Οι ιδιότητες της βιταμίνης C

Η βιταμίνη (ασκορβικό οξύ) παρέχει άμεσα ή έμμεσα ηλεκτρόνια σε ένζυμα, που απαιτούν ιόντα μετάλλων σε ανηγμένη μορφή ως πρόσθετα, για να επιτύχουν πλήρη ενζυμική δραστηριότητα.

Οι μοριακές δομές της βιταμίνης C και της οξειδωμένης της μορφής, του διϋδροασκορβικού οξέος (dihydroascorbic acid), είναι παρόμοιες με αυτή της γλυκόζης. Το μόριό τους περιέχει αρκετές υδροξυλιομάδες (OH) (ή ομάδες υδροξυλίου), όπως και το μόριο της γλυκόζης, που βρίσκονται η μια δίπλα στην άλλη.

Τα περισσότερα θηλαστικά συνθέτουν βιταμίνης C από τη γλυκόζη, εντούτοις οι άνθρωποι και άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά στερούνται το ένζυμο (L-gulonolactone oxidase) που απαιτείται για τη σύνθεσή του. Αυτό έχει ως συνέπεια να απαιτείται διαρκής πρόληψη αυτής της βιταμίνης από τα φρούτα και τα λαχανικά (το ωμό κρέας περιέχει και αυτό ελάχιστες ποσότητες οι οποίες όμως καταστρέφονται εύκολα με τη θέρμανση).

Το σκορβούτο, η νόσος που προκύπτει από την έλλειψη βιταμίνης C μπορεί να φθάσει σε απειλητικά επίπεδα για τη ζωή, ακόμη και μέχρι το θάνατο. Δύο από τα σημαντικότερα σημεία της νόσου είναι η μεγάλη εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος και η καταστροφή της θεμέλιας ουσίας των διαφόρων συνδετικών ιστών του σώματος λόγω έντονης αναστολής στη σύνθεση του κολλαγόνου, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ευθραυστότητα των αγγείων και ποικίλου βαθμού αιμορραγίες.

Η έλλειψη της βιταμίνης C προκαλεί ταχεία μείωση της σύνθεσης των στεροειδών του φλοιού των επινεφριδίων, με αποτέλεσμα την αδυναμία του οργανισμού να αντιπαρέρχεται τα ποικίλης προέλευσης στρες.

Η βιταμίνη C θεωρείται ως το σημαντικότερο αντιοξειδωτικό στο εξωκυττάριο υγρό. Είναι μια υδατοδιαλυτή ένωση που διανέμεται σε όλο το σώμα με υψηλές συγκεντρώσεις σε διάφορους ιστούς, συμπεριλαμβανομένων του φακού των οφθαλμών, των λευκοκυττάρων, των επινεφριδίων και των βλεννογόνιων αδένων.

Οι φυσιολογικές συγκεντρώσεις της βιταμίνης C στο αίμα είναι περίπου 0,6–2,0 mg/dL. Μερικοί ιστοί όπως ο φακός των οφθαλμών, τα επινεφρίδια και οι βλεννογόνιοι αδένες περιέχουν τουλάχιστον δύο φορές αυτό το ποσό.

Η βιταμίνη C είναι επιπλέον ένας ουσιαστικός συμπαράγοντας για τα ένζυμα που συμμετέχουν στη σύνθεση του κολλαγόνου. Είναι απαραίτητο επιπλέον στη σύνθεση της καρνιτίνης (carnitine) από τη λυσίνη, στην αμίδωση των πεπτιδίων και στο μεταβολισμό της τυροσίνης. Συμμετέχει στο μεταβολισμό της χοληστερόλης και στη διαμόρφωση του λιποπρωτεϊνικού προφίλ, όπως και στη σύνθεση των κατεχολαμινών. Στη σύνθεση των κατεχολαμι νών, το ασκορβικό οξύ λειτουργεί ως δότης ηλεκτρονίων για το ένζυμο β-υδροξυλάση της ντοπαμίνης, το οποίο μετατρέπει τη ντοπαμίνη σε νορεπινεφρίνη.

