ANTICHOL: Ενδείξεις και δοσολογία

1. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΌΝΤΟΣ

Ονομασία: ANTICHOL

Σύνθεση: Δραστική ουσία: Simvastatin (σιμβαστατίνη)

Έκδοχα: Lactose anhydrous, Cellulose microcrystalline, Starch maize pregelatinized, Butylated hydroxyanisole, Ascorbic acid, Citric acid, Magnesium stearate.

Επικάλυψη: Hypromellose (Methocel E5 Premium), Opaspray K1 7000. Σύνθεση του Opaspray K1 7000: Titanium dioxide E171, Industrial methylated spirit, Hyprolose.

Φαρμακοτεχνική μορφή: Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.

Περιεκτικότητα: Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 5 mg, 10 mg, 20 mg, 40 mg Simvastatin.

Περιγραφή – Συσκευασία:

• Χάπια 5 mg, 10 mg: Χάρτινο κουτί που περιέχει 10 επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία τοποθετημένα σε PVC/Aluminium blisters.

• Χάπια  20 mg, 40 mg: Χάρτινο κουτί που περιέχει 10, 30 ή 60 επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία τοποθετημένα σε PVC/Aluminium blisters.

1.6. Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Υπολιπιδαιμικό / Αναστολέας της HMG – CoΑ αναγωγάσης

2. Τι πρέπει να γνωρίζετε για το φάρμακο που σας χορήγησε ο γιατρός σας

Γενικές πληροφορίες:

To ANTICHOL μειώνει τα επίπεδα της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων στο αίμα σας. Ανήκει στην κατηγορία των φαρμάκων που ονομάζονται αναστολείς της hydromethylglutaryl – coenzyme A (HMG-CoA) ρεδουκτάσης. Η χοληστερόλη μπορεί να προκαλέσει στεφανιαία νόσο (Σ.Ν.), φράσσοντας τα αιμοφόρα αγγεία τα οποία μεταφέρουν οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά στην καρδιά.

Αυτή η απόφραξη ή η σκλήρυνση των αρτηριών καλείται αθηροσκλήρυνση. Η αθηροσκλήρυνση μπορεί να οδηγήσει σε πόνους στο στήθος (στηθάγχη) και σε καρδιακή προσβολή.

Εάν έχετε στεφανιαία νόσο, ο γιατρος σας συνταγογράφησε το φάρμακο για να επιβραδύνει την εξέλιξη της αθηροσκλήρυνσης, να μειώσει τη συχνότητα των καρδιαγγειακών επεισοδίων και για να μειώσει τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή.

Ενδείξεις:

Υπερχοληστερολαιμία: Θεραπεία της πρωτοπαθούς υπερχοληστερολαιμίας ή μεικτής δυσλιπιδαιμίας, ως συμπληρωματικό της δίαιτας, όταν η απόκριση στη δίαιτα και σε άλλα μη-φαρμακολογικά μέσα (π.χ. άσκηση, μείωση του βάρους) είναι ανεπαρκής.

Θεραπεία της ομόζυγου οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας ως συμπληρωματικό της δίαιτας, και άλλων θεραπειών, που μειώνουν τα λιπίδια (πχ LDL) ή εάν τέτοιου είδους θεραπείες δεν είναι κατάλληλες.

Καρδιαγγειακή πρόληψη: Μείωση της καρδιαγγειακής θνησιμότητας και νοσηρότητας σε ασθενείς με εμφανή αθηροσκληρυντική καρδιαγγειακή νόσο ή σακχαρώδη διαβήτη, με φυσιολογικά ή αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης ως συμπληρωματικό στην κάλυψη άλλων παραγόντων κινδύνου και άλλης καρδιοπροστατευτικής θεραπείας.

Αντενδείξεις:
– Υπερευαισθησία στη σιμβαστατίνη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα του φαρμάκου.
-Ενεργός ηπατική vόσος ή ανεξήγητη επιμένουσα αύξηση των τρανσαμινασών στον ορό
(βλέπε Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
– Εγκυμοσύνη και θηλασμός.
– Εάν λαμβάνετε ένα από τα παρακάτω φάρμακα:
-τα αντιμυκητιασικά ιτρακοναζόλη ή κετοκοναζόλη,
-τα αντιβιοτικά ερυθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη ή τελιθρομυκίνη,
-αναστολείς HIV πρωτεασών (όπως ινδιναβίρη, νελφιναβίρη, ριτοναβίρη και
σακουίναβίρη),
-το αντικαταθλιπτικό νεφαζοδόνη.

Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση:

Πριν την έναρξη της θεραπείας με Antichol® (Simvastatin), θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια ώστε να ελεγχθεί η υπερχοληστερολαιμία με κατάλληλη δίαιτα και άσκηση και να μειωθεί το σωματικό βάρος στους παχύσαρκους ασθενείς. Επίσης θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια αντιμετώπισης άλλων ιατρικών προβλημάτων που πιθανόν υπάρχουν. Πληροφορήστε το γιατρό σας για οποιαδήποτε ιατρικά προβλήματα έχετε ή είχατε και για οποιαδήποτε αλλεργία.

Μυοπάθεια/ραβδομυόλυση: Η σιμβαστατίνη, όπως άλλοι αναστολείς της HMG-CoA αναγωγάσης, περιστασιακά προκαλούν μυοπάθεια που εκδηλώνεται ως μυϊκός πόνος, ευαισθησία ή αδυναμία με επίπεδα της κινάσης της κρεατίνης (CK) πάνω από 10 φορές το ανώτατο φυσιολογικό όριο (ULN). Η μυοπάθεια μερικές φορές εκδηλώνεται όπως η ραβδομυόλυση με ή χωρίς οξεία νεφρική ανεπάρκεια, ως συνέπεια της μυοσφαιρινουρίας και πολύ σπάνια έχουν εμφανισθεί θάνατοι.

Αναφέρατε στο γιατρό σας αμέσως ανεξήγητοι μυϊκούς πόνους, μυϊκή ευαισθησία ή μυική αδυναμία ιδίως αν συνοδεύεται από κακουχία ή πυρετό.

Έλεγχος της κινάσης της κρεατινίνης
Οι έλεγχοι της κινάσης της κρεατινίνης (CK) δεν πρέπει να γίνονται μετά από κουραστική άσκηση ή όταν υπάρχει οποιαδήποτε ευνόητη διαφορετική αιτία για την αύξηση της CK επειδή αυτό δυσκολεύει την αξιολόγηση της τιμής της. Εάν τα επίπεδα της CK έχουν σημαντικά αυξηθεί από την έναρξη της θεραπείας (> 5 χ ULN), πρέπει να μετρώνται και πάλι 5 ως 7 ημέρες αργότερα προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα.

Πριν από τη θεραπεία:
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με παράγοντες που προδιαθέτουν για ραβδομυόλυση. Προκειμένου να καθιερωθεί μία αρχική τιμή αναφοράς, θα πρέπει να γίνει μέτρηση της CK πριν από την έναρξη της θεραπείας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

– Ηλικιωμένοι (ηλικίας > 70 ετών).
– Νεφρική ανεπάρκεια.
– Υποθυρεοειδισμος.
– Ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό κληρονομικών μυϊκών διαταραχών.
– Προηγούμενο ιστορικό μυΐκής τοξικότητας μετά από λήψη στατίνης ή φιβράτης
– Κατάχρηση αλκοόλ.

Εάν τα επίπεδα CK είναι σημαντικά υψηλότερα από τα ανώτατα φυσιολογικά όρια (περισσότερο από 5 φορές τα ανώτατα φυσιολογικά όρια) πριν την έναρξη της αγωγής το φάρμακο δεν θα σας χορηγηθεί.

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας: Εάν παρουσιασθεί μυϊκός πόνος, αδυναμία ή κράμπες κατά τη διάρκεια που κάποιος ασθενής λαμβάνει θεραπεία με μία στατίνη, θα πρέπει να μετρώνται τα επίπεδα της CK. Εάν αυτά τα επίπεδα έχουν προσδιορισθεί κατά την απουσία αυστηρής εξάσκησης, αυξημένα σημαντικά (> 5 χ ULN), η θεραπεία πρέπει να σταματήσει. Εάν τα μυϊκά συμπτώματα είναι σοβαρά και προκαλούν καθημερινά δυσφορία, ακόμη και αν τα επίπεδα CK είναι < 5 χ ULN, πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Διακοπή της θεραπείας: Εάν υπάρχει υποψία μυοπάθειας για οποιοδήποτε λόγο, η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί. Εάν τα συμπτώματα υποχωρήσουν και τα επίπεδα CK επιστρέψουν στα φυσιολογικά επίπεδα, επανέναρξη της θεραπείας με μία στατίνη ή έναρξη της αγωγής με μία εναλλακτική στατίνη θα πρέπει να γίνεται, στη μικρότερη δυνατή δόση και με στενή κλινική παρακολούθηση. Η θεραπεία με σιμβαστατίνη θα πρέπει να διακοπεί προσωρινά μερικές ημέρες πριν από εκλεκτική χειρουργική επέμβαση μείζονος σημασίας και όποτε επέρχεται οποιαδήποτε ιατρική ή χειρουργική κατάσταση μείζονος σημασίας.

