Μολονότι, όλοι γνωρίζουν την αρχαία ρήση «προλαμβάνειν ή θεραπεύειν», εντούτοις οι περισσότεροι θεωρούν λανθασμένα την πρόληψη ως έγκαιρη διάγνωση. Στην ηλικία των 40 ετών ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια ανοδική φάση της παραγωγικής του ζωής και ειδικά στις δυτικές κοινωνίες, αυτή συνοδεύεται από μη υγιεινό τρόπο ζωής, ανταγωνιστικότητα και πολύ στρες. Έτσι καθότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα φιγουράρουν στην κορυφή των αιτιών θνητότητας στο δυτικό κόσμο, πολλοί αναρωτιούνται τι έλεγχο θα πρέπει να κάνουν για να προλάβουν ένα τέτοιο γεγονός που μπορεί να είναι μάλιστα μοιραίο.
Το βασικό καρδιαγγειακό νόσημα είναι η αθηροσκλήρωση, η οποία οφείλεται στη δημιουργία αθηροματικών πλακών που επικάθονται στο εσωτερικό των αρτηριών προκαλώντας έτσι τη στένωση του αυλού τους και τη μείωση του παρεχόμενου αίματος. Όταν οι αρτηρίες αυτές αφορούν την καρδιά, τότε προκαλείται η λεγόμενη στεφανιαία νόσος που δημιουργεί ισχαιμία στην καρδιά, στηθάγχη και αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα. Μπορεί όμως να προσβληθούν οι καρωτίδες ή/και τα αγγεία του εγκεφάλου οπότε αυξάνει ο κίνδυνος για εγκεφαλικό επεισόδιο. Οι αθηροματικές πλάκες αποτελούνται κυρίως από χοληστερόλη, λιπώδη στοιχεία, ινώδη ιστό και ενίοτε από κατά τόπους εναποθέσεις ασβεστίου. Η αθηροσκλήρωση είναι νόσος φθοράς, συνδέεται με συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου (σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, κάπνισμα, δυσλιπιδαιμία, οικογενειακό ιστορικό) και μπορεί μάλιστα να ξεκινά από την παιδική ηλικία. Κατά την έννοια αυτή είναι σημαντική η έγκαιρη διάγνωση πρώϊμης ύπαρξης των παραγόντων κινδύνου για στεφανιαία νόσο.
΅Ήδη λοιπόν σε ένα ασυμπτωματικό ενήλικα, μετά την ηλικία των 20 ετών θα πρέπει να μετρώνται τουλάχιστον μία φορά η αρτηριακή πίεση, το σάκχαρο και η χοληστερόλη. Αυτό κρίνεται ακόμη περισσότερο επιβεβλημένο αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό πίεσης ή σακχάρου ή ιδιαιτέρως αυξημένων τιμών χοληστερόλης ήδη από νεαρά ηλικία. Επίσης το οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου είναι ένας επιπρόσθετος λόγος για προληπτικές εξετάσεις από την ηλικία των 20 ετών. Ενήλικες των οποίων οι γονείς ή τα αδέρφια πάσχουν από στεφανιαία νόσο, όταν αυτή έχει εμφανιστεί πριν από την ηλικία των 55 για τους άνδρες και 65 για τις γυναίκες έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Μετά την ηλικία των 40 οι εξετάσεις αυτές θα πρέπει να διενεργούνται ετησίως ακόμη και επί φυσιολογικών ευρημάτων. Είναι σημαντικό το βάρος σώματος και η περίμετρος της μέσης να είναι φυσιολογικά από νέα ηλικία. Έτσι με αυτή την παρακολούθηση μπορεί να γίνει έγκαιρη διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου το οποίο κυριαρχεί στις ηλικίες πάνω από τα 40 έτη και το οποίο αποδίδεται σε άτομα με κοιλιακού τύπου παχυσαρκία η οποία συχνά οδηγεί σε αντοχή στην ινσουλίνη, αύξηση της αρτηριακής πίεσης και δυσλιπιδαιμία. Το σύνδρομο αυτό χαρακτηρίζεται από διπλάσια πιθανότητα για ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου. Για τη διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου απαιτούνται τουλάχιστον 3 από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
1. κοιλιακού τύπου παχυσαρκία (περίμετρος μέσης > 102 εκατοστά για τους άντρες και > 88 εκ. για τις γυναίκες )
2.τριγκυκερίδια >150 mg/%
3.HDL < 40 mg/% σε άντρες και < 50 mg/% για τις γυναίκες
4.αρτηριακή πίεση > 130/85 mmHg
5.σάκχαρο νηστείας >100 mg/%.
