Οι ηλικιωμένοι που αρχίζουν να πάσχουν από μειωμένη ακοή, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν άνοια και Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με μια αμερικανική έρευνα. Οι ερευνητές του Τμήματος Ωτορινολαρυγγολογίας της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς στη Βαλτιμόρη, υπό τον δρα Φρανκ Λιν, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό νευρολογίας “Archives of Neurology” του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου, μελέτησαν για πολλά χρόνια 639 άτομα ηλικίας 36 έως 90 ετών, που σε πρώτη φάση δεν είχαν άνοια. Αρχικά οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε μια σειρά από νοητικά τεστ και τεστ ακοής. Ένα μέρος των εθελοντών, στην πορεία του χρόνου, εμφάνισαν απώλεια ακοής από ήπια (25 – 40 ντεσιμπέλ) έως σοβαρή (πάνω από 70 ντεσιμπέλ), καθώς επίσης μερικοί εμφάνισαν άνοια και Αλτσχάιμερ.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος για άνοια και Αλτσχάιμερ αρχίζει να αυξάνεται για όσους έχουν απώλεια ακοής άνω των 25 ντεσιμπέλ και, όσο μεγαλύτερη είναι η απώλεια της ακοής, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος για εκφυλισμό των άλλων νοητικών λειτουργιών. Για τα άτομα άνω των 60 ετών, περισσότερο από το ένα τρίτο (36,4%) του κινδύνου άνοιας βρέθηκε να σχετίζεται με την απώλεια ακοής.
Ειδικότερα για το Αλτσχάιμερ, ο κίνδυνος επίσης αυξάνεται με την απώλεια ακοής. Συγκεκριμένα, για κάθε απώλεια δέκα ντεσιμπέλ στην ικανότητα ακοής, ο κίνδυνος εκδήλωσης της νόσου αυξάνεται περίπου κατά 20%.
Όπως είπε ο δρ Λιν, μπορεί να υπάρχει κοινή εγκεφαλική αιτία για την απώλεια ακοής και την έκπτωση των νοητικών-γνωστικών λειτουργιών. Πρόσθεσε πως αν τα ευρήματα της μελέτης επιβεβαιωθούν και από άλλες έρευνες, τότε θα βοηθήσουν στη διάγνωση των νευροεκφυλιστικών παθήσεων.
Μέχρι το έτος 2050, περίπου 100 εκατ. άνθρωποι διεθνώς (περίπου 1 στους 85) θα πάσχει από άνοια.