Ψυχογενής (νευρική) ανορεξία

anorexia 5Η εφηβεία σηματοδοτεί το μεταβατικό στάδιο από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση και είναι η περίοδος ραγδαίων αλλαγών στη σωματική ανάπτυξη. Οι βιοσωματικές αλλαγές επηρεάζουν τη διαμόρφωση και τη διαφοροποίηση της εικόνας που ο έφηβος έχει για τον εαυτό του, αλλά και την εικόνα που οι άλλοι έχουν γι’ αυτόν.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο έφηβος μπορεί να οδηγηθεί στην υπερβολική άσκηση αυτοελέγχου όσον αφορά τη διατροφή του, με αποτέλεσμα την εκδήλωση διαταραχών στην πρόσληψη τροφής, όπως την ψυχογενή (ή νευρική) ανορεξία και την ψυχογενή βουλιμία. Στην πρώτη περίπτωση, το άτομο χαρακτηρίζεται από άρνηση πρόσληψης τροφής, με αποτέλεσμα τη μείωση του βάρους κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα. Στη δεύτερη περίπτωση, το άτομο χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερβολικής κατανάλωσης φαγητών καθώς επίσης και από ανάρμοστες μορφές συμπεριφοράς με τις οποίες επιχειρεί τον έλεγχο του βάρους του, προκαλώντας για παράδειγμα εμετό ή χρησιμοποιώντας καθαρτικά.

Η νευρική ανορεξία αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως διαταραχή το 1873 από τον Άγγλο γιατρό William Gull, ο οποίος τη χαρακτήρισε ως ειδική νόσο, και τον Γάλλο ψυχίατρο Charles Laseque, οποίος την περιέγραψε από κοινωνική και ψυχολογική σκοπιά. Και οι δύο γιατροί είχαν παρατηρήσει πως η νόσος αυτή παρουσιαζόταν συχνότερα σε άτομα τα οποία προέρχονταν από πιο εύπορες κοινωνικές τάξεις. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Laseque στη διατύπωση της υπόθεσης πως η ελλιπής γονεϊκή συναισθηματική στήριξη (γεγονός το οποίο πίστευε πως είναι πιο σύνηθες στις εύπορες οικογένειες) σχετίζεται με την εκδήλωση της διαταραχής αυτής. Επικράτησε, επίσης, η άποψη πως οι συγκρούσεις των γονέων με τα παιδιά τους είναι πιθανό να οδηγούν μερικές φορές κάποια κορίτσια που βρίσκονται στην εφηβεία στην άρνηση της τροφής, ως μια μορφή έκφρασης του συναισθήματος της απόρριψης το οποίο βιώνουν. Γι’ αυτό, στις αρχές του περασμένου αιώνα, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νευρογενούς ανορεξίας προτεινόταν η απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένεια του σε συνδυασμό με την επιβολή της υποχρεωτικής σίτισης του παιδιού με οποιονδήποτε τρόπο.

Συμπτώματα και χαρακτηριστικά

Το άτομο με ψυχογενή ανορεξία κυριαρχείται από τη διάθεση άρνησης για λήψη φαγητού προκειμένου να μην πάρει βάρος, παρά το γεγονός ότι το σωματικό του βάρος κυμαίνεται κάτω από τα κατώτερα όρια του φυσιολογικού για την ηλικία, το φύλο και το ύψος του (δηλαδή το βάρος του βρίσκεται κάτω από το 85% του φυσιολογικού ή ο Δείκτης Σωματικής Μάζας είναι κάτω από 17,5). Επίσης, παρά το γεγονός ότι το σωματικό του βάρος είναι κάτω από τα όρια του φυσιολογικού, το άτομο διακατέχεται από έντονο φόβο ότι θα πάρει βάρος. Έτσι, λοιπόν, βρίσκεται συνεχώς στην προσπάθεια να χάσει περισσότερο βάρος. Το άτομο έχει διαταραγμένη εικόνα για το σώμα του και δίνει υπέρμετρη έμφαση στην επίδραση του βάρους ή του σχήματος του σώματος του στην αυτοαξιολόγηση. Επίσης, στις περιπτώσεις των γυναικών, υπάρχουν συχνά διαταραχές στον εμμηνορρυσιακό κύκλο ως αποτέλεσμα της υπερβολικής μείωσης του σωματικού τους βάρους.

