Αντίσταση στα αντιβιοτικά: Πόσο συμβάλλει η ρύπανση των φαρμακευτικών εταιρειών;

Oι φαρμακευτικές εταιρείες, που θα πρέπει να εργάζονται για τη θεραπεία των ασθενειών, συμβάλλουν στην εξάπλωση των λοιμώξεων οι οποίες προβλέπεται ότι θα σκοτώνουν 10 εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως έως το 2050, κι αυτό διότι ρυπαίνοντας το περιβάλλον με τις δραστικές ουσίες, αυξάνουν την αντίσταση στα αντιβιοτικά.

Τα αντιμικροβιακά φάρμακα ήταν κάποτε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ιατρικής. Έχουν σώσει εκατομμύρια ανθρώπους που μολύνθηκαν από βακτήρια και έχουν βοηθήσει σε άλλες διαδικασίες όπως είναι οι χειρουργικές επεμβάσεις, οι θεραπείες καρκίνων και οι μεταμοσχεύσεις οργάνων. Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, τα μικρόβια ανέπτυξαν αντίσταση στα αντιβιοτικά δημιουργώντας μια επείγουσα απειλή για τη δημόσια υγεία. Σήμερα, μόνο στις ΗΠΑ, κάθε χρόνο πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι αποκτούν ανθεκτικές λοιμώξεις που προκαλούνται από βακτήρια, και από αυτούς υπολογίζεται ότι πεθαίνουν 23.000. Οι ειδικοί λένε ότι εάν δεν γίνει κάτι για να αντιμετωπιστεί η αντίσταση στα αντιβιοτικά, η ανθρωπότητα κινδυνεύει να ζήσει μια μεταμικροβιακή εποχή, όπου ακόμα και μικρές λοιμώξεις θα γίνουν απειλητικές για τη ζωή και οι συνήθεις ιατρικές διαδικασίες θα είναι σχεδόν αδύνατο να εκτελεστούν.

Η αντίσταση στα αντιβιοτικά είναι η ικανότητα ενός μικροοργανισμού να αντέχει στις επιδράσεις ενός αντιβιοτικού. Πρόκειται για έναν συγκεκριμένο τύπο αντοχής στα φάρμακα που αναπτύσσεται μέσω της φυσικής επιλογής. Τα ανθεκτικά βακτήρια μεταφέρουν τη γενετική πληροφορία στους απογόνους τους και πολλαπλασιάζονται στο περιβάλλον. Εάν ένα βακτήριο φέρει αρκετά γονίδια ανθεκτικότητας, ονομάζεται πολυανθεκτικό ή κοινώς superbug. Η αντίσταση είναι μια φυσική διαδικασία και μπορεί να συμβεί με μικρές συγκεντρώσεις αντιβιοτικών αλλά επιταχύνεται από την υπερβολική χρήση τους. Οι παράγοντες που συμβάλλουν είναι η λανθασμένη διάγνωση, οι άσκοπες συνταγές, η ακατάλληλη χρήση αντιβιοτικών από τους ασθενείς και η χρήση αντιβιοτικών στις ζωοτροφές.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συνήθως υποβαθμίζεται και δεν είναι άλλος από τη ρύπανση που προκαλούν οι ίδιες οι φαρμακευτικές εταιρείες στο περιβάλλον. Σήμερα γνωρίζουμε ότι δεν είναι μόνο τα αντιβιοτικά που κάνουν τα βακτήρια ανθεκτικά. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να έχουν πολλές άλλες φαρμακευτικές ουσίες όπως π.χ. η τρικλοζάνη, ένα συστατικό που περιέχουν οι οδοντόπαστες και τα καθαριστικά χεριών. Πρόσφατα, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι ορισμένα αντικαταθλιπτικά όπως το Prozac μπορούν επίσης να συνεισφέρουν στο πρόβλημα. Η φλουοξετίνη, ένας εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, και βασικό συστατικών πολλών αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, αυξάνει την ανθεκτικότητα Escherichia coli απέναντι στα αντιβιοτικά. Όταν τα αντιβιοτικά ή άλλα φάρμακα καταλήγουν σε λύματα ή σε άλλα μέρη του περιβάλλοντος, δισεκατομμύρια βακτήρια εκτίθενται σ’ αυτά και κάποια θα γίνουν ανθεκτικά.