Αυτή η αντίδραση είναι ιδιαίτερα σημαντική στον εγκέφαλο και στα συμπαθητικά νεύρα, όπου η νορεπινεφρίνη λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής, και στο μυελό των επινεφριδίων, όπου η νορεπινεφρίνη μετατρέπεται στην ισχυρή ορμόνη των κατεχολαμινών, την επινεφρίνη.

Φαίνεται πως η βιταμίνη C αποτελεί ένα μόριο πρώτης επιλογής για την αντιμετώπιση του οξειδωτικού στρεςs, που προκαλείται από την έναρξη της αναπνευστικής δραστηριότητας αμέσως μετά τη γένεση.

Μεταξύ των διαφόρων ιστών του σώματος, τα επινεφρίδια περιέχουν υψηλότερα επίπεδα συγκέντρωσης βιταμίνης C.

Από το 1953 ο Willis αναφέρει την ύπαρξη λιπιδικών εναποθέσεων στις αρτηρίες των ινδικών χοιριδίων που η διατροφή τους δεν περιείχε βιταμίνη C (τα ινδικά χοιρίδια, όπως και ο άνθρωπος, δεν παράγουν βιταμίνης C αλλά το λαμβάνουν από την ημερήσια τροφή που καταναλώνουν). Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι βλάβες που προκαλούνται, μπορούν να αντιστραφούν μέσω χορήγησης συμπληρωμάτων βιταμίνης C. Τα ίδια πειράματα έγιναν και σε κουνέλια και οι ερευνητές κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα. Αυτές και άλλες μελέτες δημιούργησαν την ιδέα ότι η αθηροσκλήρωση μπορεί να είναι αποτέλεσμα -ή έστω να ενισχύεται- από την έλλειψη βιταμίνης C στη διατροφή του ανθρώπου.

Από μια σειρά τυχαιοποιημένων αλλά μικρών μελετών προκύπτει ότι η χορήγηση υψηλών δόσεων βιταμίνης C οδηγεί σε ήπια μείωση των επιπέδων της ολικής χοληστερίνης, ειδικότερα σε άτομα που εμφανίζουν υψηλές τιμές χοληστερίνης και χαμηλές τιμές βιταμίνης C.

Οι χαμηλές συγκεντρώσεις βιταμίνης C φαίνεται να συσχετίζονται με αρκετούς παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής ισχαιμικής νόσου συμπεριλαμβανομένης της υψηλής χοληστερίνης, των χαμηλών επίπεδων HDL, της υπέρτασης, του καπνίσματος, του φύλου και της ηλικίας.

Οι Verlangieri et al εκτίμησαν πως η μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακές ισχαιμικές νόσους που καταγράφηκε στις ΗΠΑ, οφειλόταν στην κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών.

Από την ανασκόπηση της τρέχουσας διεθνούς βιβλιογραφίας προκύπτουν πολλά άρθρα και μελέτες που αναφέρονται στη δράση του ασκορβικού οξέος τόσο στη πρόληψη όσο και στη θεραπεία του καρκίνου καθώς και στην αναλγητική του δράση. Από το 1949 προτάθηκε η χρήση του για τη θεραπεία του καρκίνου. Μάλιστα το 1952 είχε προταθεί να χρησιμοποιηθεί ως χημειοθεραπευτικός παράγοντας.

