Μελέτη PURE: Καλύτερα να τρώτε πολλά λιπαρά παρά πολλούς υδατάνθρακες

Την ανάγκη αναθεώρησης των σημερινών κατευθυντήριων οδηγιών που ισχύουν για τη διατροφή αναδεικνύουν νέα στοιχεία.

Αντίθετα με τη δημοφιλή πεποίθηση, η κατανάλωση υψηλότερης ποσότητας λίπους (περίπου το 35% των συνολικών θερμίδων) συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με χαμηλότερες προσλήψεις. Ωστόσο, μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες (άνω του 60% των θερμίδων) σχετίζεται με υψηλότερη θνησιμότητα, αν και όχι με τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

Αυτά είναι τα κορυφαία μηνύματα δύο μελετών που δημοσιεύθηκαν  στο The Lancet, και οι δύο παραγόμενες από μια μεγάλη παγκόσμια μελέτη που διεξήχθη από τους ερευνητές του Ινστιτούτου Υγιεινής Πληθυσμού (PHRI) του Πανεπιστημίου McMaster και του Hamilton Health Sciences στο Hamilton του Καναδά. Οι μελέτες παρουσιάστηκαν επίσης στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας στη Βαρκελώνη της Ισπανίας.

Πρόκειται για στοιχεία από τη μελέτη Prospective Urban-Rural Epidemiology (PURE), που έγινε σε 18 χώρες. Η PURE αφορούσε 135.335 άτομα ηλικίας, 35-70 ετών, από χώρες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της Ασίας, της Κίνας και της Αφρικής. Το βασικό συμπέρασμα ήταν ότι η κατανάλωση πολλών υδατανθράκων σχετίζεται με χειρότερη συνολικά θνησιμότητα και μη καρδιαγγειακή θνησιμότητα, ενώ η κατανάλωση πολλών λιπαρών ενέχει τελικά μικρότερο κίνδυνο.

«Τα ευρήματα της μελέτης PURE δεν επιβεβαιώνουν την ισχύουσα οδηγία για περιορισμό των συνολικών λιπών κάτω από το 30% της ενεργειακής  πρόσληψης και των κορεσμένων λιπών κάτω από το 10%, αφού ο περιορισμός αυτός δεν συντελεί σε βελτίωση της υγείας. Αντιθέτως, ο περιορισμός των υδατανθράκων μπορεί να έχει σημαντικά οφέλη για την υγεία», ανέφερε η Mahshid Dehghan, από το Πανεπιστήμιο Μακ Μάστερ του Καναδά, που συμμετείχε στη μελέτη.

Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν για τη διατροφή τους και παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο 7,5 χρόνια. Διαπιστώθηκε για τα διαιτητικά λίπη δεν συνδέονται με μείζονα καρδιαγγειακά νοσήματα, αντίθετα η υψηλότερη κατανάλωση λίπους συσχετίστηκε με χαμηλότερη θνησιμότητα. Αυτό παρατηρήθηκε για όλους τους βασικούς τύπους λιπών (κορεσμένα λίπη, πολυακόρεστα και μονοακόρεστα).

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι, αν και αυτό μπορεί να φαίνεται περίεργο για ορισμένους, συμφωνεί με αρκετές μελέτες παρατήρησης και τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές που διεξήχθησαν στις δυτικές χώρες τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Η Dehghan είπε: “Η μείωση της πρόσληψης λίπους οδήγησε αυτόματα στην αύξηση της κατανάλωσης υδατανθράκων και τα ευρήματά μας μπορούν να εξηγήσουν γιατί ορισμένοι πληθυσμοί όπως οι νοτιοασιάτες, οι οποίοι δεν καταναλώνουν πολύ λίπος αλλά καταναλώνουν πολλούς υδατάνθρακες, έχουν υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας”.

Eπεσήμανε επίσης ότι οι διαιτητικές κατευθυντήριες γραμμές έχουν επικεντρωθεί εδώ και δεκαετίες στη μείωση του συνολικού λίπους κάτω από το 30% της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης και του κορεσμένου λίπους κάτω από το 10% της θερμιδικής πρόσληψης. Αυτό βασίστηκε στην ιδέα ότι η μείωση των κορεσμένων λιπαρών μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων επειδή έτσι μειώνεται η χοληστερίνη, αλλά η ιδέα αυτή δεν έλαβε υπόψη το πώς αντικαθίστανται τα κορεσμένα λιπαρά στη διατροφή.

Λίπος έναντι υδατανθράκων

Οι τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές αναπτύχθηκαν περίπου πριν από τέσσερις δεκαετίες χρησιμοποιώντας δεδομένα από ορισμένες δυτικές χώρες όπου το λίπος ήταν περισσότερο από 40-45% της θερμιδικής πρόσληψης και η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών ήταν περισσότερο από 20%.

Η κατανάλωση των λιπών είναι τώρα πολύ χαμηλότερη στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη (31% και 11% αντίστοιχα). Παρά αυτή τη μείωση δεν έχει παρατηρηθεί το αναμενόμενο όφελος σε σχέση με τα καρδιακά εμφράγματα.

Από τους 5.796 θανάτους και τα 4.784 μείζονα καρδιαγγειακά επεισόδια, που καταγράφηκαν σε διάστημα 7,5 ετών στη μελέτη, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η πρόσληψη υδατανθράκων στο υψηλότερο έναντι του χαμηλότερου τεταρτημόριου, σχετίστηκε με 28% αύξηση της θνησιμότητας, αλλά όχι με καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Αντίθετα, η υψηλή έναντι της χαμηλής κατανάλωσης λιπαρών συντελούσε σε 23% μείωση της συνολικής θνησιμότητας, σε 18% μειωμένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και σε 30% μειωμένο κίνδυνο μη καρδιαγγειακής θνησιμότητας.