Μέτρα για τη μείωση του κινδύνου μυοπάθειας που προκαλείται από τις αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα (Βλέπε επίσης λήμμα 2.5.

Ο κίνδυνος για μυοπάθεια και ραβδομυόλυση αυξάνεται με την ταυτόχρονη λήψη σιμβαστατίνης με ιτρακοναζόλη, κετοκοναφλη, ερυθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη, τελιθρομυκίνη, αναστολείς πρωτεασών ΗIV, νεφαζοδόνη, καθώς και με γεμφιβροζίλη, κυκλοσπορίνη και δαναζόλη.

Επίσης ο κίνδυνος για μυοπάθεια και ραβδομυόλυση αυξάνεται με την ταυτόχρονη χρήση άλλων φιβρατών, δόσεων νιασίνης που μειώνουν τα λιπίδια (≥1g/ημερησίως) ή ταυτόχρονα χορήγησης αμιωδαρόνης ή βεραπαμίλης με μεγαλύτερες δόσεις σιμβαστατίνης. Υπάρχει επίσης μία μικρή αύξηση του κινδύνου όταν χορηγείται διλτιαζέμη με σιμβαστατίνη 80 mg. Η συνδυασμένη χορήγηση της σιμβαστατίνης με γεμφιβροζίλη θα πρέπει να αποφεύγεται, εκτός και αν το όφελος της συνδυασμένης θεραπείας υπερτερεί του αυξημένου κινδύνου. Το όφελος της συνδυασμένηε θεραπείας σιμβαστατινης 10 mg ημερησίως με άλλες φιβράτες (εκτός της φαινοφιβράτης), νιασίνη, κυκλοσπορίνη ή δαναφλη θα πρέπει να εκτιμάται προσεκτικά έναντι του πιθανού κινδύνου από αυτούς τους συνδυασμούς.

Ηπατικές επιδράσεις: Συνιστάται να γίνεται έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας πριν την έναρξη της θεραπείας και μετά στη συνέχεια, εάν ενδείκνυται κλινικά. Ασθενείς που λαμβάνουν δόση των 80 mg θα πρέπει να κάνουν ένα επιπλέον έλεγχο πριν από τη ρύθμιση της δόσης, 3 μήνες μετά τη ρύθμιση της δόσης στα 80 mg και περιοδικά για το επόμενο διάστημα (πχ κάθε εξάμηνο) για τον πρώτο χρόνο της θεραπείας. Οι ασθενείς που αναπτύσσουν αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών πρέπει να παρακολουθούνται με ιδιαίτερη προσοχή και σ’ αυτούς τους ασθενείς πρέπει να επαναλαμβάνονται οι μετρήσεις αμέσως και στη συνέχεια να επαναλαμβάνονται αρκετά συχνά. Εάν τα επίπεδα των τρανσαμινασών δείχνουν αύξηση, και ιδιαίτερα αν αυξηθούν 3 χ ULN και η αύξηση αυτή επιμένει, η σιμβαστατίνη πρέπει να διακοπεί. Ενημερώστε το γιατρό σας εάν καταναλώνετε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Ενημερώστε το γιατρό σας εάν έχετε βαρεία νεφρική ανεπάρκεια, ή πριν από σοβαρή χειρουργική επέμβαση.

