Πιογλιταζόνη (Actos): Αυξημένος κίνδυνος καρκίνου της ουροδόχου κύστης

Η φαρμακευτική ουσία πιογλιταζόνη (pioglitazone) που πωλείται με την εμπορική ονομασία Actos για ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, έχει μια σοβαρή παρενέργεια: συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου της ουροδόχου κύστης, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο British Medical Journal από Καναδούς ερευνητές.

actos 6Η πιογλιταζόνη ρίχνει τη γλυκόζη στο αίμα ελαττώνοντας την αντίσταση στην ινσουλίνη στους περιφερικούς ιστούς (λιπώδης ιστός, γραμμωτοί μύες κλπ.). Χορηγείται σε συνδυασμό με τη μετφορμίνη ή μια σουλφονυλουρία, όταν αυτές από μόνες τους δε επιτυγχάνουν επαρκή έλεγχο του σακχάρου. Η μετφορμίνη είναι ένα φάρμακο που μειώνει την παραγωγή γλυκόζης στο ήπαρ και χορηγείται ως πρώτη αγωγή στην πλειονότητα των πασχόντων από διαβήτη τύπου 2 ενώ βοηθά στη μικρή μείωση του σωματικού βάρους. Οι σουλφονυλουρίες προκαλούν γρήγορα έκκριση ινσουλίνης, ώστε να μειωθεί η γλυκόζη στο αίμα και περιλαμβάνουν τις ουσίες γλιβενκλαμίδη, γλικλαζίδη και γλιμεπιρίδη.

Ο κίνδυνος για καρκίνο της ουροδόχου κύστης αυξάνεται ανάλογα με τη δόση της πιογλιταζόνης, έδειξε η μελέτη. Αντίθετα, η ροσιγλιταζόνη, ένα παρόμοιο φάρμακο κατά του διαβήτη τύπου 2 που πωλείται υπό την εμπορική ονομασία Avandia, δεν αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου της ουροδόχου κύστης – ωστόσο το Avandia έχει συνδεθεί με αυξημένες καρδιαγγειακές παρενέργειες.

Η πιογλιταζόνη και η ροσιγλιταζόνη εγκρίθηκαν από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων το 1999 και ανήκουν σε μια κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται θειαζολιδινεδιόνες. Αυτά τα φάρμακα λειτουργούν αυξάνοντας την ευαισθησία του οργανισμού στην ινσουλίνη, κάτι που επιτρέπει για μεγαλύτερη είσοδο της γλυκόζης στα κύτταρα και άρα τη μείωσή της στο αίμα. Τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 είτε δεν παράγουν αρκετή ινσουλίνη ή τα κύτταρα τους αντιστέκονται στην ινσουλίνη.

Αντιδιαβιτικά φάρμακα και καρκίνος της ουροδόχου κύστης

Το 2005, μια μελέτη για τη πιογλιταζόνη έδειξε μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων καρκίνου της ουροδόχου κύστης σε σύγκριση με ένα εικονικό φάρμακο (μελέτες για την ροσιγλιταζόνη δεν έδειξαν τα ίδια αποτελέσματα). Μερικές μεταγενέστερες μελέτες για την πιογλιταζόνη υποστήριξαν τα στοιχεία που βρέθηκαν στην κλινική δοκιμή του 2005 αλλά όχι όλες. Μάλιστα μια μελέτη που έγινε στη Βόρεια Καλιφόρνια, η οποία παρακολούθησε μια ομάδα ασθενών μέχρι 10 χρόνια, κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα χωρίς να διαπιστώνει αυξημένο κίνδυνο καρκίνου της ουροδόχου κύστης.

“Συνολικά, οι μελέτες αυτές δημιούργησαν αντικρουόμενα ευρήματα, με επτά από αυτές να αναφέρουν στατιστικά σημαντικά αυξημένους κινδύνους (που κυμαίνονται από 20% μέχρι 225%) και εννέα άλλες που δεν διαπίστωσαν παρενέργειες από το φάρμακο», γράφουν οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο McGill και το Γενικό Νοσοκομείο Εβραϊκό στο Μόντρεαλ.

Για να ξεκαθαρίσει τη σύγχυση, η ερευνητική ομάδα συνέκρινε τη χρήση της πιογλιταζόνης με άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.

