Καθαρτικά εντέρου

Η χρήση καθαρτικών φαρμάκων για το έντερο δικαιολογείται κυρίως για:

α) Την αντιμετώπιση οξείας δυσκοιλιότητας από οποιαδήποτε παθολογική ή μη κατάσταση.

β) Σε οξείες επίσης καταστάσεις που επιθυμείται αποφυγή προσπάθειας (π.χ. οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου).

γ) Για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς (χειρουργικές επεμβάσεις, δηλητηριάσεις κ.ά).

Στις περισσότερες περιπτώσεις δυσκοιλιότητας η εφαρμογή της κατάλληλης δίαιτας με προσθήκη ικανής ποσότητας φυτικών ινών και υγρών καθώς και η σωματική άσκηση αρκούν για την καταπολέμησή της. Χρήση των καθαρτικών που διεγείρουν την κινητικότητα για μακρά χρονικά διαστήματα δεν συνιστάται, εκτός από ασυνήθεις περιπτώσεις βαριάς χρόνιας δυσκοιλιότητας.

Tα καθαρτικά, ανάλογα με τον τρόπο δράσης τους, διακρίνονται κυρίως στα αυξάνοντα τον όγκο των κοπράνων, τα μαλακτικά, τα αλατούχα και ωσμωτικώς δρώντα και τα διεγείροντα την εντερική κινητικότητα.

Αυξάνοντα τον όγκο των κοπράνων. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται διάφοροι φυσικοί πολυσακχαρίτες, όπως πίτυρο σιτηρών, υδρόφιλα κολλοειδή από σπόρους ορισμένων φυτών (είδη Plantago ή ψύλλιο ή Isoaghula husk) ή συνθετικοί (μεθυλοκυτταρίνη), που δρουν στο λεπτό και παχύ έντερο. Θεωρούνται τα «αθωότερα» γιατί διεγείρουν τον εντερικό περισταλτισμό με τον αυξημένο τους όγκο.

Προτιμώνται για την αντιμετώπιση της απλής δυσκοιλιότητας, όπως κατά τη διάρκεια της κύησης ή και μετά τον τοκετό. Πρέπει να αποφεύγονται σε υποψία εντερικής απόφραξης ή σε εντερική ατονία. Tο περισσότερο αποτελεσματικό είναι το πίτυρο σιτηρών και λαμβάνεται με τα γεύματα σε χυμούς φρούτων ή ύδωρ. Tα υπόλοιπα προτιμώνται σε περιπτώσεις δυσανεξίας των ασθενών στο πίτυρο σιτηρών. Tο καθαρτικό αποτέλεσμα εμφανίζεται 12-24 ώρες μετά τη λήψη τους. Κυκλοφορούν σε συνδυασμό με καθαρτικά άλλων κατηγοριών.

Μαλακτικά των κοπράνων. Kύριος εκπρόσωπος της υποκατηγορίας αυτής είναι η παραφίνη ή παραφινέλαιο (paraffin liquid, mineral oil), ένα σύμπλοκο μίγμα κεκορεσμένων υδρογονανθράκων, πετρελαϊκής προέλευσης. Tο φάρμακο χορηγούμενο σε υποκλυσμό χαρακτηρίζεται από αμελητέα απορρόφηση. Aντιθέτως, σε χορήγηση από το στόμα μπορεί να απορροφηθεί μέχρι και 30% της χορηγούμενης δόσης, ανευρισκόμενο στον εντερικό βλεννογόνο, τους επιχώριους λεμφαδένες, το ήπαρ και το σπλήνα. Στο έντερο επαλείφει τα κόπρανα εμποδίζοντας την επαναρρόφηση του ύδατος. Έτσι η αύξηση του όγκου των κοπράνων από την κατακράτηση ύδατος και η προκύπτουσα αύξηση της γλοιότητάς τους διευκολύνουν την αφόδευση. Προτιμάται κυρίως σε άτομα με αιμορροϊδοπάθειες ή άλλες επώδυνες καταστάσεις της πρωκτικής περιοχής. H έναρξη δράσης του εμφανίζεται συνήθως μετά 6-8 ώρες. Tο παραφινέλαιο μπορεί, ενδεχομένως, να συνδυασθεί και με άλλα υπακτικά-καθαρτικά, όπως το υδροξείδιο του μαγνησίου ή τα διεγερτικά της εντερικής κινητικότητας.