Πολλές αμερικανικές και ευρωπαϊκές φαρμακευτικές εταιρείες χρησιμοποιούν κατασκευαστές σε αναπτυσσόμενες χώρες για να επωφεληθούν από τη φθηνή εργασία και τους αδύναμους περιβαλλοντικούς κανονισμούς. Οι φαρμακοβιομηχανίες στην Ινδία και την Κίνα κατασκευάζουν ένα μεγάλο μέρος των αντιβιοτικών που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως και οι μελέτες έχουν δείξει ότι το νερό και το έδαφος σε περιοχές κοντά στα εργοστάσιά τους περιέχουν υψηλά επίπεδα φαρμακευτικών ρύπων.

Για παράδειγμα, μια ομάδα επιστημόνων που διερεύνησε τη ρύπανση των υδάτων στο Hyderabad, το βιομηχανικό κέντρο μεταποίησης φαρμάκων της Ινδίας όπου ρίχνονται απόβλητα από περίπου 90 εργοστάσια, ανέφερε υψηλά επίπεδα φθοριοκινολόνης. Σύμφωνα με τον Tim Walsh, καθηγητή ιατρικής μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, οι φθοροκινολόνες διασπώνται μόνο από το υπεριώδες φως και άρα έχουν τη δυνατότητα να καταστούν περιβαλλοντικοί μολυντές. Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν υπάρχουν σήμερα συστηματικές μελέτες που να εξετάζουν την έκταση της ρύπανσης από τις φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά πρόσθεσε: “Οι πιθανότητες είναι ότι υπάρχει πολύ μεγάλη περιβαλλοντική ρύπανση”.

Για να γίνει κατανοητό πόσο σοβαρή μπορεί να είναι υπόθεση των αποβλήτων των φαρμακευτικών εταιρειών, οι δοκιμές που έγιναν στα λύματα μιας μονάδας επεξεργασίας στο Hyderabad έδειξαν ότι η συγκέντρωση ενός συνηθισμένου αντιβιοτικού, του Ciprofloxacin, ήταν πολύ υψηλότερη από τη συγκέντρωση που βρίσκεται στο αίμα ενός ασθενούς που λαμβάνει το φάρμακο. Η συνολική απελευθέρωση του Ciprofloxacin στο περιβάλλον μέσα σε μια ημέρα ήταν επαρκής για τη θεραπεία 44.000 ατόμων. Ιδιαίτερα ανησυχητικό ήταν ότι το 86% των βακτηριακών στελεχών που βρέθηκαν στα δείγματα ανάλυσης των αποβλήτων ήταν ανθεκτικά σε τουλάχιστον 20 αντιβιοτικά.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επικριθεί για την αποτυχία της να σταματήσει τις φαρμακευτικές εταιρείες να ρυπαίνουν το περιβάλλον, συμβάλλοντας έτσι στην αυξημένη μικροβιακή αντίσταση. Μέρος της αποτυχίας είναι ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν υποχρεώνονται να αποκαλύψουν τα επίπεδα των αποβλήτων. Σε μια έκθεση ενός μη κερδοσκοπικού φορέα, του Access to Medicine Foundation, στη Βρετανία, που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2018 και αφορούσε τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες όπως είναι η GSK, η Novartis και η Roche, αλλά και εταιρείες γενοσήμων, καμία από τις 18 ερωτηθέντες εταιρείες δεν αποκάλυψε την ποσότητα των αντιβιοτικών που απελευθερώνει στο περιβάλλον και μόνο οκτώ δήλωσαν ότι ορίζουν όρια για αυτή την ρύπανση. Οι πληροφορίες όμως για τα επίπεδα των αποβλήτων των φαρμακευτικών εταιρειών, σύμφωνα με τους συγγραφείς της έκθεσης, είναι “πολύτιμες και ζωτικές”, καθώς θα επιτρέψουν στις κυβερνήσεις και τους ερευνητές να κατανοήσουν τη σχέση τους με την ανάπτυξη των superbugs.

Να σημειωθεί ότι η αντιμικροβιακή κρίση έχει επιδεινωθεί και από το γεγονός ότι η φαρμακευτική έρευνα για ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών έχει μειωθεί. Σήμερα, λιγότερο από το 5% της φαρμακευτικής επένδυσης πηγαίνει προς την κατεύθυνση της αντιβιοτικών και μόνο 6 από τις κορυφαίες 50 φαρμακευτικές εταιρείες εξακολουθούν να αναπτύσσουν αντιμικροβιακές ουσίες.

Δείτε επίσης