Σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας αποτελεί η ανεπάρκεια ή η έλλειψη της βιταμίνης D, καθώς έχουν αυξηθεί στον γενικό πληθυσμό. Η βιταμίνη D χαρακτηρίστηκε αρχικά σαν βιταμίνη τον 20ο αιώνα και τώρα αναγνωρίζεται σαν ισχυρός ανοσοτροποποιητικός παράγοντας, επισημαίνει η κ. Ελένη Κομνηνού, Ρευματολόγος Διευθύντρια Κλινικής Αυτοάνοσων Ρευματικών Παθήσεων Μetropolitan General.
Δύο σημαντικές μορφές βιταμίνης D είναι: η βιταμίνη D2 (εργοκαλσιφερόλη) και η βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη).
Η βιταμίνη D3 συντίθεται στο δέρμα των ανθρώπων και επίσης προσλαμβάνεται από τη διατροφή μέσω της πρόσληψης ζωικών τροφών, κυρίως ιχθυελαίων. Η βιταμίνη D2 προέρχεται από φυτικές πηγές, δεν συντίθεται σε μεγάλο βαθμό στο ανθρώπινο σώμα και προσλαμβάνεται κυρίως από τις τροφές. Οι μορφές βιταμινών D2 και D3 διαφέρουν μόνο στη δομή της πλευρικής αλυσίδας τους.
Εκτός από τον ρόλο της στην ομοιόσταση του ασβεστίου, η δραστική μορφή της βιταμίνης D έχει ανοσορυθμιστικές επιδράσεις σε κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, ιδιαίτερα των Τ λεμφοκυττάρων, και συμμετέχει στην παραγωγή και τη δράση αρκετών κυτοκινών.
Οι περισσότερες έρευνες υποστηρίζουν ότι η βιταμίνη D παίζει εκτεταμένο ανοσορυθμιστικό ρόλο σε ανοσοδιαμεσολαβούμενες διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων των λοιμώξεων, αυτοάνοσων παθήσεων και κακοηθειών. Είναι πολύ σημαντική για το ανοσοποιητικό σύστημα. Εξισορροπεί τόσο την έμφυτη όσο και την προσαρμοστική ανοσία και επηρεάζει τη φλεγμονώδη διαδικασία. Η σημασία της βιταμίνης D στον έλεγχο των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος έχει μελετηθεί ιδιαίτερα κατά την προηγούμενη δεκαετία με την ανακάλυψη του υποδοχέα βιταμίνης D (VDR) που επικοινωνεί με τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, αποτελεί μέλος της υπεροικογένειας των πυρηνικών Υποδοχέων και εδράζεται σε όλα τα όργανα του σώματος.
Η βιταμίνη D έχει πλειοτροπικές δραστηριότητες σε πολλές χρόνιες ασθένειες. Οι τρέχουσες μελέτες έχουν συνδέσει την ανεπάρκεια της βιταμίνης D με διαφορετικές αυτοάνοσες ασθένειες, όπως: Φλεγμονώδεις Παθήσεις του Εντέρου (IBD), Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (SLE), Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (RA), Ινσουλινοεξαρτώμενος Σακχαρώδης Διαβήτης (IDDM), Σκλήρυνση κατά πλάκας (MS) κ.ά.
Η βιταμίνη D αναστέλλει τις προφλεγμονώδεις διεργασίες καταστέλλοντας την ενισχυμένη δραστηριότητα των ανοσοκυττάρων που συμμετέχουν στην αυτοάνοση αντίδραση. Συνεπώς η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D μπορεί να είναι θεραπευτικά ευεργετική, ιδιαίτερα για αυτοάνοσα νοσήματα που προκαλούνται από Th1 διαταραχές.
COVID-19 και βιταμίνη D
Η σοβαρότητα της λοίμωξης του νέου κορωνοϊού 2019 καθορίζεται από την παρουσία πνευμονίας, σοβαρού συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (SARS-CoV-2), μυοκαρδίτιδας, μικροαγγειακής θρόμβωσης μέσω της λεγόμενης καταιγίδας κυτοκινών, η οποία οδηγεί στην υποκείμενη φλεγμονή.
Μια κύρια άμυνα κατά της ανεξέλεγκτης φλεγμονής και εν γένει της ιογενούς λοίμωξης, παρέχεται από τα ρυθμιστικά λεμφοκύτταρα Τ (Tregs). Τα επίπεδα των Treg έχουν αναφερθεί ότι είναι χαμηλά σε πολλούς ασθενείς με COVID-19 και μπορούν να αυξηθούν με συμπλήρωση βιταμίνης D.
Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, από την άλλη, έχουν συσχετιστεί με αύξηση των φλεγμονωδών κυτοκινών και με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο πνευμονίας και ιογενών λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος.
Η Βιταμίνη D αυξάνει την έκφραση της καθελιδίνης (Cathelidin), ένα αντιμικροβιακό πεπτίδιο, το οποίο είναι σημαντικό στην άμυνα του ξενιστού, ειδικά στην αναπνευστική οδό.