Επιπροσθέτως θα πρέπει να γίνεται μια καρδιολογική εξέταση και ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ). Με την καρδιολογική εξέταση ο γιατρός εκτιμά συνολικά τον εξεταζόμενο, αναζητά την ύπαρξη διαφόρων συμπτωμάτων και με το στηθοσκόπιο «ακούει» την καρδιά και αξιολογεί τη λειτουργικότητά της. Με το ΗΚΓ ελέγχεται αν ο ασθενής έχει υποστεί έμφραγμα στο παρελθόν ή αν τη στιγμή εκείνη η καρδιά ισχαιμεί. Επίσης, με το ηλεκτροκαρδιογράφημα γίνεται έλεγχος για αρρυθμίες, ηλεκτρικές διαταραχές, υπερτροφία ή σπάνια σύνδρομα τα οποία συνδέονται με αυξημένη πιθανότητα αιφνιδίου θανάτου. Ένας καλός έλεγχος θα πρέπει να περιλαμβάνει και ένα υπερηχοκαρδιογράφημα ή αλλιώς triplex καρδιάς.
Το triplex καρδιάς αποτελεί σήμερα βασικότατο εργαλείο της καρδιολογίας, σε σημείο που να θεωρείται το «στηθοσκόπιο του 21ου αιώνα». Αποτελεί μια φθηνή, γρήγορη και εξαιρετικά αξιόπιστη εξέταση της δομής και της λειτουργίας της καρδιάς, ακόμη και παρά την κλίνη του ασθενούς. Δεν είναι υπερβολή η θεώρηση ότι με το υπερηχοκαρδιογράφημα κατανοήθηκαν σε βάθος πολλές νοσολογικές οντότητες της καρδιολογίας. Με το διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα βλέπουμε την καρδιά «ζωντανή» μπροστά μας να συσπάται και τις βαλβίδες να ανοιγοκλείνουν αξιολογώντας τη λειτουργία τους. Έτσι μπορούμε να μετρήσουμε τις διαστάσεις και το πάχος των τοιχωμάτων των κοιλοτήτων και να εκτιμήσουμε τη λειτουργική απόδοση της καρδιάς με το κλάσμα εξώθησης, δηλαδή πόσο επί τοις εκατό αδειάζει η καρδιά σε κάθε συστολήσε διάφορες παθήσεις.
Ο προληπτικός έλεγχος θα πρέπει να περιλαμβάνει και τη δοκιμασία κόπωσης, ιδιαίτερα σε άτομα που έχουν ήδη κάποιον παράγοντα κινδύνου (υπέρταση, σάκχαρο κ.λπ.), ή σε αυτούς οι οποίοι σκοπεύουν να ξεκινήσουν φυσική άσκηση και βέβαια αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό. Κατά τη δοκιμασία αυτή ο εξεταζόμενος βαδίζει πάνω σε κυλιόμενο τάπητα ή κάνει ποδήλατο υπό συνεχή ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση. Κατά τη δοκιμασία αυτή ελέγχεται η λειτουργικότητα της καρδιάς κατά την άσκηση και η συνολική καρδιοαναπνευστική κατάσταση του ασθενούς. Με τη μέθοδο αυτή διαγιγνώσκεται η πιθανή παρουσία στεφανιαίας νόσου ακόμη και όταν αυτή δεν δίδει συμπτώματα. Με τη μέθοδο αυτή ελέγχεται επίσης αν ένας θωρακικός πόνος που νιώθει ένας ασθενής στο στήθος προέρχεται από την καρδιά ή έχει άλλη αιτιολογία. Το test κοπώσεως χρησιμοποιείται και για τη διάγνωση της υπέρτασης, ιδίως σε άτομα με οριακές τιμές αρτηριακής πίεσης στην ηρεμία. ‘Ανοδος της αρτηριακής πίεσης στην κόπωση πάνω από 19, σηματοδοτεί εκείνους οι οποίοι είτε θα αναπτύξουν υπέρταση είτε έχουν υπέρταση αλλά καμία μέτρηση δεν το έχει τεκμηριώσει.