Παρά το γεγονός ότι η ετυμολογία του όρου “ανορεξία” παραπέμπει στην έλλειψη όρεξης για φαγητό, ο όρος αυτός είναι παραπλανητικός, αφού το άτομο με την ψυχογενή ανορεξία μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να μην έχει όρεξη για φαγητό. Η απώλεια σωματικού βάρους είναι αποτέλεσμα της συνειδητής προσπάθειας του ατόμου να χάσει βάρος καταφεύγοντας σε αυστηρή δίαιτα ή άσκηση. Παρά το γεγονός ότι πολλά άτομα ακολουθούν περιστασιακά αυτές τις μεθόδους για να χάσουν βάρος, το άτομο με την ψυχογενή ανορεξία φοβάται έντονα ότι απειλείται από την παχυσαρκία και επιδιώκει επίμονα το αδυνάτισμα.

Ορισμένα άτομα με νευρική ανορεξία αισθάνονται συνέχεια ότι είναι υπέρβαρα και άλλα διαπιστώνουν ότι είναι αδύνατα, αλλά πιστεύουν πως από ορισμένα μέρη του σώματος τους θα πρέπει να χάσουν και άλλο βάρος. Μερικές φορές μπορεί να τα κυριαρχεί η εμμονή να μετρούν συνέχεια το βάρος τους για να διαπιστώσουν αν το “λίπος” έχει περιοριστεί. Κάθε φορά που διαπιστώνουν ότι έχασαν βάρος πιστεύουν πως βελτιώθηκε η εικόνα τους και νιώθουν καλύτερα. Προκειμένου όμως να διατηρείται αυτό το συναίσθημα και να νιώθουν ασφαλείς έχουν την ανάγκη να χάνουν καθημερινά ολοένα και περισσότερο βάρος και αν κάποια μέρα αυτό δεν συμβεί, τότε κυριαρχούνται από πανικό και εντείνουν ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες τους.

Δύο τύποι νευρικής ανορεξίας

Γίνεται διάκριση δύο τύπων ψυχογενούς ανορεξίας, ανάλογα με τον τρόπο στον οποίο καταφεύγει το άτομο προκειμένου να περιορίσει τη λήψη θερμίδων. Αυτή η διάκριση γίνεται περισσότερο για τη διαφοροποίηση της πιθανής αιτιολογίας της ανορεξίας και κατ’ επέκταση της θεραπευτικής αντιμετώπισης.

Στην περίπτωση του περιοριστικού τύπου (restricting type) το άτομο καταφεύγει σε δίαιτα, νηστεία ή υπερβολική άσκηση.

Στην περίπτωση όπου έχουμε υπερφαγία / καθαρτικό τύπο (binge-eating/purging type) κατά τη διάρκεια του τρέχοντος επεισοδίου ψυχογενούς ανορεξίας, το άτομο έχει τακτικά επεισόδια υπερφαγίας ή καταφεύγει σε συμπεριφορά κάθαρσης (δηλαδή αυτοπροκαλούμενους εμετούς, ή κακή χρήση καθαρτικών, διουρητικών ή υποκλυσμών). Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο καταναλώνει συνήθως σχετικά μικρές ποσότητες τροφής αλλά καταφεύγει σταθερά σε συμπεριφορά κάθαρσης. Ο τύπος αυτός παρουσιάζεται περίπου στις μισές περιπτώσεις της νευρικής ανορεξίας.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Η συχνότητα εμφάνισης της νευρικής ανορεξίας στο γενικό πληθυσμό κυμαίνεται μεταξύ 0,2% έως 0,8% (Hoek, 1993). Τα ποσοστά αυτά όμως φαίνεται να διαφοροποιούνται σημαντικά, ανάλογα με το συγκεκριμένο πληθυσμό στον οποίο αναφέρονται. Σε μια μελέτη η οποία έγινε σε εννέα σχολεία θηλέων στην Αγγλία, ο Crisp και οι συνεργάτες του (1976) διαπίστωσαν πως το 0,5% των κοριτσιών ηλικίας κάτω των 16 ετών παρουσίαζαν σοβαρής μορφής ψυχογενή ανορεξία, ενώ το ποσοστό αυτό έφτανε στο 1% στα κορίτσια άνω των 16 ετών. Στην περίπτωση που μελετάται πληθυσμός υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, τα ποσοστά αυτά είναι πιο υψηλά. Μπορεί δε να πλησιάσουν το 5% έως 7% στον πληθυσμό των εφήβων οι οποίοι ασχολούνται με το χορό ή το modeling και φιλοδοξούν να σταδιοδρομήσουν σ’ αυτά τα επαγγέλματα (Garner & Garfinkel, 1980).

