Ο ρόλος της μη HDL χοληστερόλης στην καρδιακή νόσο και τα εγκεφαλικά

Οι συγκεντρώσεις μη HDL και LDL χοληστερόλης στο αίμα θεωρούνται ως αιτιώδεις καρδιαγγειακοί παράγοντας κινδύνου και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της πρόβλεψης του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου στο γενικό πληθυσμό. Εκτός από την εκτίμηση της LDL χοληστερόλης, η αξιολόγηση της μη HDL χοληστερόλης (ολική χοληστερόλη μείον HDL χοληστερόλη) συνιστάται σήμερα στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Ευρώπη.

Ο υπολογισμός της μη HDL χοληστερόλης προσφέρει έναν απλό τρόπο ανάλυσης της συνολικής ποσότητας των αθηρογόνων λιποπρωτεϊνών, οι οποίες περιέχουν την απολιποπρωτεΐνη Β (apoB). Αυτές οι πρωτεΐνες περιλαμβάνουν τις πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες και τα μεταβολικά υπολείμματά τους, τις λιποπρωτεΐνες ενδιάμεσης πυκνότητας, τις λιποπρωτεΐνες (α) και τις λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL).

Η πιο ολοκληρωμένη ανάλυση του είδους της υποδεικνύει ότι υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ των επιπέδων της μη HDL χοληστερόλης και του μακροπρόθεσμου κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις σε άτομα ηλικίας κάτω των 45 ετών, όχι μόνο σε μεγαλύτερες ηλικίες.

Η μελέτη χρησιμοποίησε δεδομένα ατομικού επιπέδου από σχεδόν 398.846 ανθρώπους και δημοσιεύθηκε στο The Lancet. Επεκτείνει την υπάρχουσα έρευνα διότι υποδηλώνει ότι η αύξηση των επιπέδων της μη HDL χοληστερόλης μπορεί να προβλέψει τον μακροπρόθεσμο καρδιαγγειακό κίνδυνο μέχρι την ηλικία των 75 ετών. Οι εκτιμήσεις κινδύνου αυτού του είδους βασίζονταν μέχρι σήμερα σε δεδομένα παρακολούθησης 10 ετών.

Για παράδειγμα, οι γυναίκες με επίπεδα μη HDL χοληστερόλης μεταξύ 3,7-4,8 mmol / λίτρο, (143-185 mg/dL) ηλικίας κάτω των 45 ετών και με τουλάχιστον δύο επιπλέον καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, είχαν 16% πιθανότητα εμφάνισης συμβάντος καρδιαγγειακής νόσου μέχρι την ηλικία των 75 ετών (δηλαδή 16 στις 100 γυναίκες με αυτά τα χαρακτηριστικά θα υποστούν καρδιαγγειακό επεισόδιο μέχρι την ηλικία των 75 ετών). Για τις γυναίκες ηλικίας 60 ετών και άνω με τα ίδια χαρακτηριστικά, ο εκτιμώμενος κίνδυνος ήταν 12%.

Για τους άνδρες με τα ίδια χαρακτηριστικά, ο εκτιμώμενος κίνδυνος για άτομα ηλικίας κάτω των 45 ετών ήταν 29% και για άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω ήταν 21%.

«Αυτός ο αυξημένος κίνδυνος για τους νεαρούς ανθρώπους μπορεί να οφείλεται στη μεγαλύτερη έκθεση σε επιβλαβή λιπίδια στο αίμα. Ο κίνδυνος μπορεί να φαίνεται μεγαλύτερος σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες ηλικίες επειδή τα άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω στη μελέτη μας δεν είχαν αναπτύξει καρδιαγγειακές παθήσεις μέχρι την ηλικία αυτή, και ήταν πιο υγιείς από άλλους της ηλικίας τους οι οποίοι αποκλείστηκαν από τη μελέτη επειδή είχαν καρδιαγγειακές παθήσεις», είπε η καθηγήτρια Barbara Thorand, από το German Research Center for Environmental Health, στη Γερμανία.

Οι συγγραφείς λένε ότι η παρέμβαση νωρίς και εντατικά για τη μείωση των επιπέδων της μη HDL χοληστερόλης κατά τη διάρκεια της ζωής θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιστρέψει τα πρώιμα συμπτώματα της αθηροσκλήρωσης. Ωστόσο, υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με το βαθμό που τα ελαφρώς αυξημένα ή τα θεωρούμενα φυσιολογικά επίπεδα χοληστερόλης επηρεάζουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε όλη τη ζωή και ιδιαίτερα στους νέους.

Στη μελέτη, οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν στοιχεία ατομικών δεδομένων από περίπου 400.000 ανθρώπους σε 38 μελέτες από την Ευρώπη, την Αυστραλία και τη Βόρεια Αμερική. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν καρδιαγγειακή νόσο κατά την έναρξη της μελέτης και ορισμένοι παρακολουθήθηκαν μέχρι και 43,5 έτη (διάμεση τιμή παρακολούθησης ήταν 13,5 έτη) για εμφάνιση συμβάντος καρδιακής νόσου ή ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.

Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα τους, οι συγγραφείς αξιολόγησαν και επιβεβαίωσαν τη μακροπρόθεσμη σχέση μεταξύ των επιπέδων χοληστερόλης και του κινδύνου καρδιαγγειακών επεισοδίων. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησαν τα δεδομένα αυτά για να εκτιμήσουν την πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακού επεισοδίου μέχρι την ηλικία των 75 ετών για άτομα ηλικίας 35-70 ετών, ανάλογα με το φύλο, τα επίπεδα χοληστερόλης εκτός της HDL, την ηλικία και τους κινδύνους καρδιαγγειακής νόσου (κάπνισμα, διαβήτης, Δείκτης Μάζας Σώματος, αρτηριακή πίεση). Το μοντέλο υπολόγισε επίσης πόσο θα μπορούσε να μειωθεί ο κίνδυνος εάν τα επίπεδα της μη HDL χοληστερόλης μειωθούν κατά το ήμισυ (η μείωση κατά 50% ήταν υποθετική και δεν βασίστηκε σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις ή θεραπείες).

Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, υπήρξαν 54.542 θανατηφόρες ή μη θανατηφόρες περιπτώσεις καρδιακών παθήσεων και εγκεφαλικού επεισοδίου. Για όλες τις ηλικιακές ομάδες και τα δύο φύλα, οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος για καρδιαγγειακό επεισόδιο μειωνόταν συνεχώς με τα χαμηλότερα επίπεδα μη HDL χοληστερόλης. Ο κίνδυνος ήταν χαμηλότερος στα 2,6 mmol / λίτρο (100 mg/dL) αλλά ακόμα και αυτοί οι άνθρωποι είχαν κάποιον κίνδυνο.

Χρησιμοποιώντας το μοντέλο για την εκτίμηση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακού επεισοδίου μέχρι την ηλικία των 75 ετών για διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι οι υψηλότεροι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι παρατηρήθηκαν σε άτομα ηλικίας κάτω των 45 ετών. Υπολογίζοντας πόσα καρδιαγγειακά νοσήματα θα μπορούσαν να αποφευχθούν εάν ένα άτομο μειώσει κατά 50% τα επίπεδα της μη HDL χοληστερόλης, διαπίστωσαν ότι το μεγαλύτερο όφελος παρατηρήθηκε στις νεώτερες ηλικιακές ομάδες.

Για παράδειγμα, σε άτομα ηλικίας κάτω των 45 ετών με επίπεδα 3,7-4,8 mmol / λίτρο και με τουλάχιστον δύο παράγοντες κινδύνου, εκτιμήθηκε ότι ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου μπορεί να μειωθεί υποθετικά από το 16% στο 4% στις γυναίκες, και από το 29% στο 6% στους άνδρες. Για τα άτομα με τα ίδια χαρακτηριστικά και ηλικίας άνω των 60 ετών, ο κίνδυνος μπορεί να μειωθεί από το 12% στο 6% στις γυναίκες και από το 21% στο 10% στους άνδρες.

“Οι εκτιμήσεις μας υποδηλώνουν ότι η μείωση των επιπέδων της μη HDL χοληστερόλης μπορεί να συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων μέχρι την ηλικία των 75 ετών και ότι αυτή η μείωση κινδύνου είναι μεγαλύτερη όσο νωρίτερα μειώνεται η χοληστερόλη”, είπε ο καθηγητής Stefan Blankenberg, από το Κέντρο Καρδιαγγειακών Ερευνών, στη Γερμανία.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν στοιχεία σχετικά με τα επίπεδα της μη-HDL χοληστερόλης των συμμετεχόντων όταν μπήκαν μόνο στη μελέτη. Ωστόσο, σημειώνουν ότι τα επίπεδα της μη-HDL χοληστερόλης στους νέους είναι γενικά σταθερά κατά τη διάρκεια της πορείας ζωής των 30 ετών. Επίσης, δεν μπορούσαν να ξέρουν ποιοι συμμετέχοντες άρχισαν να λαμβάνουν θεραπεία μείωσης χοληστερόλης κατά τη διάρκεια της μελέτης, αλλά προσάρμοσαν τα επίπεδα της χοληστερόλης για άτομα που είχαν ήδη λάβει θεραπεία κατά την έναρξη της μελέτης.

Τέλος, είπαν ότι μείωση κατά 50% θεωρεί ότι οι επιδράσεις της θεραπείας εφαρμόζονται σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (30 χρόνια) από ό, τι έχει μελετηθεί σε κλινικές δοκιμές (περίπου 7 χρόνια) και σημείωσαν ότι τα οφέλη από τις θεραπείες μείωσης λιπιδίων, όπως οι στατίνες, στην πραγματικότητα είναι χαμηλότερα από αυτά που παρατηρούνται στις κλινικές δοκιμές λόγω της μη βέλτιστης προσκόλλησης και των παρενεργειών.

Πηγή: Application of non-HDL cholesterol for population-based cardiovascular risk stratification: results from the Multinational Cardiovascular Risk Consortium.

Δείτε επίσης