Χρήση κατά την εγκυμοσύνη: To Antidiol® (Simvastatin) αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια ms εγκυμοσύνης. Οι γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία μπορούν να παίρνουν Antichol (Simvastatin) μόνο όταν δεν υπάρχει περίπτωση να τεκνοποιήσουν και αφού πληροφορηθούν από το γιατρό τους πιθανούς κινδύνους. Εάν μια ασθενής προγραμματίζει να μείνει έγκυος ή μείνει έγκυος, ο γιατρός θα πρέπει να ενημερωθεί αμέσως και το φάρμακο πρέπει να διακοπεί λόγω του πιθανού κινδύνου για το έμβρυο.

Χρήση κατά το θηλασμό: To Antichol αντενδείκνυται κατά το θηλασμό.

Χρήση στα παιδιά: Επειδή δεν έχει τεκμηριωθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου σε παιδιά και έφηβους, το Anticho δεν συνιστάται για παιδιατρική χρήση.

Χρήση στους ηλικιωμένους: To Antichol είναι εξίσου αποτελεσματικό και ασφαλές τόσο σε ηλικιωμένους όσο και σε νεώτερους σε ηλικία ασθενείς (βλ. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης).

Επίδραση στην ικανότητα για οδήγηση και χειρισμό μηχανημάτων: Εάν είστε οδηγός, χειριστής μηχανημάτων ή η εργασία σας απαιτεί συγχρονισμό και εγρήγορση, θα πρέπει να γνωρίζετε τον τρόπο αντίδρασης σας στο φάρμακο και τους πιθανούς κινδύνους από τη μειωμένη ικανότητα αντίδρασης. Εάν οδηγείτε ή χειρίζεστε μηχανήματα, θα πρέπει να λάβετε υπόψη ότι σπάνια έχει αναφερθεί ζάλη κατά την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.

Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις για τα περιεχόμενα έκδοχα: Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας γλυκόζης, έλλειψη Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης – γαλακτόζης δεν πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο (βλέπε “Αντενδείξεις”).

Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή άλλες μορφές αλληλεπίδρασης: Ενημερώσετε το γιατρό σας για όλα τα φάρμακα που παίρνετε ή σχεδιάζετε να πάρετε, καθώς και εκείνα που μπορείτε να πάρετε χωρίς ιατρική συνταγή, διότι μπορεί να μεταβληθεί η δράση τους ή η αποτελεσματικότητα τους ή να παρουσιασθούν ανεπιθύμητες ενέργειες από τη συγχορήγησή τους. θα πρέπει επίσης να ενημερώσετε οποιοδήποτε γιατρό σας συνταγογραφεί νέα φάρμακα, ότι λαμβάνετε Antichol. Επειδή όταν λαμβάνετε Antichol® (Simvastatin) με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα φάρμακα μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος για μυοπάθεια, συμπεριλαμβανομένης της ραβδομυόλυσης (Βλ. Ανεπιθύμητες ενέργειες), είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίζει ο γιατρός σας εάν λαμβάνετε: – φιβράτες ή γεμφιβροζίλη, – κυκλοσπορίνη (άνοσοκατασταλτικό φάρμακο). – δαναζόλη, – αντιμυκητιασικά (όπως ιτρακοναζόλη, κετοκοναζόλη), -τα αντιβιοτικά ερυθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη και τελιθρομυκίνη, -αναστολείς ΗIV πρωτεασών (όπως ινδιναβίρη, νελφιναβίρη, ριτοναβίρη και σακουϊναβίρη), -το αντικαταθλιπτικό νεφαζοδόνη, -αμιωδαρόνη (φάρμακο για τη θεραπεία της αρρυθμίας), -βεραπαμίλη ή διλτιαζέμη (φάρμακα για τη θεραπεία της υπέρτασης ή της στηθάγχης ή άλλες καρδιακές καταστάσεις), -μεγάλες δόσεις (≥1g/ημερησίως) νιασίνης ή νικοτινικού οξέος. Η δόση της σιμβαστατίνης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 10 mg ημερησίως σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με κυκλοσπορίνη. Ο κίνδυνος για μυοπάθεια και ραβδομυόλυση αυξήθηκε με την ταυτόχρονη χορήγηση δαναζόλης με μεγαλύτερες δόσεις σιμβαστατίνης (βλ. λήμμα 2.4 και 2.6).