Η ανάλυση βασίσθηκε σε στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο και συγκεκριμένα από μια βάση δεδομένων με όνομα Clinical Practice Research Database (CPRD), η οποία παρακολούθησε 145.806 ασθενείς που βρίσκονταν σε θεραπεία με αντιδιαβητικά φάρμακα μεταξύ των ετών 2000 και 2013. Η CPRD περιλαμβάνει εκτενείς στατιστικές και επέτρεψε στους ερευνητές να λάβουν υπόψη τους πιθανούς “συγχυτικούς παράγοντες” δηλαδή τους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, όπως η ηλικία, το φύλο, τη διάρκεια του διαβήτη, το κάπνισμα και διαταραχές που σχετίζονται με το αλκοόλ.

Συγκρίνοντας τη χρήση της πιογλιταζόνης με τη χρήση άλλων αντιδιαβητικών φαρμάκων όπως η ροσιγλιταζόνη, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η πιογλιταζόνη συνδέεται με 63% αύξηση κινδύνου για καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Μετά από περαιτέρω στατιστικές αναλύσεις ευαισθησίας, αυτό το ποσοστό κινδύνου παρέμεινε αμετάβλητο. Μάλιστα αυξανόταν ανάλογα με τη δοσολογία της πιογλιταζόνης.

Αντίθετα, η ροσιγλιταζόνη δεν συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου της ουροδόχου κύστης σε κάθε ανάλυση που πραγματοποιήθηκε από τους ερευνητές. Αυτό υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος του καρκίνου της ουροδόχου κύστης αυξάνεται ειδικά με τη πιογλιταζόνη και όχι με το σύνολο της κατηγορίας των θειαζολιδινεδιονών.

Ενώ σε απόλυτους όρους, ο κίνδυνος καρκίνου της ουροδόχου κύστης παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, λένε οι συντάκτες της μελέτης, τόσο οι γιατροί όσο και οι ασθενείς θα πρέπει να το γνωρίζουν τις παρενέργειες, πριν αποφασίσουν αν πρέπει ή όχι να χρησιμοποιήσουν το φάρμακο.

Να σημειωθεί ότι σε ορισμένες χώρες το Actos έχει ήδη αποσυρθεί από την κυκλοφορία.

Οφέλη και παρενέργειες των αντιδιαβητικών φαρμάκων

Σε μια συνοδευτική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ίδιο τεύχος του British Medical Journal, έγινε σύγκριση των παρενεργειών που έχουν τα αντιδιαβητικά φάρμακα με την ικανότητά τους να ελέγχουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και να προλαμβάνουν σοβαρές επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένου του ακρωτηριασμού, της τύφλωσης, και της νεφρικής ανεπάρκειας.

Αναλύοντας στοιχεία από 469.688 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 στη διάρκεια των ετών 2007-2015, οι συγγραφείς ανακάλυψαν “σημαντικά αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νεφρικής ανεπάρκειας” μεταξύ των ασθενών που έλαβαν μόνο θειαζολιδινεδιόνες ή γλιπτίνες (μια άλλη κατηγορία των φαρμάκων για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2) σε σύγκριση με ασθενείς που ελάμβαναν μόνο μετφορμίνη (επωνυμία Glucophage). Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης δεδομένα από ασθενείς με διαβήτη που λάμβαναν συνδυασμούς φαρμάκων και διαπίστωσαν ότι εκείνοι που προβλέπονται για τριπλή θεραπεία με μετφορμίνη, θειαζολιδινεδιόνες, και σουλφονυλουρίες παρουσίασαν σημαντικά μειωμένο κίνδυνο τύφλωσης σε σύγκριση μόνο με μετφορμίνη.

Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, οι ερευνητές προτείνουν τόσο οι γιατροί όσο και οι ασθενείς να αξιολογούν προσεκτικά τους συνολικούς κινδύνους και τα οφέλη των φαρμάκων.

Πηγές:

  1. Tuccori M, Filion KB, Yin H, et al. Pioglitazone use and risk of bladder cancer: population based cohort study. The BMJ. 2016.
  2. Hippisley-Cox J, Coupland C. Diabetes treatments and risk of amputation, blindness, severe kidney failure, hyperglycaemia, and hypoglycaemia: open cohort study in primary care. The BMJ. 2016.

Δείτε επίσης