Η διαλειμματική νηστεία μειώνει τους δείκτες κινδύνου για διαβήτη τύπου 2

Οι διατροφικές παρεμβάσεις που περιλαμβάνουν μέτριο περιορισμό θερμίδων είναι μια καθιερωμένη στρατηγική για τη διαχείριση του βάρους και μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 για περισσότερα από 10 χρόνια.

Μια μετα-ανάλυση επτά τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών στις οποίες συμμετείχαν 4.090 άτομα, κυρίως μεσήλικες, με μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη, έδειξε ότι η  βελτιωμένη διατροφή και η φυσική δραστηριότητα μειώνει τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 κατά 47%1.

Μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη σημαίνει ότι η γλυκόζη αυξάνεται στο αίμα πέρα ​​από τα φυσιολογικά επίπεδα μετά το φαγητό, αλλά όχι αρκετά ώστε να δικαιολογεί τη διάγνωση διαβήτη. Τα άτομα με μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη και καρδιαγγειακές παθήσεις.

Για παράδειγμα, στην Finnish Diabetes Prevention Study που δημοσιεύθηκε το 2001, 522 άτομα με ΔΜΣ 30–31 και με μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη τυχαιοποιήθηκαν σε μια ομάδα ελέγχου και μια παρέμβασης τρόπου ζωής (υγιεινή διατροφή και σωματική δραστηριότητα). Μετά από 3,2 χρόνια παρακολούθησης, υπήρξε σημαντική μείωση στη συχνότητα εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και η μελέτη διακόπηκε πρόωρα με βάση την απόφαση της ανεξάρτητης συμβουλευτικής επιτροπής. Η μείωση του κινδύνου ήταν 58% στην ομάδα παρέμβασης σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου2. Η απώλεια βάρους ήταν μεγαλύτερη στην ομάδα παρέμβασης: η διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων ήταν 3,5 κιλά τον πρώτο χρόνο και 2,6 κιλά στα τρία χρόνια. Η ομάδα παρέμβασης έδειξε επίσης αύξηση στη φυσική δραστηριότητα και ο αριθμός των καθιστικών ατόμων ήταν μικρότερος.

Ένα άλλο παράδειγμα, είναι η αμερικανική μελέτη Diabetes Prevention Program που περιέλαβε 3.234 με ΔΜΣ 34 και μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη που διεξήχθη από 27 κέντρα. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, στην ομάδα παρέμβασης του τρόπου ζωής, σε μια ομάδα που λάμβανε μετφορμίνη και στην ομάδα ελέγχου. Η μέση παρακολούθηση ήταν 2,8 χρόνια. Ο κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 μειώθηκε κατά 58% στην ομάδα παρέμβασης στον τρόπο ζωής σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Στην ομάδα της μετφορμίνης, ο κίνδυνος ήταν 31% χαμηλότερος από ό,τι στην ομάδα ελέγχου. Στο πρώτο έτος, η μείωση βάρους στην ομάδα παρέμβασης ήταν 5,6 κιλά ενώ στην ομάδα ελέγχου δεν άλλαξε.

Η διαλειμματική νηστεία

Η διαλείπουσα νηστεία εμφανίζεται μια ισοδύναμη εναλλακτική λύση στον περιορισμό των θερμίδων για τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων. Ωστόσο, λίγες δοκιμές έχουν εξετάσει τα αποτελέσματά της σε σχέση με τον περιορισμό των θερμίδων. Τώρα μια μελέτη βρήκε ότι η διαλειμματική νηστεία ορισμένες φορές την εβδομάδα, που επικεντρώνεται στην κατανάλωση φαγητού νωρίς την ημέρα θα μπορούσε να είναι το κλειδί για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας και το Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας της Νότιας Αυστραλίας (SAHMRI) παρακολούθησαν 209 άτομα, μέσης ηλικίας 58 ετών με μέσο ΔΜΣ 34. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Η μία ομάδα περιόρισε τις καθημερινές θερμίδες στο 70% των ημερήσιων αναγκών αλλά μπορούσε να φάει όποτε ήθελε. Η δεύτερη ομάδα κατανάλωνε για τρεις μη συνεχόμενες μέρες της εβδομάδας το φαγητό της μεταξύ 8 και 12 το πρωί και άρα ακολουθούσε μια διαλειμματική νηστεία 20 ωρών αυτές τις ημέρες -αυτό είχε ως συνέπεια να καταναλώνει το 30% των ημερήσιων αναγκών τρεις φορές την εβδομάδα. Υπήρχε υποστήριξη για έξι μήνες και οι ομάδες παρακολουθήθηκαν για άλλους 12 μήνες. Η ανοχή στη γλυκόζη ήταν περισσότερο βελτιωμένη στην ομάδα της διαλειμματικής νηστείας αλλά η διαφορά αυτή δεν υπήρχε στον 18ο μήνα παρακολούθησης.

