Μπορεί τα διαγωνίσματα να ανεβάζουν την πίεση του αίματος των μαθητών και των φοιτητών, όμως μια μεγαλύτερης διάρκειας εκπαίδευση στη ζωή ενός ανθρώπου φαίνεται τελικά να ρίχνει την πίεση και να προστατεύει από την υπέρταση, σύμφωνα με μια αμερικανική έρευνα, η οποία επιβεβαιώνει προηγούμενες μελέτες, που είχαν συνδέσει το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Μάλιστα δείχνει ότι μεγαλύτερη είναι η ωφέλεια για τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου Μπράουν, με επικεφαλής τον βοηθό καθηγητή Έρικ Λουκς, στη σχετική μελέτη που δημοσίευσαν στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό για θέματα δημόσιας υγείας “BMC Public Health”, σύμφωνα με το BBC και το Γαλλικό Πρακτορείο, μελέτησαν δεδομένα 30 ετών για περίπου 3.900 άτομα, χωρισμένα σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τα χρόνια εκπαίδευσής τους (κάτω των 12, 13-16 και άνω των 17 ετών).
Οι επιστήμονες συσχέτισαν τη διάρκεια της εκπαίδευσης με το μέσο επίπεδο της συστολικής πίεσης και διαπίστωσαν ότι όσο περισσότερα ήσαν τα χρόνια σπουδών τόσο μικρότερη έτεινε να είναι η πίεση. Για παράδειγμα, οι γυναίκες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (που δεν είχαν τελειώσει καν το λύκειο ή το γυμνάσιο) είχαν 3,26 mmHg υψηλότερη πίεση σε σχέση με όσες είχαν το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο (μάστερ ή διδακτορικό), ενώ στους άνδρες η αντίστοιχη διαφορά υπήρχε επίσης, αλλά ήταν μικρότερη (2,26 mmHg). Η διαφορά αυτή ίσχυε, αν και σε μικρότερο βαθμό, όταν απομονώθηκαν άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες για την πίεση, όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, η παχυσαρκία κ.ά.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης προδιαθέτει τους ανθρώπους να εμφανίσουν υψηλότερο επίπεδο στρες, επειδή συνήθως κάνουν δουλειές με μεγαλύτερο άγχος και υψηλές απαιτήσεις από τους εργοδότες τους, χωρίς, από την άλλη, να αισθάνονται ότι μπορούν να έχουν τον απαιτούμενο έλεγχο στην εργασία και τη ζωή τους, πράγμα που -σε συνδυασμό με τη διαβίωση συχνά στο όριο της φτώχειας και σε υποβαθμισμένες περιοχές- αυξάνει την κατάθλιψη και την πίεσή του αίματος.
Η μελέτη εστιάστηκε στη συστολική πίεση, επειδή η συστολική υπέρταση είναι πολύ πιο συχνή από τη διαστολική υπέρταση.