Το σκληρό νερό προστατεύει από την εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου κι αυτό οφείλεται στην αυξημένη περιεκτικότητά του σε μαγνήσιο. Αντιθέτως η πρόσληψη μαλακού νερού έχει βρεθεί ότι αυξάνει τη δυσλειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων, δημιουργώντας ένα περισσότερο φλεγμονώδες, αθηρογόνο, θρομβογόνο, και αρρυθμιογόνο περιβάλλον. Αυτά επισημαίνονται σε έρευνα με τίτλο «Υδριάδες» την οποία εκπονεί η Ομάδας Ιατρικής Μελέτης των Θερμομεταλλικών Νερών του ΑΠΘ και της οποίας τα πρώτα αποτελέσματα παρουσιάζονται σήμερα σε συνάντηση εργασίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
Η σκληρότητα του νερού εξαρτάται κυρίως από τη συγκέντρωση δύο κατιόντων, του ασβεστίου και του μαγνησίου. Από την ανασκόπηση των υπαρχόντων μελετών φαίνεται ότι τα πιθανά ευεργετικά αποτελέσματα του σκληρού νερού σχετίζονται κυρίως με την ποσότητα μαγνησίου που περιέχουν. Η λήψη νερού που είναι πλούσιο σε μαγνήσιο, ιδιαίτερα σε πληθυσμούς με διατροφή χαμηλή σε μαγνήσιο, έχει βρεθεί ότι προστατεύει από την εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου, επειδή αναστέλλει την εξέλιξη της αθηρωματικής πλάκας, ενώ ταυτόχρονα μειώνει τους δείκτες φλεγμονής. Ωστόσο, τα όρια συγκέντρωσης του μαγνησίου μέσα στα οποία εμφανίζονται οι προστατευτικές του δράσεις δεν είναι σαφώς καθορισμένα λόγω της πολύ μεγάλης στατιστικής και κλινικής ετερογένειας των υπαρχόντων μελετών. Φαίνεται όμως ότι τα επίπεδα μαγνησίου μπορεί να έχουν προστατευτική δράση όταν είναι μεγαλύτερα από 7mg/l.
Εξάλλου, η αυξημένη συγκέντρωση ασβεστίου στο πόσιμο νερό φαίνεται ότι μπορεί να έχει έμμεση προστατευτική δράση επειδή εμποδίζει την απελευθέρωση τοξικών κατιόντων, όπως του λιθίου, κυρίως στο νερό από τους αγωγούς ύδρευσης.
Εξάλλου το μεταλλικό νερό που είναι πλούσιο σε διτανθρακικά, ασβέστιο και μαγνήσιο, έχει θετική επίδραση στη δυσπεψία και βελτιώνει τη δυσφορία μετά τα γεύματα, το αίσθημα φουσκώματος και το μετεωρισμό τόσο σε χρονική διάρκεια όσο και σε ένταση των συμπτωμάτων. Επιπρόσθετα η πόση του μεταλλικού νερού βελτιώνει το χρόνο διέλευσης των κοπράνων από το έντερο και με αυτό τον τρόπο βελτιώνει και τα χρόνια συμπτώματα δυσκοιλιότητας σε ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου με κύριο σύμπτωμα τη δυσκοιλιότητα και τον μετεωρισμό.
Τα θερμομεταλλικά νερά , σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας έχουν ευεργετικές δράσεις στο δέρμα , ιδίως όταν περιέχουν θείο ή θειϊκές ενώσεις. Η λουτροθεραπεία έχει χρησιμοποιηθεί σε ποικίλες δερματοπάθειες ενώ οι περισσότερες αξιόλογες μελέτες αναφέρονται στη χρήση φυσικών πόρων ως συμπληρωματική θεραπεία στην ψωρίαση, τη σμηγματορροϊκή δερματίτιδα, την ατοπική δερματίτιδα και την ακμή. Εξίσου θετικά αποτελέσματα φαίνεται ότι έχει και η λασποθεραπεία. Προσοχή όμως χρειάζεται κατά τη λουτροθεραπεία σε ό,τι αφορά τη θερμοκρασία του φυσικού πόρου καθώς το υψηλής θερμοκρασίας νερό μπορεί να προκαλέσει συγκοπική κρίση λόγω της αναπτυσσόμενης περιφερικής αγγειοδιαστολής.
Η χρήση των θερμομεταλλικών νερών θεωρείται ότι έχει θετική επίδραση σε περιορισμένο αριθμό παθήσεων της περιοχής κεφαλής και τραχήλου κυρίως σε οξείες και χρόνιες φλεγμονές του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Σε περιπτώσεις χρόνιας ή υποτροπιάζουσας παραρρινοκολπίτιδας στους ενήλικες η χρήση χλωριούχου-βρωμιούχου-ιωδιούχου νερού και θειούχου-αρσενικούχου-σιδηρούχου νερού έχει αρκετά καλά αποτελέσματα. Η εφαρμογή μπορεί να γίνει με την μέθοδο της εισπνοοθεραπείας και των ρινοπλύσεων και παρατηρείται βελτίωση των συμπτωμάτων (δυσχέρεια ρινικής αναπνοής, ρινόρροια, υποσμία και κεφαλαλγία), βελτίωση της εικόνας του ρινικού βλεννογόνου και βελτίωση των ρινικών λειτουργιών (βλεννοκροσσωτή λειτουργία και ρινική αναπνοή).
Σε παιδιά, που πάσχουν από υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος η εισπνοή ατμού θειώδους νερού μειώνει τον αριθμό των προσβολών και των ημερών απουσίας από το σχολείο για διάστημα ενός τριμήνου μετά τη θεραπεία.
Η έρευνα από την οποία προκύπτουν τα παραπάνω στοιχεία αφορά 70 ελληνικές λουτροπόλεις και όπως αναφέρει ο επιστημονικά υπεύθυνός της , επίκουρος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ Μίλτος Τσαλιγόπουλος, στόχος της είναι η τεκμηρίωση των βιολογικών και ιατρικών δυνατοτήτων και χρήσεων των θερμομεταλλικών φυσικών πόρων. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το νόμο 3498/2006 προβλέπεται η αναγνώριση των ιαματικών φυσικών πόρων. Σε αυτή τη διαδικασία είναι απαραίτητη, μεταξύ των άλλων, η υποβολή υγειονομικής έκθεσης για τις ενδείξεις και αντενδείξεις των ιδιοτήτων του ιαματικού φυσικού πόρου. Βάσει των αναγκών που πηγάζουν από το Νόμο και της προγραμματικής σύμβασης του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων Ιαματικών Πηγών Ελλάδας και της Επιτροπής Ερευνών του Α.Π.Θ., συγκροτήθηκε η Ιατρική Ομάδα Μελέτης των Θερμομεταλλικών Νερών του Α.Π.Θ. η οποία ανέλαβε το ερευνητικό έργο «Υδριάδες» το οποίο ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2008 και θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2009.