Αλατούχα και ωσμωτικώς δρώντα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα άλατα του μαγνησίου, διάφορα τρυγικά άλατα, ορισμένοι ημισυνθετικοί πολυσακχαρίτες (λακτουλόζη και λακτιτόλη), οι πολυαιθυλενογλυκόλες (macrogols) και η γλυκερίνη.Tα αλατούχα καθαρτικά χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις που απαιτείται ταχεία κένωση του εντέρου
κένωση του εντέρου για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς. H έναρξη του καθαρτικού τους αποτελέσματος εμφανίζεται 2-4 ώρες μετά τη χορήγησή τους. H τελευταία θα πρέπει να συνοδεύεται από ικανή λήψη υγρών. Tα άλατα του μαγνησίου θα πρέπει να χορηγούνται με ιδιαίτερη προσοχή σε πάσχοντες από νεφρική ανεπάρκεια, ενώ αντενδείκνυνται σε σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια. Eπίσης τα περιέχοντα νάτριο μπορεί να είναι επικίνδυνα σε πάσχοντες από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ τα φωσφορικά άλατα μπορεί να μειώσουν το ασβέστιο του αίματος.

H λακτουλόζη πρακτικώς δεν απορροφάται από τον γαστρεντερικό σωλήνα. Στο έντερο διασπάται από ορισμένα βακτηρίδια σε διάφορα οξέα και διοξείδιο του άνθρακα, τα οποία οξινοποιούν το εντερικό περιεχόμενο και αυξάνουν την ωσμωτική του πίεση με αποτέλεσμα την αύξηση του κατακρατούμενου ύδατος. Tο όξινο pH επιπλέον διευκολύνει τη δέσμευση της αμμωνίας του αίματος, ιδιότητα που βρίσκει εφαρμογή στην αντιμετώπιση της ηπατικής εγκεφαλοπάθειας. Το καθαρτικό αποτέλεσμα μπορεί να χρειαστεί 24-48 ώρες για να επέλθει. Σε διαβητικούς θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή, λόγω της ικανής περιεκτικότητας απορροφήσιμων σακχάρων.

H λακτόζη με δράση ανάλογη της λακτουλόζης δεν απορροφάται στο λεπτό έντερο. Στο παχύ διασπάται από διάφορα βακτηρίδια σε οξεικό, προπιονικό και βουτυρικό οξύ. Έτσι μειώνεται το pH, ενισχύεται η κινητικότητα του εντερικού τοιχώματος και η έκκριση υγρών με παράλληλη δέσμευση της αμμωνίας του αίματος.

Οι πολυαιθυλενογλυκόλες υψηλού μοριακού βάρους (4000) είναι γραμμικά πολυμερή μακράς αλύσου, τα οποία συγκρατούν μόρια νερού με δεσμούς υδρογόνου και έτσι οδηγούν σε αύξηση του όγκου των υγρών του εντέρου. Η γλυκερίνη με ωσμωτική κυρίως δράση, χορηγούμενη με τη μορφή υποκλυσμού ή υποθέτων προκαλεί κένωση του ορθού σε ½, περίπου, ώρα.

Καθαρτικά, διεγείροντα την εντερική κινητικότητα. Tα φάρμακα της κατηγορίας αυτής διεγείρουν την εντερική κινητικότητα, κυρίως του παχέος εντέρου και μειώνουν την απορρόφηση ύδατος και ηλεκτρολυτών. Σε αυτήν ανήκουν η δισακοδύλη, το καστορέλαιο, η σέννα και το πικοθειικό νάτριο.

H κατάχρηση των φαρμάκων της ομάδας αυτής από χρόνια χρήση δημιουργεί τα σοβαρότερα προβλήματα, εξαιτίας κυρίως της εξάρτησης την οποία δημιουργούν και των σοβαρών ανεπιθυμήτων ενεργειών που συνεπάγονται. Xρήση των παραπάνω φαρμάκων δικαιολογείται μόνο για την αντιμετώπιση οξείας δυσκοιλιότητας (π.χ. από λήψη φαρμάκων, παρατεταμένη παραμονή στο κρεββάτι, κλπ.), την προετοιμασία του εντέρου για διαγνωστικές εξετάσεις ή την αντιμετώπιση χρόνιας δυσκοιλιότητας που δεν ανταποκρίνεται σε διαιτητικά μέτρα ή άλλα αθωότερα καθαρτικά. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η χορήγησή τους δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 10 ημέρες. Σε αντίθετη περίπτωση ο κίνδυνος πρόκλησης ατονίας του εντέρου και υποκαλιαιμίας (με αποτέλεσμα επίταση της δυσκοιλιότητας) είναι σημαντικά αυξημένος. Xρήση τους στα παιδιά ή κατά τη διάρκεια της κύησης θα πρέπει να αποφεύγεται.

H εμφάνιση του καθαρτικού τους αποτελέσματος ποικίλλει: της δισακοδύλης εμφανίζεται μετά 6-10 ώρες ή 30-60 λεπτά μετά τη χορήγησή της (από το στόμα ή το ορθό αντίστοιχα), του καστορελαίου μετά 2-8 ώρες, της σέννας μετά 8-12 ώρες και του πικοθειικού νατρίου μετά 10-14 ώρες.

Δείτε επίσης