Αν ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να ασκηθεί για κάποιο λόγο (π.χ. ορθοπεδικό πρόβλημα) τότε εναλλακτική εξέταση της δοκιμασίας κόπωσης, με πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία όμως, είναι το stress echo με χορήγηση δοβουταμίνης. Πρόκειται δηλαδή για δοκιμασία κόπωσης με υπερηχοκαρδιογράφημα. Κατά τη μέθοδο αυτή ο ασθενής είναι ξαπλωμένος και χορηγείται μια ουσία που αυξάνει τους παλμούς, ενώ ο γιατρός ελέγχει με υπερηχοκαρδιογραφία όλη την καρδιά, αν συσπάται καλώς ή αν παρουσιάζει ισχαιμία. Η εξέταση αυτή είναι ασφαλέστατη, με μεγάλη ακρίβεια και ισοδύναμη –ή και καλύτερη– του σπινθηρογραφήματος του μυοκαρδίου, χωρίς όμως ακτινοβολία. Διενεργείται επίσης σε περιπτώσεις που η δοκιμασία κόπωσης είναι θετική για ισχαιμία, αλλά ο ασθενής δεν είναι υψηλής πιθανότητας να πάσχει. Τότε για να μην γίνει άνευ λόγου στεφανιογραφία, διενεργείται stress echo για να μας πει με ακρίβεια αν υπάρχει πρόβλημα ή όχι. Ο έλεγχος της αθηρωμάτωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει έλεγχο των καρωτίδων και της κοιλιακής αορτής με υπερήχους για πιθανή ανάδειξη ανευρυσμάτων ή/και αθηροματικών βλαβών στα αγγεία αυτά.
Τέλος, άτομα τα οποία έχουν οικογενειακό ιστορικό αιφνιδίου θανάτου ή έχουν εμφανίσει επεισόδιο λιποθυμίας ή τάσης για λιποθυμία, θα πρέπει να μελετώνται με Holter ρυθμού 24ώρου, ώστε να αποκλειστεί η ύπαρξη επικίνδυνων για τη ζωή αρρυθμιών. Υπάρχει μια ομάδα κληρονομικών καρδιαγγειακών νοσημάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται από φυσιολογική καρδιά και επικίνδυνες αρρυθμίες στην ηρεμία ή στην κόπωση. Το Holter ρυθμού 24ώρου μπορεί να βοηθήσει σημαντικά καταγράφοντας τους παλμούς ενός 24ώρου. Συνηθέστερα το Holter ρυθμού χρησιμοποιείται στους ηλικιωμένους προς επιβεβαίωση της ένδειξης για τοποθέτηση τεχνητού βηματοδότη της καρδιάς.
Όλες οι εξετάσεις που αναφέρθηκαν βοηθούν σημαντικά στην πρώιμη διάγνωση καρδιαγγειακών νόσων. Δεν συνιστούν όμως πρόληψη. Πρόληψη είναι ο υγιεινός τρόπος διατροφής, ο έλεγχος της χοληστερόλης, η αποφυγή του άλατος και ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης, η ελάττωση του σωματικού βάρους, η αποφυγή του καπνού, η καθημερινή άσκηση για 30 λεπτά και επειδή «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» 1-2 ποτηράκια κρασί τη ημέρα για ποιότητα και παράταση της ζωής, εάν βέβαια δεν υπάρχει αντένδειξη.
Ηλίας Κ. Καραμπίνος, MD, PhD, FESC
Καρδιολόγος