Σήμερα είναι πλέον αποδεκτό από τους ερευνητές ότι η βιταμίνη C έχει προσδιορισμένες λειτουργίες σχετικές με την πρόληψη του καρκίνου. Στον καρκίνο πολύ συχνά παρουσιάζεται σοβαρή εξασθένιση της ικανότητας του ανοσοποιητικού συστήματος να εντοπίζει και να καταστρέφει τα κακοήθη κύτταρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε υγιή άνθρωπο σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του δημιουργούνται μικροί πληθυσμοί κακοήθων κυττάρων, τα οποία εντοπίζονται και καταστρέφονται από μια κατηγορία λεμφοκυττάρων, που ονομάζονται φυσικοί φονείς.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η χορήγηση υψηλών δόσεων βιταμίνης C αλλά και άλλων αντιοξειδωτικών ενισχύει αρκετά την άμυνα του οργανισμού, ενδυναμώνοντας το ανοσοποιητικό σύστημα σε διάφορα επίπεδα μέσω μιας σειράς μηχανισμών, όπως είναι η αύξηση της φαγοκυτταρικής ικανότητας των κοκκιοκυττάρων, η μεγέθυνση της ανθεκτικότητας στο ενδογενές οξειδωτικό στρες, η παραγωγή κυτταροκινών που συντονίζουν και εξειδικεύουν την ανοσολογική αντίδραση, και την αύξηση του αριθμού των λευκοκυττάρων.

Γενικότερα η χορήγηση της βιταμίνης C φαίνεται να ενισχύει τον οργανισμό απέναντι στις λοιμώξεις και να μειώνει τα συμπτώματα, όσο και τη διάρκεια της λοίμωξης.

Η βιταμίνη C θεωρείται ένα από τα ισχυρότερα αναγωγικά και εκκαθαριστής ελεύθερων ριζών. Σε κάθε ανθρώπινο και ζωικό κύτταρο παράγονται διάφορες μορφές ελεύθερων ριζών. Οι ενεργές αυτές μοριακές δομές παράγονται είτε με απλές χημικές αντιδράσεις είτε με ενζυμικές αντιδράσεις. Οι κύριες ενδογενείς πηγές ελεύθερων ριζών στο κύτταρο περιλαμβάνουν προϊόντα οξείδωσης των λιπιδίων, των θειολών, των υδροκινονών, των κατεχολαμινών και άλλων. Ένας συντηρητικός υπολογισμός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το 70% των ενζύμων ενός ζωικού κυττάρου έχει οξειδαναγωγικό χαρακτήρα και συνεπώς αποτελεί δυνητική πηγή ενδογενών ελευθέρων ριζών. Τα αντιοξειδωτικά συστήματα από την άλλη πλευρά εξουδετερώνουν όλα τα στάδια της αλυσίδας παραγωγής ελεύθερων ριζών ξεκινώντας από τα αρχικά διεγερθέντα μόρια (τους πυροδότες) και καταλήγοντας μέχρι τα υδροϋπεροξείδια.

Η βιταμίνη C μπορεί επίσης να προστατεύει τις κυτταρικές μεμβράνες από την υπεροξείδωση λόγω της συνεργικής αντιοξειδωτικής λειτουργίας του με τη βιταμίνη Ε. Επιπλέον μπορεί να ενισχύσει ή να αποκαταστήσει τη δραστηριότητα της τοκοφερόλης (βιταμίνης Ε). Η δράση αυτή έχει διερευνηθεί σε in vitro λειτουργίες.

Η βιταμίνη C σε υψηλές δόσεις αναστέλλει τις προσταγλανδίνες των δύο οδών (προερχόμενες από αραχιδονικό οξύ), που έχουν συσχετιστεί με τον αυξανόμενο κυτταρικό πολλαπλασιασμό.

Επίσης, η βιταμίνη C ασκεί μια ήπια αντιφλεγμονώδη δράση που ελαχιστοποιεί τις φλεγμονώδεις αντιδράσεις, οι οποίες συνοδεύουν μια παθολογική διεργασία και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του πόνου.

Πηγή: Ενδορφίνες και ασκορβικό οξύ. Των Αναστασία Μπαλντούμα, νοσηλεύτρια ΤΕ, MSc, Αιματολογική Κλινική, ΠΓΝ Ιωαννίνων, και Κωνσταντίνου Χαραλαμπόπουλου, Αναπληρωτή Καθηγητή Φυσιολογίας, Ιατρική Σχολή, ΠΓΝ Ιωαννίνων, 2008. 

Δείτε επίσης