Η χρόνια αϋπνία μπορεί ενδεχομένως να σχετίζεται με πρόωρο θάνατο, ακόμα και ανεξάρτητα από άλλες χρόνιες νόσους, όπως η καρδιοπάθεια ή ο διαβήτης, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Ερευνητές, με επικεφαλής την Laurel Finn, του Πανεπιστημίου του Wisconsin στο Madison, ανέλυσαν στοιχεία ανθρώπων που συμπλήρωσαν 2-3 ερωτηματολόγια το 1989, το 1994 και το 2000. Όσοι ανέφεραν συμπτώματα αϋπνίας σε τουλάχιστον 2 από τα ερωτηματολόγια θεωρήθηκε ότι έπασχαν από αϋπνία. Τον Ιούνιο του 2009, η Finn σε έρευνα αρχείων θανάτου ανακάλυψε 74 θανάτους σε 1.872 συμμετέχοντες. Παρουσίασε τα ευρήματα στο 24ο συνέδριο για τον ύπνο, στο Σαν Αντόνιο.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η συνολική θνησιμότητα ήταν τρεις φορές υψηλότερη σε ανθρώπους με χρόνια αϋπνία σε σχέση με ανθρώπους που δεν έπασχαν από αϋπνία.
Ακόμα και όταν εστίασαν στα 4 διαφορετικά είδη αϋπνίας, ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου εξακολουθούσε να ισχύει. Ο κίνδυνος ήταν 2 έως 3 φορές υψηλότερος σε ανθρώπους που προσπαθούσαν να κοιμηθούν, ή να ξανακοιμηθούν, που ξυπνούσαν επανειλημμένως ή ξυπνούσαν πολύ νωρίς.
Η σχέση μεταξύ πρόωρου θανάτου και χρόνιας αϋπνίας ήταν ανεξάρτητη από άλλες χρόνιες παθήσεις όπως εμφύσημα, χρόνια βρογχίτιδα, καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο, υπέρταση, καρδιακή νόσο, διαβήτη και κατάθλιψη.
Η Finn δήλωσε ότι το πιο σημαντικό εύρημα ήταν ο αυξημένος κίνδυνος θανάτου σε ανθρώπους με χρόνια αϋπνία έναντι των ανθρώπων που δεν εμφάνιζαν αϋπνία. Το δεύτερο σημαντικό εύρημα ήταν η μη διαφοροποίηση μεταξύ των τύπων αϋπνίας όσον αφορά τον κίνδυνο θνησιμότητας.
Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ανάγκη να αντιμετωπίζουν περισσότερο αποτελεσματικά οι γιατροί την αϋπνία, ακόμα και αν ο ασθενής δεν εμφανίζει άλλες χρόνιες νόσους.