Η Ελλάδα υστερεί σε αριθμό μεταμοσχεύσεων, με αποτέλεσμα οι Ελληνες ασθενείς να μην αντλούν από την κοινωνία την έμπρακτη συμπαράσταση που δικαιούνται, υπό τη μορφή ενός μοσχεύματος. Το πρόβλημα στην Ελλάδα στον τομέα των μεταμοσχεύσεων δεν είναι ο μικρός αριθμός δοτών αλλά η απώλεια δοτών, ανέφερε ο καθηγητής Ιωάννης Βλαχογιάννης, πρόεδρος της ΔΣ του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ), σε σημερινή συνέντευξη Τύπου με αφορμή τη σημερινή Πανελλήνια Ημέρα Δωρεάς Οργάνων, οποία συμπίπτει με τα 10 χρόνια λειτουργίας του ΕΟΜ.
Η χώρα μας υστερεί σημαντικά στις μεταμοσχεύσεις συμπαγών οργάνων. Η διαθεσιμότητα, δηλαδή ο αριθμός των δοτών ανά εκατομμύριο πληθυσμού, ανήλθε το 2009 για την Ελλλάδα στους 6,3 δότες, ενώ σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία σημειώνονται δείκτες πτωματικών δοτών οργάνων άνω του 30 ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Η μεταμόσχευση μέσα στα νοσοκομεία, ανέφερε ο κ. Βλαχογιάννης, δεν είναι μέθοδος που βιώνει φιλική αποδοχή από τις διοικήσεις και εκεί πρέπει να στραφούμε ώστε να αλλάξουν νοοτροπίες και να ενισχυθεί η ιδέα της δωρεάς οργάνων.
Παράλληλα, σημαντικό ρόλο παίζει και η υστέρηση στην αξιοποίηση των υπαρχόντων μοσχευμάτων στις ΜΕΘ. Τουλάχιστον ίσος αριθμός εγκεφαλικά νεκρών υπάρχει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, Μάλιστα, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες σε αριθμό τροχαίων ατυχημάτων, υποδεικνύει ότι οι δυνητικοί δότες υπάρχουν, αλλά δεν αξιοπιούνται. Τα μοσχεύματα χάνονται ή γιατί δεν διαγιγνώσκεται έγκαιρα ο εγκεφαλικός θάνατος, ή διότι στις περιπτώσεις που διαγιγνώσκεται και τίθεται η δυνατοτητα της δωρεάς οργάνων, το 30% των συγγενών των εκλιπόντων αρνείται τη δωρεά. Ταυτόχρονα, ο μικρός αριθμός υποψήφιων ληπτών οργάνων στη χώρα μας περιορίζει την καταλληλότητα των προσφερόμενων μοσχευμάτων και ως εκ τούτου την αξιοποίησή τους από τα ελληνικά μεταμοσχευτικά κέντρα, με αποτέλεσμα πολλά μοσχεύματα από Ελληνες δότες να μεταμοσχεύονται σε συμβατούς λήπτες του εξωτερικού.
Σήμερα, είναι εγγεγραμμένοι στη λίστα αναμονής για μεταμόσχευση νεφρού περίπου 1.000 ασθενείς, για ήπαρ 50-80 και για μεταμόσχευση καρδιάς περίπου 25. Οι δότες, σύμφωνα με τα στοιχεία, θα μπορούσαν να είναι γύρω στους 340, αλλά δυστυχώς είναι πολύ λιγότεροι.
“Εχουμε αποτύχει σαν ιατρική κοινότητα να αγκαλιάσουμε τις μεταμοσχεύσεις”, ανέφερε ο πρόεδρος του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, μέλος του ΔΣ του ΕΟΜ, Πέτρος Αλιβιζάτος, τονίζοντας ότι οι τριβές μεταξύ των γιατρών, έχουν δημιουργήσει πολλά προβλήματα, εντείνοντας τη διστακτικότητα των ανθρώπων να δωρίσουν τα όργανά τους. Χώρες που ξεκίνησαν μετά την Ελλάδα βρίσκονται πολύ μπροστά στις μεταμοσχεύσεις, όπως η Τσεχία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο, ανέφερε ο κ. Αλιβιζάτος. Χαρακτηριστικά είπε ότι στην Τσεχία έγιναν πέρυσι 80 μεταμοσχεύσεις καρδιάς, ενώ στην Ελλάδα μόνο 8 και στο Βέλγιο 68. Τέλος, αναφέρθηκε στα οικονομικά προβλήματα και στην έλλειψη προσωπικού στον ΕΟΜ.
“Η συζήτηση για τις μεταμοσχεύσεις πρέπει να μπει σε κάθε σπίτι”, είπε η Νίνα Μαγγίνα, εντατικολόγος, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να υπάρχει διαφάνεια και αξιοπιστία σε κάθε βήμα της διαδικασίας, ώστε να δημιουργείται κλίμα εμποστοσύνης για επιτυχή προσέγγιση των συγγενών και συναίνεση για δωρεά οργάνων.
