Τα παιδιά που γεννιούνται με την τεχνική της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου, σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, σύμφωνα με ολλανδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Human Reproduction, το περιοδικό της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας,
Έως τώρα υπήρχαν αντικρουόμενα στοιχεία για το κατά πόσο η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου. Μια μεγάλη μελέτη από τη Σουηδία έδειξε περίπου 40-50% αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο στα παιδιά της εξωσωματικής γονιμοποίησης ενώ το 2012 μια μετα-ανάλυση εξέτασε το θέμα. Μια μελέτη του 2017 βρήκε ότι τα μωρά που γεννιούνται μέσω της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι τρεις φορές πιο πιθανό να εμφανίσουν καρκίνο και όγκους παιδικής ηλικίας. Οι ερευνητές αυτής της μελέτης είχαν στοιχεία για πάνω από 200.000 μωρά που γεννήθηκαν μεταξύ 1991 και 2013, και παρακολουθήθηκαν μέχρι την ηλικία των 18 ετών.
Η παρούσα μελέτη παρακολούθησε έναν μεγάλο αριθμό παιδιών για 21 χρόνια, κατά μέσο όρο. Παρακολουθήθηκαν 47.690 παιδιά, εκ των οποίων τα 24.269 γεννήθηκαν με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Συνολικά 231 παιδιά εμφάνισαν καρκίνο. Υπήρξαν 31 περιπτώσεις λεμφοβλαστικής λευχαιμίας και 26 περιπτώσεις μελανώματος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Flora van Leeuwen, επικεφαλής του Τμήματος Επιδημιολογίας του Ινστιτούτου Καρκίνου της Ολλανδίας στο Άμστερνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ανέλυσαν στοιχεία από 12 ολλανδικές κλινικές γονιμότητας. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος καρκίνου είναι ίδιος, σε γενικές γραμμές, με τον κίνδυνο στον γενικό πληθυσμό.
Πάντως, ο κίνδυνος καρκίνου βρέθηκε να είναι ελαφρώς αυξημένος -αν και όχι στατιστικά σημαντικός- στα παιδιά που έχουν γεννηθεί με τη μέθοδο της μικρογονιμοποίησης ή ενδοκυτταροπλασμικής έγχυσης σπέρματος (ICSI: intracytoplasmic sperm injection), καθώς και σε όσα έχουν προέλθει από έμβρυα που είχαν καταψυχθεί πριν από τη χρησιμοποίησή τους στη θεραπεία γονιμότητας.
Διαπιστώθηκε μια πολύ μικρή κι όχι στατιστικά σημαντική αύξηση του κινδύνου για λεμφοβλαστική λευχαιμία και για μελάνωμα, όμως, σύμφωνα με την ερευνήτρια Mandy Spaan, τα ευρήματα αυτά μπορεί να οφείλονται στην τύχη, γι’ αυτό πρέπει να ερμηνευθούν με επιφύλαξη. Η Span δήλωσε: «Δεν υπάρχει σαφής εξήγηση για το γιατί θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός αυτών των καρκίνων. Μπορεί να είναι ότι ορισμένες θεραπείες γονιμότητας μπορεί να προκαλέσουν κληρονομικές αλλοιώσεις σε ορισμένα γονίδια που αυξάνουν τον κίνδυνο μελανώματος και λευχαιμίας, ωστόσο περισσότερη έρευνα είναι απαραίτητη για να διευκρινιστεί αυτό το εύρημα».
Ο καρκίνος σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες είναι σπάνιος και εμφανίζεται σε λιγότερο από 1% παγκοσμίως και έτσι ένας περιορισμός αυτής της μελέτης είναι ότι ο μικρός αριθμός καρκίνων δυσχεραίνει την παραγωγή αξιόπιστων αποτελεσμάτων από αναλύσεις υποομάδων. Επιπλέον, η μέθοδος σύλληψης δεν μπόρεσε να εντοπιστεί στο 12% των παιδιών από τις πληροφορίες στα ερωτηματολόγια των μητέρων και στα ιατρικά αρχεία. Η δύναμη της μελέτης είναι το μεγάλο της μέγεθος, η μακροχρόνια και πλήρης παρακολούθηση, η σύγκριση με τα παιδιά με φυσικό τρόπο από τις γυναίκες που υποφέρουν από καρκίνο καθώς και ο γενικός πληθυσμός και οι λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες.
«Τα ευρήματα παρέχουν καθησυχαστικές ενδείξεις ότι τα παιδιά που γεννιούνται έπειτα από θεραπείες γονιμότητας, δεν έχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου ύστερα από μέση παρακολούθηση 21 ετών. Παρ’ όλα αυτά, καθώς ολοένα περισσότερα παιδιά γεννιούνται μέσω μικρογονιμοποίησης και κρυοσυντήρησης των εμβρύων, ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος καρκίνου θα πρέπει να διερευνηθεί σε μεγαλύτερες μελέτες» δήλωσε η Flora van Leeuwen.
Πηγή: Risk of cancer in children and young adults conceived by assisted reproductive technology. Human Reproduction, 2019; DOI: 10.1093/humrep/dey394