Η ταυτόχρονη χορήγηση του Antichol με ιτρακοναζόλη, κετοκοναζόλη, ερυθρομυκίνη ή κλαριθρομυκίνη, αναστολείς HIV πρωτεασών ή νεφαζοδόνη πρέπει να αποφεύγεται. Εάν η θεραπεία με ιτρακοναζόλη, κετοκοναζόλη, ερυθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη, τελιθρομυκίνη δεν μπορεί να αποφευχθεί, η θεραπεία με σιμβαστατίνη πρέπει να διακοπεί κατά τη διάρκεια αυτής της θεραπείας. Η συνδυασμένη χορήγηση του Antichol με φιβράτες ή νιασίνη πρέπει να αποφεύγεται, εκτός εάν κατά την κρίση του γιατρού το όφελος περαιτέρω μεταβολής των επιπέδων των λιπιδίων είναι πιθανόν να υπερτερεί του αυξημένου κινδύνου αυτού του συνδυασμού φαρμάκων. Η δόση του Anticholδεν πρέπει να υπερβαίνει τα 20 mg ημερησίως σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με αμιωδαρόνη ή βεραπαμίλη, εκτός και αν το κλινικό όφελος φαίνεται να υπερτερεί του αυξημένου κινδύνου για μυοπάθεια και ραβδομυόλυση.

Η δόση του Antichol® (Simvastatin) δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 40 mg ημερησίως σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με διλτιαζέμη, εκτός και αν το κλινικό ώφελός φαίνεται να υπερτερεί του αυξημένου κινδύνου για μυοπάθεια και ραβδομυόλυση. Είναι επίσης αναγκαίο να ενημερώσετε το γιατρό σας εάν λαμβάνετε αντιπηκτικά (φάρμακα που εμποδίζουν το σχηματισμό θρόμβων όπως η βαρφαρίνη, φενπροκουμόνη ή ακενοκουμαρόλη). Σε ασθενείς που λαμβάνουν κουμαρινικά αντιπηκτικά, πρέπει να προσδιορίζεται ο χρόνος προθρομβίνης πριν την έναρξη της θεραπείας με Antichol® (Simvastatin) και αρκετά συχνά κατά τη διάρκεια του πρώτου καιρού της θεραπείας, ώστε να διασφαλισθεί ότι δεν έχει εμφανισθεί σημαντική μεταβολή στο χρόνο προθρομβίνης. Μόλις σημειωθεί σταθερός χρόνος προθρομβίνης μπορεί στη συνέχεια οι χρόνοι προθρομβίνη να ελέγχονται στα διαστήματα που συνήθως συνιστώνται για τους ασθενείς που λαμβάνουν κουμαρινικά αντιπηκτικά. Εάν η δόση του Anticho αλλάξει, ή διακοπεί, πρέπει να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία.

Η θεραπεία με σιμβαστατίνη δεν έχει συνδεθεί με αιμορραγία ή με αλλαγές στο χρόνο προθρομβίνης στους ασθενείς που δεν λαμβάνουν αντιπηκτικά. Ο χυμός κίτρου περιέχει ένα ή περισσότερα συστατικά που αλλάζουν τον μεταβολισμό ορισμένων φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένου του Antichol. Η κατανάλωση του χυμού κίτρου πρέπει να αποφεύγεται.

Δοσολογία και τρόπος χορήγησης

Υπερχοληστερολαιμία: Πριν την έναρξη της θεραπείας με Antichol, θα πρέπει να υποβληθείτε σε διαιτητική αγωγή για τη μείωση της χοληστερόλης και εάν η ανταπόκριση στη δίαιτα και σε άλλα μη φαρμακολογικά μέσα αποδειχθεί μη αποτελεσματική, τότε να συνεχίσετε με αυτή τη δίαιτα και να λάβετε παράλληλα θεραπεία με Antichol όπως θα σας συστήσει ο ιατρός σας. Οι δόσεις εξατομικεύονται από τον ιατρό σας ανάλογα με τα αρχικά επίπεδα LDL χοληστερόλη και τον επιθυμητό στόχο θεραπείας και την ανταπόκριση σας στο φάρμακο.