Οι διαταραχές στην πρόσληψη τροφής είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις προβλημάτων ψυχικής υγείας που εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα στα κορίτσια σε σχέση με τα αγόρια. Τα αγόρια με ψυχογενή ανορεξία είναι ελάχιστα και γι’ αυτό η συχνότητα εμφάνισης της διαταραχής αυτής στον πληθυσμό των αγοριών είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί. Επειδή όμως έχει κυριαρχήσει η άποψη πως η ψυχογενής ανορεξία είναι μια διαταραχή η οποία αφορά το γυναικείο πληθυσμό, είναι πιθανό να μη γίνεται πάντα η διάγνωση της όταν τα συμπτώματα της εκδηλώνονται στον ανδρικό πληθυσμό.

Παρόλο που στον ανδρικό πληθυσμό οι διαταραχές διατροφής εκδηλώνονται με τα ίδια κλινικά συμπτώματα όπως και στον γυναικείο, οι άνδρες δεν έχουν τόσο έντονη ενασχόληση με το φαγητό ούτε τόσο έντονο κίνητρο να διατηρούν λεπτή σιλουέτα αλλά δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην αθλητική τους παρουσία και την αρρενωπότητα.

Η νευρογενής ανορεξία συνήθως πρωτοεμφανίζεται σε κορίτσια τα οποία βρίσκονται στην εφηβεία και σπανιότερα σε γυναίκες μεγαλύτερων ηλικιών. Η εκδήλωση της διαταραχής συχνά σχετίζεται με κάποιο αγχογόνο γεγονός της ζωής, όπως για παράδειγμα το διαζύγιο των γονέων, κάποια σοβαρή αλλαγή στο σπίτι ή το σχολείο κ.ά.

Παρόλο που τα συμπτώματα της διαταραχής είναι πολύ σαφή και μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια, η εξέλιξη της μπορεί να διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με την περίπτωση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα 31 ερευνητικών εργασιών, διαπιστώθηκε πως στο 52% των περιπτώσεων ατόμων με ψυχογενή ανορεξία η εξέλιξη ήταν καλή, στο 29% ήταν μέτρια και στο 19% ήταν κακή (Steinhausen, 1997).

Όσο το άτομο χάνει βάρος και υποσιτίζεται επικίνδυνα, απαιτείται η παραπομπή του στο νοσοκομείο. Ως αποτέλεσμα ιατρικών επιπλοκών ή της αυτοκτονίας, το 10% των ατόμων με ψυχογενή ανορεξία οδηγείται στο θάνατο.

Αιτίες

Δεν στάθηκε δυνατό μέχρι σήμερα να απομονωθεί κάποιος παράγοντας ο οποίος να θεωρηθεί ως η βασική αιτία κάποιας από τις διαταραχές στην πρόσληψη τροφής, καθώς ήταν δύσκολο να διευκρινιστεί αν οι παράγοντες που φαίνεται να σχετίζονται με τις διαταραχές αυτές αποτελούν τα αίτια ή τις συνέπειες τους.

Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια διερεύνησης της αιτιολογίας των διαταραχών στην πρόσληψη τροφής πρέπει να συνεκτιμά την επίδραση τριών ομάδων παραγόντων: τους βιολογικούς, τους κοινωνικοπολιτισμικούς και τους ψυχολογικούς παράγοντες. Όλοι γνωρίζουμε την πολιτισμική έμφαση που αποδίδεται στα πρότυπα που αφορούν το λεπτό σώμα, τον αυτοέλεγχο και την άσκηση. Αυτά δημιουργούν το ελκυστικό μοντέλο ατόμου σε όλους τους ανθρώπους και ιδιαίτερα στις γυναίκες.

Σε περιπτώσεις μονοζυγωτικών διδύμων όπου ο ένας παρουσιάζει διαταραχές διατροφής, η πιθανότητα να παρουσιάζει και ο άλλος κυμαίνεται από 30% έως 50%, ενώ στα διζυγωτικά δίδυμα η πιθανότητα αυτή δεν ξεπερνά το 10% (Hsu et al., 1990). Ο Hsu υποστηρίζει πως ορισμένα άτομα έχουν κάποια βιολογική προδιάθεση, η οποία αλληλεπιδρά με παράγοντες κοινωνικούς και ψυχολογικούς και έτσι αυξάνεται η πιθανότητα εκδήλωσης διαταραχών στην πρόσληψη τροφής.

