Οι θηλάζουσες μητέρες είναι απίθανο να συλλάβουν και οι περισσότερες γυναίκες που δεν θηλάζουν δεν έχουν ωορρηξία μέχρι να συμπληρώσουν έξι εβδομάδες από τον τοκετό. Ωστόσο, αυτός ο κανόνας έχει και εξαιρέσεις. «Για τις επιτόκους, η αντισύλληψη μπορεί να είναι η πρώτη τους προτεραιότητα», λέει η Δρ Έμιλυ Τζάκσον συγγραφέας μια νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Obstetrics and Gynecology.
Η χρήση ορισμένων αντισυλληπτικών χαπιών μετά την εγκυμοσύνη είναι επικίνδυνη επειδή τα οιστρογόνα που εμπεριέχοντα στα δισκία και οι επιλόχειες ορμόνες αυξάνουν τον κίνδυνο θρόμβωσης. Ο κίνδυνος μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Στόχος της μελέτης ήταν να καθοριστεί το χρονικό ορόσημο μετά τον τοκετό, που η χρήση αντισυλληπτικών δισκίων είναι ωφέλιμη.
Η Δρ Τζάκσον και η συνεργάτιδά της Δρ Άννα Γκλάσιερ επανεξέτασαν τέσσερις έρευνες που είχαν καταγράψει πότε οι μη θηλάζουσες μητέρες έχουν ωορρηξία μετά τον τοκετό και κατά πόσο οι γυναίκες αυτές είχαν αξιόλογες πιθανότητες σύλληψης κατά την διάρκεια των πρώτων αυτών ωορρηξιών.
Σε όλες τις μελέτες, η ωορρηξία ξεκίνησε μεταξύ 45 και 94 ημερών από τον τοκετό. Ωστόσο, σε δύο έρευνες οι γυναίκες άρχισαν να έχουν ωορρηξία μεταξύ 25 και 27 ημερών από τον τοκετό. Τα δεδομένα έδειξαν επίσης ότι οι περισσότερες από αυτές τις ωορρηξίες δεν ήταν ικανές να συντελέσουν σε εγκυμοσύνη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, και με βάσει δεδομένα για την πιθανότητα θρόμβων αίματος, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θεωρεί ότι τα οφέλη από την έναρξη αντισυλληπτικής αγωγής που περιέχει οιστρογόνα και προγεστερόνη είναι περισσότερα από τους κινδύνους, τρεις εβδομάδες μετά τον τοκετό. Μετά από έξι εβδομάδες, δεν θα πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί για τις νέες μητέρες που παίρνουν αντισυλληπτικά χάπια.
Τα αντισυλληπτικά που περιέχουν προγεστερόνη θεωρούνται ασφαλέστερα για χορήγηση αμέσως μετά τον τοκετό και επομένως θα πρέπει να είναι μια καλή επιλογή για τις επιτόκους.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι τα συμπεράσματα της μελέτης έχουν εφαρμογή μόνο σε γυναίκες που δεν θηλάζουν. Επίσης οι θεράποντες ιατροί δεν θα πρέπει να χορηγούν αντισυλληπτικά χάπια σε θηλάζουσες μητέρες καθώς αν αυτά περιέχουν οιστρογόνα, ενέχουν κινδύνους για την ανάπτυξη του νεογνού.
Η Δρ Τζάκσον συμπληρώνει ότι είναι σημαντικό οι γιατροί να συζητούν το ζήτημα αυτό με την ασθενή, καθώς «ο θηλασμός είναι απαιτητικός και πολλές γυναίκες συχνά σταματούν τον θηλασμό για ένα διάστημα ή νωρίτερα, θέτοντας τον εαυτό τους σε υψηλότερο κίνδυνο απρογραμμάτιστης εγκυμοσύνης».