Η συνήθης αρχική ημερήσια δόση είναι 10-20 mg άπαξ ημερησίως, το βράδυ. Ασθενείς για τους οποίους απαιτείται μεγαλύτερη μείωση των επιπέδων της LDL (μεγαλύτερη από 45 %) μπορεί να αρχίσουν τη θεραπεία με 20-40 mg/ημερησίως, χορηγούμενο σε εφάπαξ δόση το βράδυ. Η μέγιστη δόση είναι 80 mg /ημερησίως. Η δόση των 80 mg συνιστάται μόνον σε ασθενείς με σοβαρή υπερχοληστερολαιμία και σε μεγάλο κίνδυνο για καρδιαγγειακές επιπλοκές. Το εύρος δοσολογικού σχήματος είναι 5-80 mg ημερησίως. Η αναπροσαρμογή της δοσολογίας πρέπει να γίνεται σε διαστήματα όχι μικρότερα των 4 εβδομάδων μέχρι τη μέγιστη δόση των 80 mg/ημερησίως ως εφάπαξ δόση το βράδυ.

Ομόζυγος οικογενής υπερχοληστερολαιμία: Βάσει των αποτελεσμάτων μίας ελεγχόμενης κλινικής μελέτης, η συνιστώμενη δοσολογία για ασθενείς με ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία είναι Antichol 40 mg/ημέρα χορηγούμενο το βράδυ ή 80mg/ημέρα διηρημένο σε τρεις δόσεις, δύο των 20 mg κατά τη διάρκεια της ημέρας και μία δόση 40 mg το βράδυ. To Antichol πρέπει να χρησιμοποιείται σε αυτούς τους ασθενείς σαν συμπληρωματικό σε άλλες υπολιπιδαιμικές θεραπείες ή εφόσον τέτοιες θεραπείες δεν είναι διαθέσιμες.

Αγγειακή πρόληψη: Η συνήθης δόση του Anticho είναι 20 ως 40 mg/ημερησίως χορηγούμενο ως εφάπαξ δόση το βράδυ σε ασθενείες σε μεγάλο κίνδυνο για στεφανιαία καρδιακή νόσο (CHD, με ή χωρίς υπερλιπιδαιμία). Η θεραπεία με το φάρμακο μπορεί να ξεκινήσει ταυτόχρονα με τη δίαιτα και την άσκηση. Προσαρμογές της δοσολογίας, εάν απαιτηθεί, θα πρέπει να γίνονται όπως αναφέρθηκε ειδικά παραπάνω.

Συνδυασμένη θεραπεία: To Antichol είναι αποτελεσματικό ως μονοθεραπεία ή όταν χορηγείται ταυτόχρονα με ρητίνες δέσμευσης των χολικών οξέων. Η χορήγηση θα πρέπει να γίνεται είτε 2 ώρες πριν ή 4 ώρες μετά τη χορήγηση ρητίνης δέσμευσης των χολικών οξέων. Σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα με το Antichol κυκλοσπορίνη, δαναζόλη, γεμφιβροζίλη ή άλλες φιβράτες (εκτός της φαινοφιβράτης) ή δόσεις νιασίνης, που ελαττώνουν τα λιπίδια (≥1 g/ημερησίως), η δοσολογία του Antichol δεν πρέπει να υπερβαίνει 10 mg/ημερησίως. Σε ασθενείς που λαμβάνουν αμιοδαρόνη ή βεραπαμίλη ταυτόχρονα με Antichol, η δοσολογία του Anticholδεν πρέπει να υπερβαίνει τα 20mg ημερησίως (βλέπε 2.4 και 2.5).

Δοσολογία σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια: Δεν είναι απαραίτητη η τροποποίηση της δοσολογίας σε ασθενείς με ήπια ως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια. Ωστόσο πρέπει να δεικνύεται προσοχή όταν το φάρμακο χορηγείται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια. Σ’αυτούς τους ασθενείς πρέπει η αρχική δόση να είναι 10 mg/ημερησίως και να παρακολουθούνται προσεκτικά.

Παιδιατρική χρήση: Δεν έχει τεκμηριωθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου σε παιδιά. To Antichol δεν συνιστάται για παιδιατρική χρήση προς το παρόν. Χρήση σε ηλικιωμένους: Αν και η εμπειρία με ηλικιωμένοι ασθενείς είναι περιορισμένη, η αποτελεσματικότητα ως προς τη μείωση της χοληστερόλης με τις συνήθεις δόσεις ήταν παρόμοια με εκείνη που παρουσιάσθηκε στο γενικό πληθυσμό και δεν υπήρχε κάποια αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης των κλινικών και εργαστηριακών ανεπιθύμητων ενεργειών.