Η αιτία όμως των διαταραχών στην πρόσληψη τροφής ίσως γίνει καλύτερα κατανοητή αν μπορέσουμε να διερευνήσουμε τα κίνητρα του κοριτσιού, το οποίο υποβάλλει τον εαυτό του σε μια οδυνηρή και επικίνδυνη διαδικασία ανατρέποντας τους ρυθμούς του οργανισμού του προκειμένου να καταφέρει να έχει το «ιδανικό» βάρος. Το «ιδανικό» σωματικό βάρος, όπως αυτό συχνά προβάλλεται στην κοινωνία μας με διάφορους τρόπους, είναι πολλές φορές κατώτερο από το φυσιολογικό. Έχει διαπιστωθεί πως οι επιθυμητές αναλογίες σώματος, όπως αυτές που διαθέτουν μοντέλα, καλλονές ή ακόμα και κούκλες, όπως είναι οι γνωστές Barbie και Ken, είναι κάτω από τα όρια του φυσιολογικού. Γι’ αυτό λοιπόν, εάν τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν ως πρότυπα αυτά τα μοντέλα, τότε είναι πιθανό να βιώνουν το αίσθημα του ανικανοποίητου σχετικά με τη δική τους σωματική εικόνα και να προσπαθούν με κάθε τρόπο να την αλλάξουν για να πλησιάσουν αυτή των προτύπων τους.

Αντιμετώπιση

Σε κάθε περίπτωση, πριν από την έναρξη της όποιας ψυχοθεραπευτικής προσπάθειας, θα πρέπει οπωσδήποτε να εκτιμηθεί η αναγκαιότητα της ιατρικής παρακολούθησης ή ενδεχομένως της νοσοκομειακής περίθαλψης του ατόμου με την ψυχογενή ανορεξία.

Σε περίπτωση όπου η απώλεια βάρους είναι μεγάλη, υπάρχουν διαταραχές στο μεταβολισμό ή κίνδυνος για αυτοκτονία, τότε είναι απαραίτητη η νοσοκομειακή περίθαλψη. Στις περισσότερες περιπτώσεις η νοσοκομειακή περίθαλψη είναι βραχείας διάρκειας. Μόνο σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί η παραμονή στο νοσοκομείο για εβδομάδες ή και μήνες, ώσπου το άτομο να ανακτήσει τουλάχιστον το 90% του προσδοκώμενου βάρους του.

Σε πρώτη φάση, λοιπόν, η θεραπευτική προσπάθεια επικεντρώνεται στην ανάκτηση του σωματικού βάρους. Σε πολλές περιπτώσεις, η προσπάθεια αυτή αποτελεί το πιο εύκολο μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας. Το ανορεκτικό άτομο μπορεί να έχει ανακτήσει το βάρος που χρειάζεται με την έξοδο του από το νοσοκομείο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως έχει ταυτόχρονα απαλλαγεί από τις διατροφικές του συνήθειες. Αν δεν υπάρξει καμία παρέμβαση σε αυτό το επίπεδο, το άτομο μπορεί να αρχίσει ξανά να χάνει βάρος εφόσον οι διαταραγμένες του αντιλήψεις εξακολουθούν να επηρεάζουν τη συμπεριφορά του.

Για το λόγο αυτόν η αντιμετώπιση θα πρέπει στη συνέχεια να επικεντρώνεται στην τροποποίηση των διαταραγμένων αντιλήψεων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με γνωσιακές-συμπεριφορικές τεχνικές, οι οποίες δεν εστιάζονται μόνο στις στάσεις, τις αντιλήψεις και τις συνήθειες του ατόμου σχετικά με το φαγητό, αλλά παρεμβαίνουν και στο επίπεδο του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος. Η οικογενειακή αυτή προσέγγιση δεν απαιτεί οπωσδήποτε από τον ειδικό να βλέπει ταυτόχρονα όλη την οικογένεια, αλλά σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική αν ο ειδικός βλέπει ατομικά το κάθε μέλος της οικογένειας του ασθενή.

Δείτε επίσης