Ο Αχιλλέας Αναγνωστόπουλος, Διευθυντής Αιματολογικής Κλινικής-Μονάδας Μεταμόσχευσης μυελού των Οστών-Δημόσιας Τράπεζας Ομφαλιοπλακουντικού Αίματος Γ.Ν. Θεσσαλονίκης “Γ.Παπανικολάου”, μέλος ΔΣ ΕΟΜ, αναφέρθηκε στις Τράπεζες Ομφαλιοπλακουντικού Αίματος που λειτουργούν στη χώρα μας, λέγοντας ότι οι ιδιωτικές τράπεζες είναι περισσότερες απ΄ό,τι σε όλη την Ευρώπη. Λειτουργούν χωρίς έλεγχο, κανόνες και προϋποθέσεις. Η πολιτεία, κατέληξε, πρέπει να θέσει τις προϋποθέσεις λειτουργίας τους και να ενισχύσει τη δημιουργια δημόσιων τραπεζών.
Η Ελευθερία Κρικέλη, διευθύντρια Δ΄Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Ερρίκος Ντυνάν», το 1995 ήρθε αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα. Υστερα από σχετική ενημέρωση που είχε από τον γιατρό, πήρε την απόφαση να δωρήσει τα όργανα του γιου της, ο οποίος ύστερα από τροχαίο ήταν κλινικά νεκρός, είπε σήμερα η κ. Κρικέλη. «Ο Γιάννος ήταν κλινικά νεκρός αλλά το κάθε κύτταρό του ήταν πηγή ζωής για άλλον. Ο αυτοκαταστροφικός πόνος έγινε πηγή δύναμης και σήμερα χαίρομαι που κάποιοι άνθρωποι ζουν με τα όργανα του γιου μου».
Δέκα χρόνια λειτουργίας ΕΟΜ
Κατά τη δεκαετία 2001-2010 μεταμοσχεύθηκαν 1.955 ασθενείς εγγεγραμμένοι στα Εθνικά Μητρώα υποψήφιων ληπτών συμπαγών οργάνων και μυελού των οστών. Μόσχευμα από πτωματικό δότη οργάνων έλαβαν 1.598 ασθενείς. Σύμφωνα με την κατανομή τους, 1.213 έλαβαν νεφρικό μόσχευμα, 295 ηπατικό μόσχευμα, 75 μεταμοσχεύθηκαν με καρδιά και 12 με μόσχευμα πνευμόνων. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν 634 μεταμοσχεύσεις νεφρού από ζώντα δότη.
Από το 2002 έως το 2010 πραγματοποιήθηκαν 357 αλλογενείς μη συγγενικές μεταμοσχεύσεις μυελού των οστών. Τα μοσχεύματα προέρχονταν από διεθνείς δεξαμενές στις οποίες ο ΕΟΜ έχει πρόσβαση και δυνατότητα αναζήτησης συμβατών δοτών για τους Ελληνες ασθενείς. Κατά το διάστημα αυτό ο ΕΟΜ πραγματοποίησε σχετικές αναζητήσεις για 962 ασθενείς από τις οποίες οι 357 ολοκληρώθηκαν με εύρεση και μεταμόσχευση συμβατών μοσχευμάτων. Η πλειονότητα των μοσχευμάτων προέρχεται από τις δεξαμενές της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Η ελληνική δεξαμενή δοτών μυελού των οστών αριθμεί 35.000 άτομα, ενώ έχει υπολογιστεί ότι με 100.000 Ελληνες εθελοντές θα βρισκόταν κατάλληλος δότης στη χώρα μας για το 80% των Ελλήνων ασθενών. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι μόλις 2 Ελληνες δότες υπήρξαν συμβατοί με τους Ελληνες ασθενείς.
Σύμφωνα με το μοντέλο ανάπτυξης ενός μεταμοσχευτικού προγράμματος μιας χώρας, η επιτυχία εξαρτάται από θεσμικούς και κοινωνικούς παράγοντες όπως η αξιοπιστία του συστήματος Υγείας, τα ΜΜΕ, η Εκκλησία κ.α. Στην Ελλάδα υπάρχει διασταγμός ως προς την έγγραφη αυτή έκφραση της πρόθεσής τους. Μόλις το 0,9 του ελληνικού πληθυσμού κατέχει κάρτα δωρητή. Σύμφωνα με την έρευνα του ευρωβαρόμετρου το 43% των Ελλήνων θα ήθελε να δωρίσει τα όργανά του μετά θάνατον προς μεταμόσχευση. Οταν ο πολίτης ερωτάται αντίστοιχα γιατί δεν θα δώριζε τα όργανά του μετά θάνατον, οι Ελληνες, πρώτοι στην Ευρώπη, με ποσοστό 45% δίνουν ως απάντηση την έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα, εμπεριέχοντας σε αυτό το σύστημα μεταμοσχεύσεων, το σύστημα υγείας και το σύστημα κοινωνικής και διοικητικής οργάνωσης της χώρας γενικότερα.
«Η βελτίωση μπορεί να έρθει μόνο όταν οι θεσμικοί και κοινωνικοί παράγοντες στηρίξουν το έργο του ΕΟΜ και τον εμπιστευθούν», κατέληξε ο κ. Βλαχογιάννης.