Όσοι πάσχουν από Αλτσχάιμερ αποβάλουν με πιο αργό τρόπο σε σχέση με τους υγιείς ανθρώπους μια επιβλαβή πρωτεΐνη στον εγκέφαλό τους. Αυτή η ανακάλυψη από αμερικανούς επιστήμονες, σε σχέση με τη βήτα-αμυλοειδή πρωτεΐνη, που θεωρείται πιθανώς υπεύθυνη για το Αλτσχάιμερ, μπορεί να ανοίξει το δρόμο στην ανακάλυψη φαρμάκων τα οποία θα επιταχύνουν τη διαδικασία αποβολής της πρωτεΐνης από τον εγκέφαλο.
Οι ερευνητές του τμήματος νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Ουάσιγκτον του Σεν Λιούις, υπό τον δρα Ράνταλ Μπέιτμαν, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό “Science”, σύμφωνα με το BBC και το πρακτορείο Ρόιτερ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα με τη συσσώρευση της βήτα-αμυλοειδούς πρωτεΐνης στον εγκέφαλο, προκαλείται κυρίως από την αφύσικα αργή διαδικασία διάλυσής της (με ρυθμό 30% βραδύτερο σε σχέση με τους υγιείς ανθρώπους) και όχι από την ταχεία υπερπαραγωγή της.
Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι αυτή η κατά 30% μείωση στην ικανότητα αποβολής της πρωτεΐνης σημαίνει ότι η νόσος του Αλτσχάιμερ ξεκινά περίπου δέκα χρόνια πριν οι άνθρωποι αντιληφθούν τα πρώτα συμπτώματα νοητικής δυσλειτουργίας.
Η νέα μελέτη ήταν μικρή (αφορούσε μόνο 24 άτομα, 12 ασθενείς και 12 υγιείς για λόγους σύγκρισης), αλλά μπορεί να αποδειχτεί κρίσιμη για την καλύτερη κατανόηση της νόσου, η οποία πλήττει όλους και περισσότερους ανθρώπους, κυρίως ηλικιωμένους, σε όλο τον κόσμο (γύρω στα 26 εκατομμύρια).
Οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι μελλοντικά μπορεί να υπάρξει ένα τεστ αίματος που θα ανιχνεύει έγκαιρα την επιβράδυνση του ρυθμού διάλυσης της συγκεκριμένης πρωτεΐνης στον εγκέφαλο, πριν καν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα άνοιας και Αλτσχάιμερ.
Οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ έχουν 100 έως 1.000 μεγαλύτερη ποσότητα βήτα-αμυλοειδούς στον εγκέφαλό τους σε σχέση με τους υγιείς ανθρώπους. Πάντως οι επιστήμονες δεν είναι ακόμα βέβαιοι αν η βήτα-αμυλοειδής πρωτεΐνη, που φυσιολογικά παράγεται από τον εγκέφαλο αλλά σχηματίζει πλάκες όταν συσσωρεύεται, είναι αυτή που προκαλεί τη νόσο ή αν τελικά αποτελεί ένα από τα συμπτώματά της.
Το Αλτσχάιμερ θεωρείται η πιο συνηθισμένη και οδυνηρή μορφή άνοιας, καθώς καταστρέφει σταδιακά την μνήμη και επηρεάζει καταλυτικά την ικανότητα σκέψης και αυτοεξυπηρέτησης του ασθενούς. Υπάρχουν διάφορα φάρμακα που στοχεύουν στην μετρίαση των συμπτωμάτων, αλλά προς το παρόν δεν έχει βρεθεί τρόπος να αναστραφεί η εξέλιξη της νόσου.
Οι γιατροί και οι φαρμακοβιομηχανίες προσπαθούν να βρουν τρόπους όσο το δυνατό πιο έγκαιρης διάγνωσης της νόσου, με την ελπίδα ότι έτσι οι φαρμακευτικές θεραπείες θα είναι πιο αποτελεσματικές, όταν οι εγκεφαλικές βλάβες του ασθενούς δεν είναι πολύ προχωρημένες.