Επίσης, η ανεπάρκεια βιταμίνης D σχετίζεται με αύξηση των θρομβωτικών επεισοδίων, τα οποία παρατηρούνται συχνά στην COVID-19. Η ανεπάρκεια βιταμίνης D έχει παρατηρηθεί συχνότερα σε ασθενείς με παχυσαρκία και διαβήτη. Αυτές οι καταστάσεις αναφέρονται ότι έχουν υψηλότερη θνησιμότητα στην COVID-19.
Έχει βρεθεί λοιπόν, ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ανεξέλεγκτης φλεγμονής και εν γένει της ιογενούς λοίμωξης, και των ρυθμιστικών Τ λεμφοκυττάρων (Tregs).
Παρέχεται δηλαδή μια κύρια άμυνα κατά της ανεξέλεγκτης φλεγμονής και εν γένει της ιογενούς λοίμωξης, από τα ρυθμιστικά λεμφοκύτταρα Τ.
Συμπερασματικά
Η Βιταμίνη D εμφανίζει ποικίλες ευνοϊκές επιδράσεις σε όλα σχεδόν τα συστατικά του ανοσοποιητικού συστήματος. Aναδυόμενες μελέτες αναδεικνύουν την στενή σύνδεση της βιταμίνης D με σοβαρές φλεγμονώδεις καταστάσεις. Ωστόσο, το αναδυόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο η έλλειψη της βιταμίνης D συνεισφέρει στην αιτιολογία της φλεγμονώδους παθήσεως ή αποτελεί απλώς μία εκδήλωση της νόσου.
Σε οξείες λοιμώξεις και αυτοάνοσα νοσήματα, προκαταρκτικά αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ένα σημαντικό ρόλο στην χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D στην μείωση του κινδύνου της νόσου.
Ωστόσο, περαιτέρω μελέτες είναι απαραίτητες για τον προσδιορισμό των κινδύνων και των ωφελειών των συμπληρωμάτων βιταμίνης D.
Επίσης, πρέπει να καθοριστούν πότε και σε ποιους ασθενείς τα επίπεδα της Βιταμίνης D πρέπει να μετρώνται.
Aπαιτούνται περαιτέρω κλινικές δοκιμές για την αξιολόγηση του δυνητικού ρόλου της βιταμίνης D στην κλινική πρακτική.
Επηρεάζει η βιταμίνη D τις αυτοάνοσες ασθένειεςς;
Η ανακάλυψη του υποδοχέα βιταμίνης D σε πολλές κυτταρικές γραμμές του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως σε Μονοκύτταρα, Δενδριτικά κύτταρα και ενεργοποιημένα Τ Λεμφοκύτταρα, αναγνωρίζει στην βιταμίνη D ένα νέο ρόλο στη ρύθμιση ανοσολογικών λειτουργιών και τον επακόλουθο ρόλο της στην ανάπτυξη ή πρόληψη αυτοάνοσων ασθενειών.
Μπορεί η βιταμίνη D να βοηθήσει τις αυτοάνοσες παθήσεις;
Η επαρκής βιταμίνη D μέσω της διατροφής και της έκθεσης στο ηλιακό φως και ενδεχομένως η λήψη συμπληρωμάτων, θεωρείται ότι βοηθά στην πρόληψη και τη θεραπεία αυτοάνοσων παθήσεων όπως ο ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης, η σκλήρυνση κατά πλάκας, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Πώς επηρεάζει η βιταμίνη D τη φλεγμονή;
Πέρα από τη σημαντική λειτουργία της στην ομοιόσταση του ασβεστίου, η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ανοσοποιητικού συστήματος μέσω της ρύθμισης της παραγωγής φλεγμονωδών κυτοκινών και της αναστολής του πολλαπλασιασμού των προφλεγμονωδών κυττάρων, τα οποία και τα δύο, είναι ζωτικής σημασίας για την διαιώνιση της φλεγμονής.
Η βιταμίνη D μειώνει τη σοβαρότητα της COVID-19;
Πιστεύεται ότι η χορήγηση της βιταμίνης D, σε σχέση με την πνευμονία / ARDS, τη φλεγμονή, τις φλεγμονώδεις κυτοκίνες και τη θρόμβωση που προκαλεί η COVID-19, θα μπορούσε να βοηθήσει, σε συνδυασμό βέβαια με την υπόλοιπη φαρμακευτική και υποστηρικτική αγωγή για την COVID-19 και τις επιπλοκές της.
Ποια είναι τα φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D;
Δεν υπάρχει ομοφωνία όσον αφορά τα φυσιολογικά επίπεδα της βιταμίνης D. Εξαρτάται βέβαια και από τα είδος του εργαστηρίου που διενεργείται η μέτρηση των επιπέδων της βιταμίνης D. Ως ανεπάρκεια χαρακτηρίζονται τα επίπεδα της βιταμίνης D < 20 ng/ ml. Ως έλλειψη βιταμίνης D χαρακτηρίζονται τα επίπεδα < 10-15 ng / ml.
Πότε και σε ποιους ασθενείς πρέπει να μετρώνται τα επίπεδα της βιταμίνης D;
Σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα, σε υποψία αυτοανοσίας, σε χρόνια ή οξεία λοιίμωξη, και γενικά σε ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα που υποκρύπτουν φλεγμονώδες υπόστρωμα.
Παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η επίδραση της Βιταμίνης D;
Ηλικία, φύλο, BMI, βιταμίνη Κ, κ.ά.