Υπερδοσολογία – Αντιμετώπιση: Στις λίγες περιπτώσεις υπερδοσολογίας που έχουν αναφερθεί με Antichol, δεν εμφανίσθηκαν στους ασθενείς σημαντικά συμπτώματα και όλοι οι ασθενείς επανήλθαν χωρίς επακόλουθα. Ωστόσο σε περίπτωση υπερδοσολογίας θα πρέπει να επικοινωνήσετε αμέσως με το γιατρό σας. Τηλ. Κέντρου δηλητηριάσεων 210.7793777.

Ανεπιθύμητες ενέργειες (παρενέργειες): Οποιοδήποτε φάρμακο είναι δυνατό να προκαλέσει αποτελέσματα διαφορετικά από τα επιδιωκόμενα ή να εμφανίσει ανεπιθύμητες ενέργειες. To Antichol είναι γενικά καλά ανεκτό. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν συνήθως ήπιες και παροδικές. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί με το φάρμακο είναι οι ακόλουθες: Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών έχει κατηγοριοποιηθεί σύμφωνα με τα ακόλουθα: Πολύ συχνές (> 1/10), Συχνές(≥ 1/100, < 1/10), Οχι συχνές (≥ 1/1.000, <1/100), Σπάνιες (≥ 1/10.000, < 1/1.000), Πολύ σπάνιες (< 1/10.000) συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων αναφορών.

Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος:
Σπάνιες: αναιμία.

Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Σπάνιες: κεφαλαλγία, παραισθησία, ζάλη, περιφερική νευροπάθεια.

Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος:
Σπάνιες: δυσκοιλιότητα, κοιλιακό άλγος, μετεωρισμός, δυσπεψία, διάρροια, ναυτία,
εμετός, παγκρεατίτιδα.

Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Σπάνιες: ηπατίτιδα/ίκτερος.

Διαταραχές του δέρματος του υποδόριου ιστού:
Σπάνιες: εξάνθημα, κνίδωση, αλωπεκία.

Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος του συνδετικού ιστού και των οστών:
Σπάνιες: μυοπάθεια, ραβδομυόλυση (βλ. λήμμα 2.4), μυαλγία, μυϊκοί σπασμοί.

Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Σπάνιες: ασθένεια.

Σπανίως έχει αναφερθεί σύνδρομο υπερευαισθησίας που περιλαμβάνει ορισμένα από τα
ακόλουθα χαρακτηριστικά: αγγειοοίδημα, σύνδρομο προσομοίαζον στον ερυθηματώδη
λύκο, ρευματική πολυμυαλγία, δερματομυοσίτιδα, αγγειίτιδα, θρομβοπενία, ηωσινοφιλία,
αυξημένη ταχύτητα καθίζησης (ESR), αρθρίτιδα και αρθραλγίες, κνησμό,
φωτοευαισθησία, πυρετό, εξάψει, δύσπνοια και γενική αδιαθεσία.

Για τις γενικές παρενέργειες των στατινών δείτε εδώ.

Παρακλινικές εξετάσεις:
Σπάνιες: αυξήσεις των τρανσαμινασών του ορού (αμινοτρανσφεράση της αλανίνης,
αμινοτρανσφεράση του ασπαρτικού, γ-γλουτάμυλο τρανσπεπτιδάση), αυξημένες τιμές
αλκαλικής φωσφατάσης, αύξηση των επιπέδων της CK στον ορό.

Τι πρέπει να γνωρίζετε στην περίπτωση που παραλείψατε να πάρετε κάποια δόση:
Προσπαθήστε να λαμβάνετε το Antichol όπως σας έχει συστήσει ο γιατρός σας. Όμως εάν παραλείψετε μια δόση, μην πάρετε μια επιπλέον της κανονικής δόσης, αλλά συνεχίστε με το κανονικό σας πρόγραμμα.

Ημερομηνία λήξης:
Μη χρησιμοποιείτε αυτό το φάρμακο μετά την ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στη
συσκευασία με τέσσερα νούμερα μετά το “ΛΗΞΗ”. Τα πρώτα δύο νούμερα δείχνουν το
μήνα και τα τελευταία δύο νούμερα δείχνουν το χρόνο.

Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία ≤ 25° C.

Δείτε επίσης