«Ακολουθώντας μια περιορισμένη χρονική περίοδο, η διαλείπουσα νηστεία θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση των πιθανοτήτων εμφάνισης διαβήτη τύπου 2», δήλωσε η ανώτερη συγγραφέας του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας, Καθηγήτρια Leonie Heilbronn, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας. «Οι άνθρωποι που νήστευαν για τρεις ημέρες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, τρώγοντας μόνο μεταξύ 8 π.μ. και 12 μ.μ. αυτές τις ημέρες, έδειξαν μεγαλύτερη ανοχή στη γλυκόζη μετά από 6 μήνες από εκείνους που έκαναν καθημερινή δίαιτα χαμηλών θερμίδων. Οι συμμετέχοντες που ακολούθησαν την διαλειμματική νηστεία ήταν πιο ευαίσθητοι στην ινσουλίνη και επίσης παρουσίασαν μεγαλύτερη μείωση των λιπιδίων του αίματος από αυτούς που έκαναν δίαιτα χαμηλών θερμίδων».

Ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται όταν τα κύτταρα του σώματος δεν ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στην ινσουλίνη και χάνεται η ικανότητα παραγωγής της ορμόνης, η οποία είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο της γλυκόζης στο αίμα. Υπολογίζεται ότι σχεδόν το 60% των περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2 θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ή να προληφθούν με αλλαγές στη διατροφή και τον τρόπο ζωής. 

Υπήρχαν περισσότεροι από 200 συμμετέχοντες σ’ αυτή τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Medicine. Οι συμμετέχοντες τόσο στη διαλειμματική νηστεία όσο και στη δίαιτα χαμηλών θερμίδων παρουσίασαν παρόμοια απώλεια βάρους. «Αυτή είναι η μεγαλύτερη μελέτη μέχρι σήμερα και η πρώτη που αξιολόγησε τον τρόπο με τον οποίο το σώμα επεξεργάζεται και χρησιμοποιεί τη γλυκόζη μετά από ένα γεύμα, που είναι καλύτερος δείκτης κινδύνου διαβήτη από ένα τεστ νηστείας», δήλωσε ο πρώτος συγγραφέας Xiao Tong Teong, διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας.

Πηγές:

  1. Uusitupa, M. et al. Prevention of type 2 diabetes by lifestyle changes: a systematic review and meta-analysis. Nutrients 11, 2611 (2019).
  2. Tuomilehto J., Lindstrom J., et al. Prevention of type 2 diabetes mellitus by changes in lifestyle among subjects with impaired glucose tolerance. N. Engl. J. Med. 2001;344:1343–1350. doi: 10.1056/NEJM200105033441801.
  3. Knowler W.C., Barrett-Connor E., Fowler S.E., Hamman R.F., Lachin J.M., Walker E.A., Nathan D.M. Diabetes Prevention Program Research, G. Reduction in the incidence of type 2 diabetes with lifestyle intervention or metformin. N. Engl. J. Med. 2002;346:393–403. doi: 10.1056/NEJMoa012512.
  4. Intermittent fasting plus early time-restricted eating versus calorie restriction and standard care in adults at risk of type 2 diabetes: a randomized controlled trialNature Medicine, 2023; DOI: 10.1038/s41591-023-02287-7.

Δείτε επίσης