To ένα τρίτο των βρεφών ηλικίας 9 μηνών είναι ήδη παχύσαρκα ή υπέρβαρα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Ντιτρόιτ των ΗΠΑ. Ο δρόμος προς την παχυσαρκία ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία – ακόμα και πριν τα βρέφη μεταβούν σε στερεά διατροφή. Σύμφωνα με την έρευνα, που ανάλυσε δεδομένα από ένα εθνικά αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών στις ΗΠΑ γεννημένων το 2001, 34% των νηπίων 2 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Ο κύριος ερευνητής, Brian Moss, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο Wayne State του Ντιτρόιτ, αναφέρει: «Εάν ήσουν υπέρβαρος σε ηλικία εννιά μηνών, σε προδιαθέτει να παραμείνεις υπέρβαρος σε ηλικία 2 χρονών».
Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), η παιδική παχυσαρκία έχει τριπλασιαστεί κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Το 2008, περίπου 20% των παιδιών ηλικίας 6 με 11 ετών ήταν παχύσαρκα. Ωστόσο, λιγότερα είναι γνωστά για την παχυσαρκία σε πολύ μικρές ηλικίες. Στην πραγματικότητα, ερευνητές αλλά και γιατροί διστάζουν να χαρακτηρίζουν μικρά παιδιά ως «παχύσαρκα».
Κι όμως, νεότερες έρευνες θέτουν συναγερμό για τα ιδιαίτερα μεγάλα και παχιά μωρά. Πολλές από αυτές δείχνουν ότι βρέφη που κερδίζουν βάρος πολύ γρήγορα κατά το πρώτο εξάμηνο της ζωής τους βρίσκονται σε κίνδυνο παχυσαρκίας στα 2 ή 3 χρόνια τους.
Τι μπορεί να γίνει; Μελέτες δείχνουν ότι ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός – μόνο θηλασμός, όχι μαζί με μπιμπερό – προλαμβάνει την παχυσαρκία. Σε αντίθεση, ακατάλληλη πρώιμη εισαγωγή στερεών τροφών αυξάνει τις πιθανότητες για παχυσαρκία. Ιδιαίτερα η πρακτική της εισαγωγής δημητριακών όπως ρυζάλευρο στο βρεφικό μπιμπερό μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιζήμια. Η συνέχιση του μητρικού θηλασμού, παράλληλα με το ξεκίνημα στερεών τροφών, κατά το δεύτερο εξάμηνο της ζωής, μπορεί να βοηθήσει. Επίσης, η κατανάλωση φυτικών ινών αργότερα – για παράδειγμα τα νήπια να τρώνε μήλο αντί να πίνουν χυμό μήλου – μπορεί να προστατεύσει από υπερβολικό βάρος.
Η ομάδα του B Moss χρησιμοποίησε στοιχεία από έναν πληθυσμό παιδιών που παρακολούθησαν προοπτικά, συγκεκριμένα 8900 βρέφη στους 9 μήνες και 7500 από τα ίδια παιδιά στα δύο χρόνια της ζωής τους. Η μελέτη χρησιμοποίησε τις καμπύλες ανάπτυξης CDC, οι οποίες προέρχονται κυρίως από βρέφη που δεν θήλασαν και έχουν πρόσφατα αντικατασταθεί στην Αμερική από τις καμπύλες ανάπτυξης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Οι τελευταίες προέκυψαν από μωρά που θήλασαν και, εάν χρησιμοποιούνταν για την συγκεκριμένη έρευνα, θα οδηγούσαν σε ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό παχύσαρκων μικρών παιδιών. Τα παιδιά άνω της 95ης καμπύλης χαρακτηρίστηκαν παχύσαρκα, ενώ εκείνα ανάμεσα στην 85η και την 95η καμπύλη υπέρβαρα.
Μάλιστα, περισσότερα νήπια 2 ετών βρέθηκαν παχύσαρκα, συγκριτικά με 9 μηνών. Αυτό δείχνει μια άσχημη τάση: αρκετά μωρά – περίπου 30%, σύμφωνα με την έρευνα – που ως 9 μηνών ήταν υπέρβαρα, γίνονται προοδευτικά ακόμα βαρύτερα και στα δύο χρόνια χαρακτηρίζονται παχύσαρκα. Δηλαδή παιδιά που ξεκινούν βαρύτερα καταλήγουν ακόμα βαρύτερα. Από τα μωρά δε που στους 9 μήνες ήταν ήδη παχύσαρκα, όταν έγιναν δύο ετών μόνο 37% επανήλθαν σε φυσιολογικό βάρος, 18% έπεσαν στο υπέρβαρο και 44% παρέμειναν παχύσαρκα.
Φυσικά δεν είναι πιθανό οι γιατροί να συστήσουν στα βρέφη να κάνουν πραγματική δίαιτα, όπως κάνουν οι μεγάλοι. Θα έπρεπε όμως να γίνει μια συστηματική καμπάνια εκπαίδευσης υγείας, που να περιλαμβάνει τα οφέλη του μητρικού θηλασμού και να στοχεύει ιδιαίτερα σε πληθυσμιακές ομάδες που κινδυνεύουν περισσότερο από παιδική παχυσαρκία, όπως τα αγοράκια και οι οικογένειες χαμηλών κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων.
«Θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό εάν μπορούσαμε, αντί να θεραπεύουμε τα παχύσαρκα παιδιά, να προσπαθούμε να βάζουμε τα βρέφη σε υγιή δρόμο, από πολύ νωρίς στη ζωή τους» προσθέτει ο Moss.
Στην Αυστραλία
Τα νεογέννητα της Αυστραλίας επίσης βαραίνουν όλο και περισσότερο σύμφωνα με επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Μedical Journal of Australia. Οι επιστήμονες εξέτασαν το βάρος 1 εκατ. νεογέννητων στην πολιτεία της Νέας Νότιας Ουαλίας για 16 ολόκληρα χρόνια και βρήκαν ότι τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε κατά πολύ αριθμός των μωρών που γεννιούνται ζυγίζοντας από τέσσερα κιλά και άνω. Συγκεκριμένα το ένα στα 6 νεογέννητα αγόρια ζυγίζει πάνω από τέσσερα κιλά ενώ για τα νεογέννητα κορίτσια ισχύει για το ένα στα 10.
Οι επιστήμονες του νοσοκομείου “Royal North Shore” δεν μπορούν να εξηγήσουν την αύξηση στο βάρος των νεογέννητων αλλά εικάζουν ότι πολύ πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι όλο και περισσότερες έγκυες μητέρες εμφανίζουν σακχαρώδη διαβήτη κύησης, γεγονός που ανεβάζει κατά πολύ τις πιθανότητες τα μακρόσωμα όπως ονομάζονται τα υπερβολικού βάρους, νεογέννητα, να αναπτύξουν σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως άσθμα και διαβήτη, κατά την ανάπτυξή τους.
O σακχαρώδης διαβήτης της κύησης είναι μια πάθηση που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όταν η μητέρα έχει υπερβολικά μεγάλα ποσοστά σακχάρου στο αίμα της. Συνήθως θεραπεύεται από μόνος του αφότου το μωρό γεννιέται, αντίθετα από άλλους τύπους διαβήτη που δεν θεραπεύονται ποτέ από μόνοι τους. Το κύριο πρόβλημα με την ύπαρξη υπερβολικής γλυκόζης στο αίμα της μητέρας είναι ότι διασχίζει τον πλακούντα προς το μωρό, που σημαίνει ότι αυτό μπορεί να γίνει πολύ μεγάλο.