (μηνορραγία) ή αιμορραγία ανάμεσα στις περιόδους.
3. Έντονος πόνος κατά τη διάρκεια της περιόδου (δυσμηνόρροια) ή κατά τη σεξουαλική επαφή (δυσπαρεύνια).
4. Συχνουρία, ουρολοιμώξεις, δυσκοιλιότητα, λόγω της πίεσης που ασκούν στα γειτονικά όργανα (ουροδόχο κύστη, έντερο).
5. Προβλήματα υπογονιμότητας, είτε λόγω εξωτερικής πίεσης των σαλπίγγων είτε όταν εμφανίζονται στο εσωτερικό της μήτρας (ενδομητρική κοιλότητα).
Όταν τα ινομυώματα είναι μεγάλα, λόγω της πίεσης που ασκούν σε μεγάλα αγγεία του οργανισμού, ενδέχεται να προκαλέσουν πρήξιμο (οίδημα), κιρσούς, διόγκωση των νεφρών (υδρονέφρωση) κ.ά. Επίσης, μπορεί να οδηγήσουν σε απόφραξη των σαλπίγγων ή να βλάψουν τις ωοθήκες, προκαλώντας προβλήματα γονιμότητας. Εξαιτίας όσων εντοπίζονται στο ενδομήτριο, υπάρχει το ενδεχόμενο να προκληθούν αυτόματες αποβολές, κυρίως κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Επιπλέον, έχει αποδειχτεί ότι εμποδίζουν τη φυσιολογική σύλληψη, την κίνηση των σπερματοζωαρίων και ότι δυσκολεύουν την εμφύτευση εμβρύων κατά τη διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Ττα εσωτερικά ινομυώματα της μήτρας μπορούν :
- Nα εμποδίσουν τη φυσιολογική σύλληψη και τη διακίνηση των σπερματοζωαρίων.
- Nα δυσκολέψουν την εμφύτευση εμβρύων κατά την πραγματοποίηση εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Παράλληλα, τα πολύ μεγάλα ινομυώματα, τα οποία είναι εξωτερικά της μήτρας, μπορεί:
- Nα επηρεάσουν στη συλληπτική λειτουργία των σαλπίγγων.
- Nα προκαλέσουν ανωμαλίες στην αγγείωση του μυομητρίου και διαταραχή της ενδομήτριας φυσιολογίας.
- Να αυξήσουν την πιθανότητα αποβολών στο πρώτο τρίμηνο.
Ανάλογα με το σημείο της μήτρας που εμφανίζονται, διακρίνονται σε:
Υποορογόνια: Αναπτύσσονται στο εξωτερικό μέρος της μήτρας, προς την κοιλιά, και όταν μεγαλώνουν, πιέζουν την ουροδόχο κύστη και το έντερο.
Ενδοτοιχωματικά: Εντοπίζονται στο εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας. Όταν είναι μικρά, συνήθως δεν δίνουν συμπτώματα.
Υποβλεννογόνια: Εμφανίζονται μέσα στη μήτρα (ενδομήτριο). Μπορεί να προκαλέσουν αιμορραγίες και υπογονιμότητα.
Τα εσωτερικά ινομυώματα που είναι άνω του ενός εκατοστού πρέπει να αφαιρούνται με τη μέθοδο της υστεροσκόπησης. Σε ότι αφορά στα εξωτερικά υπορογόνια ινομυώματα, συνήθως δεν ενοχλούν τη γονιμοποίηση και αν είναι σε σχετικά μικρό μέγεθος, κάτω από τέσσερα εκατοστά δεν χρειάζεται να αφαιρεθούν.
Η καλύτερη μέθοδος αφαίρεσης είναι η λαπαροσκοπική οδός, καθότι είναι αυτή που διαταράσσει λιγότερο την ανατομία της περιοχής και προκαλεί λιγότερες μετεγχειρητικές συμφύσεις. Όμως η λαπαροσκοπική μέθοδος εξαίρεσης των ινομυωμάτων, είναι μία λεπτή τεχνική, όπως άλλωστε και η ανοιχτή επέμβαση. Σπανίους αλλά ουσιαστικούς κινδύνους και για τις δύο μεθόδους αποτελούν:
- η διεγχειρητική ή μετεγχειρητική αιμορραγία με κίνδυνο μετατροπής του χειρουργείου σε ολική ή υφ ολική υστερεκτομία
- η ατυχής συρραφή και σύγκληση της ενδομήτριας κοιλότητας
- η πρόκληση δημιουργίας εκτεταμένων μετεγχειρητικών πυελικών συμφύσεων, ειδικά κατόπιν ανοιχτών μεθόδων
- η τρώση οργάνου (ουρητήρα, ουροδόχου κύστης κ.ο.κ.).
Πριν την επέμβαση, η γυναίκα μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο ο γιατρός της, να ακολουθήσει συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή, για να περιοριστεί το μέγεθος των ινομυωμάτων και να αφαιρεθούν πιο εύκολα. Είναι χρήσιμο να γνωρίζετε πως, αφαιρώντας τα ινομυώματα, αυτό δεν σημαίνει ότι θα απαλλαγείτε και οριστικά από το πρόβλημα. Δυστυχώς, υπάρχει το ενδεχόμενο να εμφανιστούν ξανά.
Σύμφωνα με πρόσφατη επιστημονική μελέτη στη Γαλλία, σε γυναίκες που αντιμετώπιζαν ανεξήγητη υπογονιμότητα και προσπαθούσαν επί τρία περίπου χρόνια να συλλάβουν, μετά τη λαπαρασκoπική αφαίρεση των ινομυωμάτων, αυξήθηκαν τα ποσοστά εγκυμοσύνης στο 41%. Μια άλλη μελέτη -στην ίδια χώρα- κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φυσιολογική γονιμότητα βελτιώνεται από 53 έως 70% μετά την αφαίρεση ινομυωμάτων από το εσωτερικό της μήτρας.
Στην περίπτωση που έχετε ινομυώματα και μείνετε τελικά έγκυος, αυτό δεν σημαίνει ότι θα παρουσιάσετε οπωσδήποτε προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και όταν η διάγνωσή τους γίνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Συνήθως αρκεί η παρακολούθησή τους. Αν όμως είναι μεγάλα και λόγω της θέσης τους επηρεάζουν την πορεία της κύησης, τότε είναι αναγκαία η επέμβαση του γυναικολόγου.