Τι είναι η αναφυλαξία

Η αναφυλαξία αποτελεί μια σοβαρή αλλεργική αντίδραση υπερευαισθησίας που μπορεί να επιφέρει τον θάνατο. Είναι ταχύτατης έναρξης (λεπτά έως μερικές ώρες) και συνήθως συμμετέχουν πολλά οργανικά συστήματα.

Η αναφυλακτική αντίδραση είναι συστηματική, που σημαίνει πως δεν περιορίζεται στην περιοχή του ερεθισμού.

Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η απόφραξη των αεροφόρων οδών στο βρογχιακό δέντρο ή στο λάρυγγα ή και στα δύο. Συμβαίνει πιο συχνά μετά από τσιμπήματα εντόμων ή ενδοφλέβια χορήγηση συγκεκριμένων φαρμάκων.

Η επίπτωση της αναφυλαξίας σε όλη τη διάρκεια της ζωής και από όλους τους εκλυτικούς παράγοντες είναι τουλάχιστον 1%. Οι παράγοντες και οι συμπαράγοντες που επηρεάζουν την αναφυλαξία είναι παρόμοιοι σε όλο τον κόσμο. Η σημασία των διαφόρων παραγόντων πρόκλησης ποικίλει με την ηλικία και τη γεωγραφία.

Η αναφυλαξία συμβαίνει συνήθως μέσω ενός IgE-εξαρτώμενου ανοσολογικού μηχανισμού που ενεργοποιείται από τροφές, νυγμούς εντόμων, φάρμακα ή latex. Μπορεί επίσης να προκληθεί από άλλους ανοσολογικούς μηχανισμούς ή από απευθείας ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων.

Στην ιδιοπαθή αναφυλαξία, η πιθανότητα ενός νέου παράγοντα πρόκλησης ή μιας διαταραχής της ενεργοποίησης των μαστοκυττάρων θα πρέπει πάντα να εξετάζεται.

Συμπτώματα

Τα κλινικά κριτήρια για τη διάγνωση της αναφυλαξίας έχουν πιστοποιηθεί για ιατρική χρήση, αλλά και για επιδημιολογικές μελέτες, και έχουν μεγάλη ευαισθησία, καλή ειδικότητα και υψηλή αρνητική αξία πρόβλεψης.

Συμπτώματα από το δέρμα και τους βλεννογόνους και σημεία όπως φαγούρα, ερύθημα προσώπου, εξάνθημα και αγγειοοίδημα εμφανίζονται στο 80–90% των επεισοδίων.

Αναπνευστικά, γαστρεντερικά και καρδιαγγειακά συμπτώματα είναι επίσης συχνά, όμως, το σοκ δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει, ακόμα και σε σοβαρή ή θανατηφόρα αναφυλαξία.

Τα συμπτώματα είναι:

  • Απόφραξη των αεραγωγών, συμπεριλαμβανομένου οιδήματος του λάρυγγα, που οδηγεί σε αναπνευστική δυσχέρεια.
  • Καταπληξία, σχετιζόμενη με σοβαρή ελάττωση στην αρτηριακή πίεση.
  • Γρήγοροι καρδιακοί παλμοί.
  • Κνίδωση και μορφώματα κάτω από την επιφάνεια του δέρματος (αγγειοοίδημα).
  • Ναυτία, εμετός, διάρροια.
  • Ζαλάδα, νοητική σύγχυση, διαταραχή του λόγου, υπερβολική ανησυχία.
  • Οίδημα των χειλέων και της γλώσσας.
  • Κόκκινο δέρμα και επίμονη φαγούρα.

Αντιμετώπιση

Η αρχική αντιμετώπιση περιλαμβάνει την κατοχή ενός πρωτοκόλλου, την αξιολόγηση του ασθενούς, στη συνέχεια την κλήση για βοήθεια, τη χορήγηση ενέσιμης επινεφρίνης (αδρεναλίνης) ενδομυϊκά στο μέσο-έξω μηριαίο, και τοποθέτηση του ασθενούς σε ύπτια ή σε άνετη θέση.

Συμπληρωματική χορήγηση οξυγόνου, ενδοφλέβια και καρδιοπνευμονική ανάνηψη θα πρέπει να παρέχονται κατ’ ανάγκη.

Θα πρέπει να παρακολουθείται ο καρδιακός ρυθμός και λειτουργία, η αρτηριακή πίεση και η οξυγόνωση, εάν είναι εφικτό, ενώ Η1-αντιισταμινικά, Η2-αντιισταμινικά, γλυκοκορτικοειδή και β2-αδρενεργικοί αγωνιστές δεν πρέπει να χορηγούνται πριν από την επινεφρίνη ή ως μονοθεραπεία.

Οι ασθενείς με αναφυλαξία ανθεκτική στην επινεφρίνη, σε συμπληρωματικό οξυγόνο και στην ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, χρειάζονται μονάδα εντατικής θεραπείας με αερισμό και υποστήριξη με ινότροπα.

Μετά από την αντιμετώπιση ενός αναφυλακτικού επεισοδίου, ο ασθενής θα πρέπει να προετοιμάζεται για αυτοφροντίδα υποτροπών στην κοινότητα, φέροντας μαζί του κάθε στιγμή μία ή περισσότερες ενέσεις επινεφρίνης και γνωρίζοντας τη σωστή χορήγησή της όταν συμβεί αναφυλαξία. Επίσης προετοιμάζεται αναπτύσσοντας και χρησιμοποιώντας ένα προσωποποιημένο πρόγραμμα επείγουσας αντιμετώπισης και φορώντας ιατρική ταυτότητα αναγνώρισης.

Για την πρόληψη των υποτροπών κάποιος ασθενής που έχει υποστεί θεραπεία για αναφυλαξία θα πρέπει να αξιολογείται από έναν ειδικό στην αλλεργία / ανοσολογία, ο οποίος θα επιβεβαιώσει τους παράγοντες πρόκλησης χρησιμοποιώντας δερματικές δοκιμασίες, με- τρήσεις των επιπέδων ειδικών για αλλεργιογόνα IgE, και άλλες εξετάσεις όπως ενδείκνυται.

Οι δερματικές δοκιμασίες εκτελούνται 3–4 εβδομάδες μετά από το αναφυλακτικό επεισόδιο, και αν είναι αρνητικές σε ασθενή με ισχυρό ιστορικό αναφυλαξίας θα πρέπει να επαναλαμβάνονται εβδομάδες ή μήνες αργότερα. Θα πρέπει να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με την αποφυγή πιθανών προκλητικών παραγόντων. Εάν ενδείκνυται, θα πρέπει να εφαρμόζεται ανοσιακή τροποποίηση με ανοσοθεραπεία ειδική για το αλλεργιογόνο ή πρωτόκολλα φαρμακευτικής απευαισθητοποίησης. Συννοσηρότητες όπως το άσθμα ή οι καρδιαγγειακές διαταραχές πρέπει να αντιμετωπίζονται καταλλήλως.

Η έρευνα γύρω από την αναφυλαξία δεν περιορίζεται πλέον από την αντίληψη ότι η νόσος είναι σπάνια, από την απουσία ενός αποδεκτού ορισμού ή από την έλλειψη πιστοποιημένων κλινικών διαγνωστικών κριτηρίων. Έχει δημιουργηθεί μια παγκόσμια ατζέντα για την έρευνα στην αναφυλαξία, με σκοπό τη βελτίωση της κατανόησης της επιδημιολογίας, των παραγόντων.

Δείτε επίσης