Όλα τα είδη των λιπαρών σχετιζόταν με μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας: κατά 14% ήταν μικρότερος ο κίνδυνος από την κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών, κατά 19% από την κατανάλωση μονοακόρεστων και κατά 20% από την κατανάλωση πολυακόρεστων. Η υψηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών σχετίστηκε επίσης με 21% μειωμένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου, κάτι που προκάλεσε έκπληξη.

Η μελέτη επιβεβαίωσε ότι ενώ η LDL («κακή») χοληστερόλη αυξάνεται με την αυξημένη κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών, η HDL («καλή») χοληστερόλη επίσης αυξάνεται, οπότε το τελικό αποτέλεσμα είναι μια μείωση στην αναλογία ολικής χοληστερόλης προς HDL.

Φρούτα, λαχανικά και όσπρια

Η δεύτερη μελέτη αξιολόγησε την κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και οσπρίων και τα συσχέτισε με θανάτους, καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικά επεισόδια.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι η σημερινή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών παγκοσμίως είναι μεταξύ τριών έως τεσσάρων μερίδων ημερησίως, αλλά οι περισσότερες διαιτητικές οδηγίες συνιστούν τουλάχιστον πέντε ημερήσιες μερίδες. Παλαιότερες μελέτες στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη σύστηναν την κατανάλωση 400-800 γραμμαρίων, ημερησίως, φρούτων, λαχανικών και οσπρίων. Από τη PURE προκύπτει ότι η κατανάλωση 375-500 γραμμαρίων φυτικών τροφίμων καθημερινά είναι εξίσου ωφέλιμη με τις υψηλότερες ποσότητες.

Δεδομένου ότι τα φρούτα και τα λαχανικά είναι σχετικά ακριβά στις περισσότερες χώρες μέσου εισοδήματος και χαμηλού εισοδήματος, αυτό το επίπεδο κατανάλωσης είναι απρόσιτο για τους περισσότερους ανθρώπους σε πολλές περιοχές του κόσμου, όπως η Νότια Ασία, η Κίνα, η Νοτιοανατολική Ασία και η Αφρική. Η κατανάλωσή τους σ’ αυτές τις χώρες είναι πολύ χαμηλότερη από ό, τι στις δυτικές χώρες.

“Η μελέτη μας διαπίστωσε ότι ο χαμηλότερος κίνδυνος θανάτου σε αυτούς που κατανάλωσαν τρεις έως τέσσερις μερίδες ή ισοδυναμεί με 375 έως 500 γραμμάρια φρούτων, λαχανικών και οσπρίων την ημέρα, με λίγα πρόσθετα οφέλη για την πρόσληψη πέρα ​​από αυτό το εύρος”, δήλωσε η Victoria Miller υποψήφια διδάκτωρ και κύρια συγγραφέας της μελέτης.

“Επιπλέον, η πρόσληψη φρούτων συνδέθηκε με περισσότερο όφελος σε σχέση με τα λαχανικά. Η μελέτη PURE περιλαμβάνει πληθυσμούς από γεωγραφικές περιοχές που δεν έχουν μελετηθεί πριν και η ποικιλία των πληθυσμών προσθέτει σημαντική δύναμη ότι αυτά τα τρόφιμα μειώνουν τον κίνδυνο της ασθένειας. Περισσότερο η κατανάλωση ακατέργαστων λαχανικών σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με τα μαγειρεμένα λαχανικά, αλλά τα ωμά λαχανικά καταναλώνονται σπάνια στη Νότια Ασία, την Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία”, δήλωσε η Miller.

“Οι σημερινές οδηγίες για τη διατροφή δεν διαφοροποιούν τα οφέλη των ωμών έναντι των μαγειρεμένων λαχανικών, όμως τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι οι συστάσεις πρέπει να δώσουν έμφαση στην ακατέργαστη πρόσληψη λαχανικών και όχι σε μαγειρεμένα”.

Τα  όσπρια σχετίστηκαν επίσης με σημαντική μείωση της μη καρδιαγγειακής και συνολικής θνησιμότητας. Τα όσπρια περιλαμβάνουν φασόλια, φακές, μπιζέλια και ρεβίθια, και συχνά τρώγονται ως εναλλακτική λύση για το κρέας.

“Τα όσπρια καταναλώνονται συνήθως από πολλούς πληθυσμούς της Νότιας Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Η κατανάλωση μίας μερίδας ημερησίως μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων και θανάτου”, δήλωσε η Miller.

Η μελέτη βρήκε ότι τρεις ή περισσότερες μερίδες φρούτων την ημέρα συντελούσαν σε 18% μειωμένο κίνδυνο μη καρδιαγγειακής θνησιμότητας και 19% μείωση της θνησιμότητας συνολικά.

Η χοληστερίνη

Σε μια τρίτη μελέτη, που δημοσιεύθηκε ταυτόχρονα στο περιοδικό The Lancet Diabetes and Endocrinology, οι ίδιοι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση των λιπών και των υδατανθράκων στα λιπίδια του αίματος και την αρτηριακή πίεση.

Διαπίστωσαν ότι η LDL (λεγόμενη «κακή» χοληστερόλη) δεν είναι αξιόπιστη στην πρόβλεψη των επιδράσεων των κορεσμένων λιπαρών στα μελλοντικά καρδιαγγειακά συμβάματα. Αντ’ αυτού, η αναλογία της απολιποπρωτεΐνης Β (ApoB) και της απολιποπρωτεΐνης Α1 (ApoA1), δίνουν την καλύτερη ένδειξη της επίδρασης κορεσμένων λιπαρών στον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Δείτε επίσης